Στο μαγαζί με τους κόκκινους τοίχους
ο σκοτεινός σερβιτόρος δείχνει δυο σειρές γκρίζα δόντια για να πει σε θυμάμαι.
Αφήνω τα γυαλιά στο τραπέζι. Έξω από το παράθυρο τα ερείπια κοιμούνται μέσα στην ιστορία τους.
Το οθωμανικό ντεκόρ χάνεται στη θολούρα, οι θαμώνες, το χάδι του Côte d'Ivoire, τα ξέφτια στο ταβάνι.
Η κούπα είναι χτυπημένη στα χείλη. Το ρόφημα αφήνει κονιάκ και ζάχαρη πάνω στο κέρασμα
και το κέρασμα αφήνει την κάψα στο στόμα.
Το τραπέζι είναι άδειο από αγκώνες.
El hombre sentimental es el libro triste sobre la mesa.
Ohne die Brille sind deine Augen klarer, würde sie sagen,
denn du verlierst deine ständige Enttäuschung.
Und es wäre allerdings wahr.
Το πρωί έχασα ένα πενηντάρικο στο λανσκενέ.
Δεν έχω ξεμείνει, μένουν κι άλλα να διώξω.
Ο λαστιχάς θα χαρεί να με δει κι άλλη φορά, γιατί έμαθε πως το στράφι δε με πληγώνει.
Αν ξέρει σωστά ή δεν ξέρει, δε μπορώ ούτε ο ίδιος να πω.
Δεν είμαι ο αμίλητος ξένος στην πόλη, δεν έχω
τα πιο μικρά νύχια που έχεις δει. Δεν είμαι μισός σου αδερφός,
δεν ξέχασα όσα δεν πρέπει κι όσα πρέπει, αλλά τα'χω αφήσει.
Οι μέρες θα γίνονται νύχτες είτε εμείς..., είτε όχι.
Οι φευγαλαίες αμαρτίες δεν αξίζουν ούτε ανοιγοκλείσιμο βλεφάρου
εμπρός σ'αυτή την αργή ησυχία.
Η χοντρή τηγάνισε κρέας και ο αέρας έγινε ομίχλη.
Ξεκουμπώνω δυο κουμπιά απ'το γιακά, σκουπίζω το γάλα που έχει στάξει στα γένεια.
Η ώρα προχωράει, αλλά προς πού, αυτό δε φαίνεται καλά.