© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Επαγωγή

09.2023 on board Esvagt H.

-Τι σκέφτεσαι όταν τραβάς μαλακία;
-Συνήθως τίποτα.
-Γκόμενες με αχονδροπλασία; Μίτζετ πορν;
-Δεν τραβάω μαλακία πολύ συχνά πια.
-Έλα, πες.

Μερικές φορές σκέφτομαι εσένα. Κοντεύει εικοσαετία - είσαι η πιο ανθεκτική φαντασίωση ως τώρα.
Μερικές φορές σκέφτομαι κάποια άσχετη που είδα στην τηλεόραση. Την κόρη του Μπόνου, για παράδειγμα. Ή την Κάριν Ντ., τη Μάγκυ Τζύλλενχωλ, τη Μάγκυ Τσανγκ. Ή και κάποια που είδα κανονικά. Τη Σάρα, ή τη δεύτερη Όλγα, ή εκείνη τη Φαροέζα που δε θυμάμαι πώς τη λένε. Και αυτό είναι φυσιολογικό, το λέει το κατεστημένο.
Αλλά αυτό που δεν είναι πολύ φυσιολογικό, είναι που τα τελευταία χρόνια ολοένα σκέφτομαι τον Α.
Σκέφτομαι τον τρόπο που κάποιες φορές ξαπλώνει στην πλάτη του στον καναπέ-που-γίνεται-κρεβάτι του, με τραβάει από το μπούτι ή τη ζώνη ή κάτι άλλο ανορθόδοξο, και δεν του φτάνει να είμαι από πάνω του. Læg dig dog. (Ξάπλωσε ντε.) και με τραβάει κι άλλο, ώσπου ξαπλώνω πάνω του σαν να είναι ανθρωπόμορφο στρώμα, και η ανάσα του αλλάζει λίγο από το βάρος μου.
Σκέφτομαι εκείνη την περίεργη αίσθηση, που μοιάζει με την αίσθηση που έχουν τα πράγματα όταν ονειρεύομαι, όταν είμαι μέσα του και η πούτσα του είναι ανάμεσά μας, και είμαι όλος τόσο ζεστός παρά τα φάρμακα, μέχρι και τα μαλλιά μου είναι ζεστά, νιώθω σαν ανθρωπόμορφη θερμάστρα πάνω στο ανθρωπόμορφο στρώμα, και με κρατάει από τα πλευρά, και με κουμαντάρει χωρίς να μιλάει, και κάνω ό,τι μου ζητάει ώσπου να χύσει, και συνεχίζει να με κρατάει ξαπλωμένο, Bliv ved, mand. (Συνέχισε ρε.) και χύνω χωρίς να κουνιέμαι σχεδόν καθόλου, σαν μορμόνος.

Γράφω πολύ για τον Α. γιατί ενώ θέλω να λέω πως είμαι πια συμφιλιωμένος με αυτήν την ιστορία, είναι φανερό πως δε μπορώ να τη χωρέσω. Δεν είναι αδυναμία, αυτό είναι ευφημισμός. Είναι η μεγάλη πληγή. Αυτός ο έρωτας ήταν ένα ύπουλο σημείο καμπής και είναι και το πιο καθοριστικό πράγμα που έχω βιώσει. Με άλλαξε όσο τίποτε άλλο, με ξεγύμνωσε, με έγδαρε και δε μου άφησε ίχνος φλούδας. Ήταν η ενηλικίωσή μου. Μου είχες πει Δε μπορείς να αγαπήσεις. Δεν έχεις την ικανότητα αυτή, το '16, με τη σιγουριά που έχεις όταν ανακοινώνεις τα αποφθέγματά σου σαν σωστή κνίτισσα, πώς να 'ξερες τι ερχόταν; Ήμουν σκληρός και αψύς, ήμουν σαν πετσί. Δε μπορώ να αγαπήσω καθαρά, γιατί δε μπορώ να ξεχωρίσω το σώμα απ'την ψυχή. Αλλά μπορώ να αγαπήσω με όλο μου το αίμα. Ένα θηρίο δυο ή τρεις φορές πιο ψηλό και πιο φαρδύ από μένα, που πετάγεται από εντός μου σαν κύμα δολοφόνος από το πουθενά μια μέρα νηνεμίας. Αρκεί μια φευγαλαία σκέψη για να με συνοψίσει. 

Η ανεστίαστη ματιά που είχα κάποτε, το ευρύ οπτικό πεδίο που αποκάλυπτε πάντα περισσότερα από όσα ήθελα, τραβήχτηκε απότομα τον Απρίλιο του '21 στο MODT. 7. Ήταν το χέρι του Θεού. Ξαφνικά είδα πολύ στενά μα με απίστευτη σαφήνεια, η περιφερική μου όραση θόλωσε και σκοτείνιασε. Ο κόσμος έσβησε στο παρασκήνιο, δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά αυτός, και εκείνη η βελονότρυπα μέσα από την οποία έβλεπα μου έδειξε ακριβώς ό,τι χρειαζότανε να δω.

///

Το χέρι του Θεού φυτρώνει από ψηλά και ραίνει με ευλογίες. Η ομορφιά του κόσμου είναι στο δυϊσμό. Χωρίς αντιθέσεις το μάτι είναι τυφλό. Η πίστη φαίνεται δίπλα στην απιστία. Το χέρι του Θεού φυτρώνει από ψηλά και γίνεται δρεπάνι. Η χάμσα, η προστασία απ'το κακό. Το σκοτάδι αναβλύζει απ'το σώμα, το κακό είναι μέσα σου. Το παραμύθι που σε κάνει να κρατιέσαι με ό,τι έχεις, η φτηνή ελπίδα πως η ρόδα κάποτε θα σταματήσει να γυρίζει. Τα νύχια σου ξηλωμένα και μπηγμένα στο μαλακό χώμα, το χαρτάκι είναι στημένο έτσι ώστε να μη βγαίνει ποτέ ή έτσι λες. Τίποτα εκεί έξω δε μπορεί να σε θεραπεύσει, αλλά θα περάσεις τη ζωή σου γυρεύοντας. Είναι μοναχικό ταξίδι. Ο θάνατος είναι παιχνίδι για έναν.

Το χέρι του Θεού. Εκείνη η φωνή που χαϊδεύει το κεφάλι από μέσα, ένα κέρμα που πέφτει στο πηγάδι για ευχή. Ξυπνάς κι ό,τι σε πονάει είναι εκεί. Δεν υπάρχει λόγος για εντολές. Ξέρεις πότε ξεστρατίζεις. Ο ουρανός πλαταίνει όσο απομακρύνεσαι από τον ισημερινό. Ο αέρας αλλάζει, το νερό. Το αίμα ταξιδεύει πίσω από τους αμφιβληστροειδείς και η μέρα διαδέχεται τη νύχτα στο σφυγμό. Η αμαρτία και η τιμωρία παίζονται ταυτόχρονα. Το αθώο διάστημα της πέμπτης καθαρής, ένα ντο-σολ. Το φθίνον σώμα, το χώμα που υποχωρεί, οι βίαιες εναλλαγές από πλήμμη σε ρηχία, τίποτα δεν είναι φτιαγμένο για να αντέξει τέτοια εύρη. Από τη μια μεριά η τύχη και από την άλλη το στρατήγημα. Το χέρι του Θεού θα δέσει και θα λύσει. Δεν είναι μοιρολατρεία, είναι μια μαχαιριά που έρχεται λοξά. Οι φόβοι σου θα κρύβονται για πάντα στ'ανοιχτά. Οι εφιάλτες δεν περιμένουν να κοιμηθείς για να σε βρουν. Ο κόσμος είναι απλός, βουτιά στα άσπρα μαύρα. Να είσαι έτοιμος να λυγίσεις, να είσαι έτοιμος να σπάσεις. Το χέρι του Θεού δείχνει πού θα βρεις αυτό που ψάχνεις. 

-

Αγαπημένε μου Άλμπερτ.




-



Kahlil Gibran


Balfour vs. דאיקייט

Οι Εγγλέζοι είχαν ιστορικά κλίση στο παιχνίδι της αποικιοκρατίας. Σαν ένας Μίδας της σκακιέρας είναι φοβερή ικανότητα να μετατρέπεις ό,τι αγγίζεις σε πιόνια. Ό,τι δεν ήταν Ευρώπη, ήταν για τους δυτικούς terre sauvage. Και αν έπαιξαν! Με την ψυχή τους. Εμείς από την άλλη είχαμε ιστορικά ροπή στη μετανάστευση, και αυτό δεν είναι και κανένα αξιοθαύμαστο ταλέντο. Ο σιωνισμός εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί δυο μέτωπα και κάτι: αυτούς που δε γουστάρουν τους εβραίους στην αυλή τους, τους ματαιόδοξους εβραίους και τους ουτοπιστές σαν υποσημείωση. Η λαμπρή ιδέα μιας πατρίδας για τους εβραίους ήταν ισοδύναμη με το να φυτρώνουν οι αποικιοκράτες ένα τρίτο χέρι, το οποίο θα γινόταν τόσο μακρύ, ώστε να τους χώσει ως τον αγκώνα στις δίπλες της μέσης Ανατολής, την οποία είχαν κάθε επιθυμία να μοχλεύσουν. Για τους σιωνιστές ήταν δικαίωση. Ο Χερτσλ γεννήθηκε στην Αυστριακή Αυτοκρατορία και πέθανε στην Αυστρουγγαρία. Πέθανε εβραίος αλλά όχι Ισραηλινός.

Είχε παρατηρήσει εύστοχα πως όπου μαζευόμαστε, εμφανίζονται διώκτες. Δεν ήταν παρανοϊκή καχυποψία. Είμαστε εργατικοί και όχι ηλίθιοι. Είμαστε κλειστοί και καθώς λίγοι, συχνά διαφορετικοί. Μέναμε αφοσιωμένοι στη διαφορετικότητά μας, ενίοτε με μια πεποίθηση ανωτερότητας. Δε θέλει περισσότερα για να εκλυθεί το μίσος. Η κοινωνία αρρωσταίνει από την φυσική τάξη των πραγμάτων, φτάνει να ρίξει κανείς μια ματιά στα παιδιά μιας σχολικής τάξης: ο πιο χοντρός ή ο πιο μυταρόλας ή ο αλλήθωρος, όλοι αυτοί πρέπει να τιμωρηθούν για τη διαφορετικότητά τους. Όταν ο Θρασύβουλος ο Μιλήσιος έκοβε τους πιο ψηλούς βλαστούς του σιταριού, κάπου ένα παιδί ησύχαζε ικανοποιημένο. Είναι το ΥΦΑΣΜΑ του ανθρώπου. Από αυτήν την πραγματικότητα, ο Χερτσλ ονειρεύτηκε ένα μέρος όπου θα ήμασταν εμείς τα αφεντικά. Μια επανόρθωση. Και ανοίγοντας τα ιερά βιβλία, βρίσκει κανείς και το μέρος, βγαλμένο από τα παραμύθια, όπως αρμόζει σε μια φαντασίωση. Ένας κουβάς με εβραίικο αίμα, καλά καπακωμένος, που να μη χρειάζεται να εκτεθεί στις τραυματικές καταστάσεις που συνοδεύουν τις μεγάλες διαφορές εντροπίας.

Η ένσταση σ'αυτό το όνειρο θερινής νυκτός είναι η *דאיקייט, το να είσαι εδώ, που γεννήθηκε από την εργατική εβραϊκή ένωση (אלגעמיינער יידישער ארבעטער בונד אין), αρκετά πριν αρχίσουν οι φρίκες του Β' ΠΠ. Το να είσαι εδώ, να δουλέψεις για να στρώσεις τα πράγματα όπου βρίσκεσαι, αντί να σηκωθείς ακόμη μια φορά και να φύγεις. Είναι η εξύψωση της Διασποράς. Η εναντίωση στο σιωνισμό δεν ήταν ανέκαθεν αντιεβραϊκό "προνόμιο". Υπήρχαν και υπάρχουν εβραίοι που δεν ασπάστηκαν τις κατευθυνόμενες υλοποιήσεις της φαντασίωσης του Χερτσλ. Ο Χερτσλ είναι συνεκδοχή. Πίσω από τον Χερτσλ είναι όλοι οι κατατρεγμένοι εβραίοι της Διασποράς, όλα τα κυνηγητά και όλες οι φυγές, ο κατακερματισμός και οι δυσκολίες μιας κουλτούρας με μακρά ιστορία, είμαστε όλοι εμείς, ξεκινώντας από τα αναθεματισμένα βιβλία, ξεκινώντας από έναν περίτεχνο μύθο. Οι συνθήκες έκατσαν στο κεφάλι αυτής της μυθοπλασίας σαν σκούφος. Η דאיקייט ξεθώριασε, καθώς η μπογιά του Ισραήλ άρχισε σιγά σιγά να ποτίζει και εκείνο το πανί, όχι αδικαιολόγητα, αφενός γιατί το ήθελαν εξ αρχής πολλοί, εβραίοι και μη, η κάθε πλευρά για να εξυπηρετήσει τους δικούς της σκοπούς, και αφετέρου γιατί η πληγή που χαίνει από το Ολοκαύτωμα έσπειρε μια άλλη επιφυλακή μέσα σε κάθε εβραίο. Είναι ένα τραύμα που δεν περιορίστηκε στους επιβιώσαντες, οι οποίοι σταδιακά εκλείπουν. Είναι ένα τραύμα κληρονομικό. Τα συμβάντα εκείνα καθόρισαν τον τρόπο που γαλουχήθηκε η κάθε επόμενη εβραϊκή γενιά. Θέλει σιδερένια ραχοκοκκαλιά για να μείνεις Γερμανός στην ίδια Γερμανία δίπλα στους ίδιους γείτονες που αγκάλιασαν το ναζισμό, ή να γυρίσεις από την κόλαση για να βρεις τα υπάρχοντά σου εξαφανισμένα από τα όρνια που έμειναν πίσω. Θέλει ελαστική υπερηφάνεια για να συνυπάρχεις με το χτυκιό των αρνητών. Είναι μια τελετή ενηλικίωσης. Η αποδοχή του να είσαι άπατρις τῇ καρδίᾳ. Η ασυγκινησία. Απαιτεί κάποια ωριμότητα να διαχωρίσεις την πολιτιστική από τη θρησκευτική και από την εθνική σου ταυτότητα. Πόσω μάλλον να αποκτήσεις ταυτότητα απογαλακτισμένη από αυτόν τον αρχαίο τρικέφαλο βραχνά. 

Αυτό το πλοίο έχει σαλπάρει για πολλούς, η דאיקייט.  Το Ισραήλ είναι γεγονός, ξεπήδησε από παλιές αράδες, από τα νύχια των πολιτικών, των διπλωματών και του πιστού λομπίστα, από τα νύχια κάθε ασήμαντου εβραίου που πέρασε κάποιο βράδυ ακούγοντας τις ειδήσεις σε άλλη γλώσσα απ'αυτήν που σκεφτόταν. Όλοι μαζί έπαιξαν με τα εβραίικα ψήγματα που είχαν μείνει από χιλιάδες χρόνια στην πολύπαθη περιοχή σαν να ήταν ψίχουλα στο τραπεζομάντηλο, έπαιξαν με τους μουσουλμάνους, έπαιξαν με τους εβραίους της Διασποράς, έπαιξαν με την ψυχή τους, και κάπως έτσι το Ισραήλ έγινε αιχμή. Ο Γιούσεφ αλ-Χαλίντι, κάποτε δήμαρχος της Ιερουσαλήμ, έγραφε στον Χερτσλ ως αδερφός του. Ο σιωνισμός ήταν ευγενής σκέψη και δίκαιη. Αλλά το να αναστηθούν τα αρχαία φαντάσματα στα πάτρια χώματά τους δε θα ήταν εφικτό παρά μόνο με κανόνια και πολεμικά πλοία. Στα γράμματά του φαίνεται μια απόπειρα να εμπνεύσει σύνεση. Τώρα η Διασπορά έχει άλλο χαρακτήρα, με ένα μαλακό αχυρένιο υπόστρωμα, τη γνώση πως η αλιγιά (και το Ισραήλ) είναι εκεί και σε περιμένει, αρκεί να το θελήσεις. Ο ραββίνος Β. Β. που γεννήθηκε και μεγάλωσε Αμερικάνος στη Βαλτιμόρη, έκανε την αλιγιά και τώρα ζει στο Ισραήλ. Μιλάει γίντις και εβραϊκά, όλα με αμερικάνικη προφορά, κυρίως μιλάει αμερικάνικα αγγλικά. Η κόρη του επιστρατεύτηκε στη Δυτική Όχθη και ο γιος του στη Γάζα. Οι μέρες του ξοδεύονται σε προσευχές για να γυρίσουν τα παιδιά του σπίτι ζωντανά και ιδανικά, ολόκληρα. Ο ραββίνος Β. Β. αισθάνεται και εβραίος και Ισραηλινός. Ζει το όνειρο του Χερτσλ;

Κάτω από όλα τα στρώματα του πολιτισμού και των ιδεών, βρίσκω ξανά και ξανά κατασκευασμένα, ανώφελα παιχνίδια με τις λέξεις. Η πίστη, η θρησκεία, τα ιερά βιβλία, η γλώσσα, το γιάρμουλκε και το χιτζάμπ, τα σύνορα και τα χαρτιά. Όλα τόσο τιποτένια κι όμως τόσο ακριβά, που πληρώνονται με αίμα. Ο άνθρωπος εξαντλεί ενδελεχώς τη δημιουργικότητά του στο να εφευρίσκει τρόπους να φέρει δυστυχία. Ο άνθρωπος είναι πολύ δεινός δημιουργός δυστυχίας. Πράγμα τόσο περίεργο, αφού η ίδια η κλωστή της ζωής είναι πλεγμένη με δυστυχία. Βλέπω με τη διαχρονική εβραίικη ανωτερότητα, κοιτώντας μέσα από άθρησκα μάτια αλλά εβραίικα παρολαυτά. Πιθανώς να είναι αυταπάτη. Δεν αποκλείεται να αγνοώ κάτι σημαντικό μέσα στις έννοιες της αρετής, μέσα στα σύμβολα, στις περούκες των Χασιδίμ, στις μεζουζότ δίπλα στην πόρτα, στα σαζάζιτ, στα κρυμμένα βυζιά, στους ραββίνους, τους παπάδες και τους ιμάμηδες, στην αβασάνιστη παιδοποιία, στους ύμνους και στις προσευχές, στα πολλά πρόσωπα των πολλών μοναδικών θεών, στις πολλές σπάνιες αλήθειες, κάθε μια από τις οποίες είναι ο μόνος δρόμος... αλλά αυτήν την τιμή αρνούμαι να την πληρώσω.

Επιμένω στη דאיקייט. Η φύση μου είναι τέτοια, είμαι παιδί της Διασποράς. Ούτε αλιγιά ούτε γεριντά δεν υπάρχει για μένα. Αλλά αν οι περισσότεροι συμφωνούσαν με τέτοιες προβληματικές απόψεις, η ιστορία θα ήταν κοντή και βαρετή, χωρίς δόξες και ηρωισμούς.


*doikayt

Σκόνταψες, ε και;

 Maybe
there is no love on earth
except the one we imagine

A A S Esber

31.07

Στη μικρή εσωτερική καμπίνα με το εξεταστικό κρεβάτι κάθεται κάποιος που μασάει τα δόντια του. Μια σταγόνα ξένο αίμα στο ντουβαράκι. Η βιδωμένη λάμπα με το βραχίονα που κουμπώνει, το δεμένο καρεκλί, ο μόνιμος θόρυβος του μηχανοστασίου που πνίγει τη φασαρία μέσα στο κρανίο. Τρίβω το μουστάκι, βλέπω τη σκιά μου και τη βάτο πάνω στους ώμους μου στο ντουβαράκι. Ξέχασα τη χτένα στα αποδυτήρια στο λιμάνι, έχω να στρωθώ απ'την Πέμπτη, και είναι Κυριακή, αλλά δε βρισκόμαστε πια στα περασμένα χρόνια εκείνης της σεβάσμιας τυπολατρείας. Ακούω τα δόντια του Πολωνού που τρίβονται και τρίβονται γρέζι προς γρέζι, ακούω τις μηχανές, ακούω την ανάσα μου, τα εργαλεία από τα χέρια μου στο νεφροειδές και πίσω στα χέρια μου, τα δόντια του Πολωνού. Θέλω να δω τσιμέντο. -Θα δούμε όλοι τσιμέντο αύριο. -Παντού τσιμέντο! Οι κήποι και τα γκαζόνια είναι πεταμένα λεφτά. Το τσιμέντο το πλένεις με το πιεστικό μια φορά το χρόνο και έχει καθαρίσει. Ούτε ζωΰφια ούτε λάσπες ούτε μαλακίες. Θέλω να δω τσιμέντο, να σου γαμήσω!

Στη μικρή εσωτερική καμπίνα με το εξεταστικό κρεβάτι. Καμιά σταγόνα ξένο αίμα, έχω κάνει πάστρα. Η βιδωμένη λάμπα με το βραχίονα που κουμπώνει σβηστή, ξημερώνει Δευτέρα, το τσιμέντο έρχεται, αλλά όχι τόσο μπρουταλιστικό ώστε να καυλώσει ο Πολωνός. Σκέφτομαι το Λαρς που τρύπωσε στα ΤΕΠ πριν τρία χρόνια, ρούφηξε όσο νοσοκομειακό οινόπνευμα βρήκε και τα τίναξε στο πάτωμα του διαδρόμου του τμήματος 1. Την περασμένη βδομάδα χτύπησε το αλάρμ για ανακοπή, και όταν έφτασα στο τμήμα 1, είδα μια ξερακιανή γριά που έμοιαζε με μάγισσα πεσμένη στο πάτωμα του διαδρόμου, εκεί που τα είχε τινάξει ο Λαρς. Είχε σκουπίσει το οινόπνευμα από όλους τους γύρω θαλάμους αλλά δεν τα είχε τινάξει ακόμα. Τη διασωλήνωσα απρόθυμα και ανέβηκε στη ΜΕΘ όπου κείτεται με σηψαιμία από πνευμονία εξ εισροφήσεως. Το τι έκανα εγώ και όλοι οι άλλοι εμπλεκόμενοι δεν έχει σημασία. Δεν έχει έρθει η ώρα της. Τα πας πιο καλά με τη μοίρα αν είσαι μοιρολάτρης. Πάνω στο σκοτάδι της νύχτας πέφτει ένα μαύρο πυκνότερο, σέρνεται σαν κουβέρτα, σαν πέπλο. Πάνω στο αχτένιστο κεφάλι μου πέφτει σαν πάχνη η ανάσα του και ραίνει τις τρίχες με τρίμμα από χιόνι. Το κρύο είναι βαρύ σαν αμόνι και με ρίχνει στα γόνατα.

Έξι χρόνια πριν μια καλοκαιρινή Δευτέρα σαν κι αυτήν έπεσε η ίδια πάχνη στο αχτένιστο κεφάλι μου, και εκείνα τα ελαφριά κρύσταλλα από σκόνη κατρακύλησαν στο σβέρκο μου. Περίμενα να αλλάξει ο κόσμος, περίμενα να εξαφανιστώ. Στάθηκα προσοχή, πρόσκοπος με Κόκα Κόλα σφηνωμένη στον καβάλο και γύρω μια αόρατη ομήγυρη γελούσε. Έπειτα ένας χαζός κρότος με έστειλε κάτω στις σκάλες. Όταν έπιασα το κεφάλι και το σβέρκο μου ήταν παγωμένα και σκληρά, σαν να τα είχε τρυπήσει αστροπελέκι φτιαγμένο από χειμώνα. Ήταν η μοίρα που με κλώτσησε στ'αρχίδια, μ'άρπαξε απ'τα μαλλιά και μου'σπρωξε το κεφάλι κάτω. Δεν είναι ώρα καριολάκο. Δεν ήταν ώρα, μα το θέλησα πολύ. H παροδική ισχαιμία με έσπασε στα ευπαθή σημεία. Το οστό αρχίζει να επουλώνεται μαλακό. Ενίοτε περνάνε μήνες ώσπου να γίνει σχεδόν όπως πριν -ποτέ ακριβώς όπως πριν. Η δυστυχία είναι καλό ζουμί, ταιριάζει με το αίμα. Φεύγω, αλλά όχι κυνηγημένος.


https://basslauf.blogspot.com/2017/07/

Ο ελεγκτής

Η ίδια ιστορία ξανά και ξανά και ξανά
όπως οι μέρες γίνονται νύχτες και πάλι μέρες.

Έξω από το ρεγκιονάλ στέκεται ένας ελεγκτής. Στη διπλανή αποβάθρα κάνει τη μοναδική του στάση το τραίνο αστραπή. Ένας επιβάτης κατεβαίνει, διασχίζει το τσιμέντο, κοιτάζει το μπιλιέτο του και ανεβαίνει στο ρεγκιονάλ. Ο ελεγκτής τον ακολουθεί, ανεβαίνει στο πρώτο σκαλί, γυρνάει το κλειδί του στη μια και στην άλλη ασφάλεια. Δίπλα στις ασφάλειες αναβοσβήνουν τετράγωνα λαμπιά. Αυτό πυροδοτεί την κόρνα της ειδοποίησης. Τη στιγμή που τελειώνει ο ήχος, ο ελεγκτής δρασκελίζει τα δυο σκαλιά που μένουν. Οι πόρτες κλείνουν.

Ο επιβάτης κάθεται στη θέση του διαδρόμου απέναντι από το μικρό κουπέ του ελεγκτή. Ο ελεγκτής λέει στον άδειο διάδρομο nye rejs-nde με μικρό ερωτηματικό στο τέλος. Είναι Νορβηγός, τον δίνει η προφορά. Ο επιβάτης τείνει το μπιλιέτο. Ο ελεγκτής κόβει δεύτερη τρύπα στη γωνία και χάνεται στα πίσω βαγόνια.

Είναι μια μέρα σαν βγαλμένη από τον κουβά της νοσταλγίας. Όνειρο που μισοθυμάσαι όταν ξυπνάς ένα ήσυχο πρωί. Μαλακή λιακάδα, αεράκι, αγριολούλουδα στα χωράφια που είναι σε αγρανάπαυση, μια ελαφίνα τρέχει στο λιβάδι με τα δυο μικρά της, όλα χάνονται γρήγορα, όλα μένουν πίσω, το ρεγκιονάλ φεύγει δυτικά. Ο επιβάτης επιστρέφει. Στα αχτένιστα μαλλιά και στο τσαλακωμένο πουκάμισο δεν υπάρχει καμία προσδοκία.

Ο ελεγκτής εμφανίζεται ξανά. Κάθεται στο μικρό κουπέ. Ρίχνει μια ματιά στον επιβάτη, ο επιβάτης ρίχνει μια ματιά στον ελεγκτή. Ένα ζευγάρι φωτεινά γαλάζια μάτια και ένα ζευγάρι σκοτεινά, μια και μια πλευρά της γηραιάς ηπείρου. Ο ελεγκτής τραβάει τη συρόμενη πόρτα να ανοίξει εντελώς. Στο τραπεζάκι του μικρού κουπέ ξαπλώνει ένα κουτί σνους και ένα μπουκάλι νερό. Αφήνει τα μαραφέτια τα ελεγκτικά και βγάζει να χαζέψει το κινητό του. Ο επιβάτης χαζεύει το δικό του. Ο ένας βλέπει τον κατάλογο του μαγαζιού με ηλεκτρολογικά. Ο άλλος διαβάζει τα νέα από την Κοζμοπόλ.

Ξαφνικά ο επιβάτης αφήνει το κινητό στο μπούτι και μένει ακίνητος, όπως τα άγρια ζώα στο δάσος όταν παίρνουν πρέφα τον παρατηρητή. Σηκώνει το κεφάλι, ο ελεγκτής είναι που τον βλέπει. Έχει τη μουσούδα πονηρού ζώου. Βγάζει το τζόκεϋ. Τα μαλλιά του κάθονται πειθαρχημένα χτενισμένα πίσω, πάστα από κάστανο. Τα στρώνει παρολαυτά.

Πλησιάζει ο επόμενος σταθμός. Ο ελεγκτής θα σηκωθεί, θα βάλει το κλειδί στις ασφάλειες της πόρτας, θα κατέβει δίπλα στο τραίνο, θα χαιρετήσει κάποιον από το προσωπικό της καθαριότητας, θα περιμένει. Το τραίνο θα ξεκινήσει πάλι, ο ελεγκτής θα κάνει τη γύρα λέγοντας nye rejs-nde με μικρό ερωτηματικό στο τέλος και θα επιστρέψει στο κουπέ.

Θα σπρώξει τη συρόμενη πόρτα ανοιχτή, θα πάρει το κινητό στο χέρι αλλά θα τον απασχολεί ο επιβάτης. Το τραίνο ακολουθεί την κλίση των γραμμών και η πόρτα σέρνεται μισόκλειστη. Η σιλουέττα του ελεγκτή ξεχωρίζει από τις ρίγες στο τζάμι. Φαίνεται το χέρι του που ανοίγει το κουτί του σνους, παίρνει ένα πουγκάκι, το ζουλάει αφηρημένα, το φέρνει στο στόμα. Τα δάχτυλά του είναι λιγνά και μακρυά. Η πόρτα ξανανοίγει. Ο ελεγκτής λέει Så? με μεγάλο ερωτηματικό στο τέλος.

-Hva?
-Er du norsk?
-Nej. Hvor er du fra?
-Budal. Trondheim.
-Nå.
-Men du taler norsk?
-Det gjør jeg også. Du har vakre fingre.
-Takk. Du har vakre øyne.

Ο ελεγκτής έχει ένα ταττουάζ περιστέρι στο δεξιό τρικέφαλο, που το κρύβει το κοντό μανίκι της στολής. Ο επιβάτης έχει ένα ταττουάζ άγκυρα στον αριστερό δελτοειδή και ένα θυρεό στη νεφραμιά. Στα μαλλιά του ελεγκτή κάθεται ο ζελές κι όμως είναι μαλακά. Τα μαλλιά του επιβάτη κάνουν μπούκλες εδώ κι εκεί αλλά είναι αδρά. Η μια και μια πλευρά της γηραιάς ηπείρου. Ο ελεγκτής φιλάει απαλά, ο επιβάτης δαγκώνει πιο πολύ παρά φιλά. Ο ελεγκτής ιδρώνει εύκολα και πολύ, ο επιβάτης είναι κρύος σαν νεκρός.

Στο μικρό διαμέρισμα στο Κόλινγκ που μύριζε χώμα και υγρασία από τις γλάστρες, έβαλα την καπότα βιαστικά ενώ ο Νορβηγός με κάρφωνε με το βλέμμα, έφτυσα και ετοιμάστηκα να τον πονέσω, πάντα ήμουν έτσι στην αρχή, απότομος, ανυπόμονος, θυμωμένος σχεδόν, αλλά όταν τον τράβηξα κοντά μου και έβαλα το χέρι μου στον ώμο του, κάτι με σταμάτησε. Χάιδεψα το δέρμα του, λεπτό, κάπως σκούρο, τόσο ομαλό, χάιδεψα το λαιμό του, ψηλάφισα τον κρικοειδή, έπιασα το αίμα του που ταξίδευε βιαστικό στην καρωτίδα, και έγινα ξανά προσκυνητής, τι φοβερό δώρο, το μόνο φως ανάμεσα στα δυο σκοτάδια που αφορίζουν τη ζωή, ο Θεός με έπιασε πάλι απ'το σβέρκο, το φρένο δούλεψε καλά.

-

There was a boy
a very strange enchanted boy
they say he wandered very far
very far
over land and sea
a little shy
and sad of eye
but very wise was he
and then one day
one magic day he passed my way
and while we spoken of many things
fools and kings
this he said to me
the greatest thing
you'll ever learn
is just to love
and be loved in return.

Ribes uva-crispa

Φτάνω στο Φλένσμπουργκ αργά το απόγευμα. Βρίσκω πάρκην μπροστά στην προμενάντε. Ο Ε., μόνιμος κάτοικος της περιοχής άστεγος και πολύ σοφιστικέ, κάθεται με περιποιημένη την άσπρη κοτσίδα και καλοξυρισμένος όπως πάντα στο κόκκινο στράντκορμπ πίσω απ'το θάμνο. Το ποδήλατό του φορτωμένο με την περιουσία του σαν μικρό βουνό στέκεται δίπλα. Στο διαμέρισμα δεν είναι κανείς. Μυρίζει λαδομελάνια και καπνό. Ανοίγω τα παράθυρα πίσω μπρος για Stoßlüften, έχει ζέστη, το διαμέρισμα έχει φάτσα δυτικά και ψήνεται. Από τη μαρίνα ακούγεται το μικρό κουδούνισμα των ιστιοφόρων στην αύρα. Ξεφορτώνω ένα μισόκιλο χαρτοπεριέκτη λαγοκέρασα από τη σάκα μου. Έχουν ιδρώσει λίγο μέσα στη σακούλα. Τα βάζω σε ένα μπωλ να κολυμπήσουν σε ξύδι και νερό. Στο ψυγείο κάτω από κόκκινες πιπεριές και μοσχολέμονα ξαπλώνουν δυο Ντιτμάρσερ Μποκ. Κάθομαι στο μπαλκονάκι γυμνός απ'τη μέση και πάνω σαν συνταξιούχος, χαζεύω το δρόμο, τα πλεούμενα που έρχονται και φεύγουν αθόρυβα στο φιορδ, τα μαυροπούλια που τραγουδάνε δυνατά αυτήν την εποχή. Είναι η καλή μεριά της καλής μεριάς της πόλης, καθωσπρέπει γύρω από τη ναυτική ακαδημία και το άλσος του Όσμπεκταλ, με αρχιτεκτονικά γραφεία, ψηλοτάβανα κομμωτήρια, ακριβά διαμερίσματα και διακριτικά μπαρ, όλα ταχτοποιημένα και πολύ γερμανικά, σε αντίθεση με δυο τρία χιλιόμετρα προς τα πίσω, που όλα είναι χαοτικά και πολύ γερμανικά, με γκράφιττι και αφίσες για τα Κακά Παιδιά και την επόμενη έκθεση ερωτικών παιχνιδιών. Δεν έχω δουλέψει ποτέ στο Φλένσμπουργκ, αυτό κρατάει την πόλη άσπιλη. Όταν σουρουπώνει παίρνω τη μισοτελειωμένη μπύρα στο κομοδίνο και ξαπλώνω, με πλάνο να σηκωθώ σε κανένα μισάωρο και να εξέλθω, αλλά συνεχίζεται το μοτίβο του συνταξιούχου και τελικά φτάνει το πρωί. Με ξυπνάει ο Μ. που αφήνει τα κλειδιά επί τούτου με θόρυβο στο κομοδίνο της μεριάς μου.
-Τι έγινε αρχίδι; Σου'δωσε άδεια το χαρέμι;
-Πού ήσουνα γερομπινέ; Στης Κουασιμόδας;
-Ναι, σχεδόν το κάναμε.
Δε ρωτάω περαιτέρω. Τον έχω ακούσει να ξεστομίζει την ίδια φράση από τότε που ήμασταν έφηβοι, πάντα κάπως απολογητικά, λες και θα με απογοητεύσει που δε γάμησε την εκάστοτε γκόμενα. Δεν του σηκώνεται πάντα, είναι διαχρονικό φαινόμενο. Ο άνετος, εξωστρεφής, κάπως παράξενος γόης με τα ζεστά καστανά μάτια και τα ηλίθια αστεία, κι όμως με μια κρυφή αναστολή.

Ξεντύνεται ως το σώβρακο, στρίβει τσιγάρο, πηγαίνει στην κουζίνα, Haach, Prima! Stachelbeeren, bitch! Επιστρέφει με μια χούφτα λαγοκέρασα. Πίνει μια γουλιά απ'τη χτεσινή μπύρα, μισοξαπλώνει στη μεριά του με το τασάκι κινέζικη κούπα, ανάβει το τσιγάρο. Ξύνει το βυζί που έχει τη ροζέττα, επισκοπεί το μπανταρισμένο μου δάχτυλο. Τρώει και καπνίζει. Έχει σακούλες κάτω από τα μάτια που μοιάζουν με ταϋλανδέζικες γαρίδες, αλλά τα μάγουλά του είναι φράπα. Μου ζουλάει το στομάχι και στάχτες πέφτουν στο σεντόνι.
-Αδυνάτισες. ("Du hast abgespeckt.")
-Η μάνα σου μου τρώει το φαΐ.
Μου ρίχνει μπουνιά στον ώμο. Ζητάει τη μπύρα, πίνει και χώνει άλλο ένα λαγοκέρασο στο στόμα. Μου προσφέρει, νεύω όχι. Είναι θεόξινα, μου φέρνουν δάκρυα. Έχουμε πει τα πάντα ήδη στο τηλέφωνο και στις λοιπές τηλεπικοινωνίες αλλά θα τα περάσουμε όλα δεύτερο και τρίτο χέρι. Από τότε που γνώρισε την Κουασιμόδα δεν είναι τόσο τσιτωμένος. Η Κουασιμόδα, κατά κόσμον Μαγκνταλένα, έχει μια συγγενή ημιπληγία, που φαίνεται πιο πολύ στη μισή της μούρη. Το χέρι και το πόδι τα έχει προπονήσει και αν δεν είσαι ψυλλιασμένος δεν το παίρνεις είδηση, η μούρη της όμως είναι στραβή. Αυτή η εκ γενετής ατυχία ρυθμίζει τις προσδοκίες της: είναι σε σχέση με το Μ. από τον περασμένο Σεπτέμβρη και τον δέχεται όπως είναι και με όλα αυτά που έχει κρυμμένα κάτω απ'το χαλί, χωρίς σκηνές και δράματα. Παρότι τη λέμε Κουασιμόδα μεταξύ μας, είναι ομορφούλα, με μικρά τροφαντά χείλια, σταχτόξανθα μαλλιά, ωραίο δέρμα, στρογγυλό κώλο που πάντα ντύνει πολύ επισταμένα. Όταν πηγαίνουνε στους σινεμάδες για τις αρτχάουζ μαλακίες που κυνηγάει ο Μ., κάνει σχόλια της αρεσκείας του, είναι έξυπνη, χιουμορίστα, τρώει βιεννέζικο σνίτσελ με αγοράκι (σνίτσελ με μια αντζούγια από πάνω) και πίνει Geist από λαγοκέρασο, που είναι το αγαπημένο φρούτο του Μ. Το ελλειπές γαμήσι δεν είναι θέμα για την Κουασιμόδα, όπως δεν ήταν και για καμιά άλλη πριν απ'αυτήν. Σημεία τριβής υπήρχαν, αλλά ποτέ δεν αφορούσαν στο υποτροπιάζον μαλακό πουλί του, ίσως γιατί οι γκόμενές του ήταν πολύ απασχολημένες με άλλα, πιο επιβλητικά προβλήματα. Ο Μ. όμως από την πρώτη του σχέση επιδόθηκε σε αναζήτηση λύσης, δοκιμάζοντας κατά καιρούς ανορθόδοξες ιδέες, να μην τραβάει μαλακία για τρεις μήνες, να τρώει μπρόκολο μέρα παρά μέρα, να κάνει πιο πολλά βάρη και να κόψει τις αεροβικές ασκήσεις, τα πάντα τελοσπάντων παρά το προφανές. Κάποτε κουράστηκε, το πήρε απόφαση και η στιχομυθία βρήκε την τελική μορφή της: -Ναι, σχεδόν το κάναμε. -Γιατί πάλι σχεδόν; -Ε, ξέρεις τώρα πώς είμαι εγώ.

Πηγαίνουμε στο Ρόσσμανν, το καλό, εκείνο προς το Τάστρουπ. Ο Μ. μου παραστέκεται ενώ μυρίζω όλα τα σαπουνικά σαν αποπροσανατολισμένος κοκάκιας. Μου μιλάει για την Κουασιμόδα και τις σπουδές της στη βιβλιοθηκονομία και το μεταπτυχιακό στην ανάλυση δεδομένων. Κάνω μμμ. Το βράδυ πριν κατέβω, ενώ κοιμόμουν στο εφημερείο, είδα το Μ. και την Κουασιμόδα να πηδιούνται στο σαλόνι του και τα μελάνια λιθογραφίας του να χύνονται παντού και το ανακάτεμά τους να δίνει ένα ανοιχτό πράσινο ζουμί που πλημμύρισε το διαμέρισμα, το δρόμο, το Ζόνβικ, είδα το στόμα της Κουασιμόδας να αναβλύζει ένα αρωματικό υγρό που ήξερα πως ήτανε λικέρ από λαγοκέρασο, και τότε αυτή γύρισε προς το μέρος μου και μου έκλεισε το μάτι καθησυχαστικά. Κάποτε μια πρώην του Μ. μας είχε πει σε μια αναρχομπυραρία στο Ζανκτ Πάουλι με βαθιά αγανάκτηση Δεν έχετε ιδέα από φιλία! Και είχα αρπαχτεί Τι ξέρει μια γκόμενα από φιλία; Είχε γυρίσει στο Μ. -Τι λες εσύ; Δεν είσαι φεμινιστής τώρα; -Δε θα σώσω εγώ τον κόσμο, μωρό μου., και μου έκλεισε το μάτι καθησυχαστικά όπως συνηθίζει, ίσως από εκεί να το έκοψε και το επικόλλησε ο νους μου πάνω στη μούρη της Κουασιμόδας στο όνειρο.

Ο Μ. θα πεθάνει με τη ροζέττα του τετραδίου μου πάνω από το αριστερό βυζί του. Εκεί βρέθηκε το συγγραφικό μου αστέρι στο ζενίθ του, αυτός ήταν ο μεγαλύτερος αντίκτυπος που θα έχουν ποτέ αυτά τα άχρηστα κατεβατά. Όλα τα υπόλοιπα είναι υποσημειώσεις, κωλόχαρτα για σκατωμένο κώλο. Όταν είχα γράψει το πρώτο μου βιβλίο, καθίσαμε ένα βράδυ στο διαμέρισμα που νοίκιαζε στο Μπάρενφελτ, έκανε πολλή ζέστη, ήμασταν και οι δυο γυμνοί, ο καπνός καθόταν ακίνητος κοντά στο ταβάνι. Ο Μ. έκοψε τα χαρτόνια για τα εξώφυλλα στο χαμηλό τραπέζι του σαλονιού που έχει ακόμα. Ήταν πολύ περήφανος που είχα καταφέρει να γράψω ολόκληρο βιβλίο. Ράψαμε τα κουάρτα με κλωστή και βελόνα σε ένα υπόγειο εργαστήριο τέχνης και τυπογραφίας στο κέντρο. Σκάλισε τις μήτρες για να τυπώσουμε τον τίτλο, κολλούσαμε τις ράχες, τα βάζαμε στην πρέσα, ήταν στο στοιχείο του, χαιρόμουν να τον βλέπω να δουλεύει. -Αλλά γιατί δεν το βγάζεις με το αληθινό σου όνομα; -Δε θέλω να πάρω ρίσκα με την πουριτανίλα. -Ντρέπεσαι παθολογικά. -Με ξέρεις ντροπαλό; -Μερικές φορές δε σε ξέρω καθόλου. Και όταν θα παίρνεις τα βραβεία, πώς θα συστήνεσαι; -Ποια βραβεία ρε καθυστερημένο; Δεν καταλάβαινε. Ούτε κι εγώ καταλάβαινα. Βρεθήκαμε στο νησί αργότερα, στο παρκάκι του Löwenhöhle, ξαπλώσαμε στο γρασίδι κοντά στις ξύλινες φιγούρες. Κάποια στιγμή σοβάρεψε και είπε: Διάβασα το βιβλίο σου. Είσαι πούστης δηλαδή; Πάνω που ετοιμαζόμουν να επαναστατήσω άρχισε να γελάει, ε, να μη λέμε τα αυτονόητα.

Η κυρία Silke, η μάνα του Μ., άκουσε από κάποιον που άκουσε από κάποιον πως ο Μ. μπορεί να έχει πέσει θύμα διαφθοράς. Το αργκουμέντο; Τα βαμμένα νύχια του. Πώς δεν το είχε πάρει είδηση νωρίτερα, για όνομα. Το βουλοκέρι του εγκλήματος, κάποιος που δουλεύει με τα χρώματα, σκοτώνει χρόνο με τα χρώματα. Η κυρία Silke έκλαιγε ένα χειμωνιάτικο βράδυ πάνω από τα λογιστικά της και ρωτούσε τον εμβρόντητο Μ. πόσο φίλοι είμαστε. Πόσο φίλοι είστε; και τα δάκρυα ποτάμια. Ένα ανάλογο χειμωνιάτικο βράδυ ο πατέρας μου έλεγε με εκείνη την υπηρεσιακή φωνή του ψυχιάτρου ενώ η τηλεόραση έπαιζε μεταγλωττισμένη αστυνομική περιπέτεια Viel wird geredet. Die Klatschtanten lassen sich darüber aus, dass ihr zu eng befreundet seid. Ναι, zu eng befreundet, και όπως πάντα με ρωτούσε χωρίς να με ρωτάει. Δεν ήμασταν δεκαπέντε, είχαμε πατήσει τα τριάντα, τόσο άργησε το υποτιθέμενο μαντάτο να φτάσει στο νησί. Ο Μ. μεταχειρίστηκε τη μάνα του όπως κάνει από τότε που θυμάμαι, μισοσοβαρά μισοαστεία, σαν να είναι και λίγο χαζή. Το επόμενο βράδυ του περιστατικού πέρασα απ'το σπίτι τους, και όταν μας είδε ξανά παρέα η κυρία Silke κατάλαβε πόσο ηλίθια ήταν η φρίκη της. Ο πατέρας μου δεν ήταν ποτέ τόσο μικροαστός. Περιορίστηκε στα πρακτικά και όταν έλυσε τις απορίες του επέστρεψε στην αστυνομική περιπέτεια και στα αλατισμένα πήνατς, που του πέφτουν και τα ψάχνει στις χαράδρες του καναπέ.

Περιμένουμε στην ουρά να πληρώσω στο Ρόσσμανν. Τρίβω τα μάτια και τη μύτη και ζουμιάζω από τα αρωματικά. Ίσως και να το παράκανα. Ο Μ. κρατάει τον περίεργο πλαστικό περιέκτη με τα καθαριστικά και το κοψοχρονιά αντιηλιακό ενώ φυσάω τη μύτη μου. Κοιτάει τα πολύχρωμα αναψυχτικά στα ψυγεία κοντά στο ταμείο. Με ρωτάει κάτι αλλά δεν ακούω, για μια στιγμή νομίζω μου μιλάει δανέζικα (που δεν ξέρει).
-Τι;
-Αν ο Καπιτέν σου έδινε εντολή να γαμήσεις στο πλεούμενο, πόσους θα γαμούσες; Τους μισούς; Τα δυο τρίτα;
Η μάνα και η κόρη που στέκονται εμπρός μας στην ουρά γυρνάνε και ρίχνουνε ένα μάτι και στους δυο μας, και μετά βλέπουν η μια την άλλη.
-Κανέναν.
-Γιατί; Δεν έχει εμφανίσιμους ο κλάδος;
-Γιατί δεν είμαι πούστης.
-Τον καινούριο Μ. πώς τον δικαιολογείς;
-Εσένα πώς σε δικαιολογείς; Στην Κουασιμόδα είπες τίποτα για τον κώλο σου;
-Τι αρχίδης είσαι! ("Was für ein Scheißkerl!")
Σήμερα δεν είναι καζουρίτσα όπως συνήθως. Οι τόνοι ανέβηκαν και έχουμε γίνει θέαμα. Ο ταμίας με το πιο κοντό κούτελο στο Σλέσβιχ - Χόλστειν περιμένει αμήχανος. Ο Μ. είναι θυμωμένος, πληρώνει τιμωρητικά τα καθαριστικά και το κοψοχρονιά αντιηλιακό μου και δε λέει τίποτα σε όλη τη διαδρομή. Κατεβαίνει από το αμάξι και βροντάει την πόρτα. Του φωνάζω απ'το παράθυρο:
-Wo Rauch ist, da ist auch Feuer!
-Verpiss dich!
-Wo Rauch ist, da ist auch Feuer, nicht wahr?
-Hier is' nur Scheiß. Fahr vorsichtig.
-Moin.

Όταν φτάνω σπίτι στη Δανία, μου'χει γράψει das wollte ich nicht και ένα κατεβατό απολογίας. Ο Μ. θα πεθάνει με τη ροζέττα του τετραδίου μου πάνω από το αριστερό βυζί του, το οποίο έχω ασπαστεί πολλές φορές, τόσες που μπορώ να τη σχεδιάσω από μνήμης. Δε μιλάω για πουστλίκια, μιλάω για τον αδερφό μου.