© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

באַשערט‎

Το αμάξι απροθυμά να πάρει μπρος, το ακούω πίσω από την ψευτοπαραδοσιακή κουρτίνα εκεί που κάθεται η αλόη που έχει κοκκινίσει από ντροπή. Όταν παίρνει το μαρσάρεις ακριβώς όπως σου έχω πει να μην, οι ρόδες ξεκουνάνε τα χαλίκια που έφερα βουνό και τσουγκράνιζα ένα Σαββατοκύριακο αφότου έλιωσαν τα χιόνια, φεύγεις σαν κυνηγημένη και κάτω στο ισιάδι πρώτη τρίτη πέμπτη όλες τις ταχύτητες σπασμένες οδηγάς σα δεκαεννιάχρονος αγρότης με μεταχειρισμένη σαραβαλομπεμβέ και μικρή πούτσα όταν πρωτοήρθες εδώ το παράπονό σου Όλοι οδηγάνε τόσο κοιμισμένα που δεν έχω ποιανού τη φάρα να γαμήσω και τα παραδοσιακά μπινελίκια περιήλθαν σε αχρηστία, τελοσπάντων ξέρω πού πηγαίνεις πηγαίνεις στο Μπέλλινγκε και εκεί θα πάρεις το Μίκαελ ή Μιχάλη όπως τον λες από τη δουλειά, θα πάτε στο κουτσοχώρι του, θα πας 120 στα 90 και θα κάνετε καλαμπούρι για τα ραντάρια αλλά 40 στα 50 γιατί όλα κι όλα δε θέλετε να πάτε και φυλακή, θα πιεις μια Odense Pilsner ενώ ο Μιχάλης θα κάνει μπάνιο στα γρήγορα, θα εμφανιστεί ένας άλλος με καθαρά χέρια και μασχάλες που μοσχομυρίζουν 1 MILLION ή κάτι τέτοιο τσομπανοτραβόλτικο, θα πάρετε τις μπύρες και τα σνακς και θα οδηγήσετε, δεν ξέρω αν θα είναι αυτός ή εσύ σ'αυτό το γύρο, ως τις δανέζικες Άλπεις που είναι δεκαπέντε χιλιόμετρα δρόμος, θα παρκάρετε δίπλα από το σκυλόδασος με τα ψηλά δέντρα και την ωραία θέα, τσιγαράκι, μπυρίτσα, πατατάκια, και άλλα τέτοια υποκοριστικά, ο Μίκαελ είναι κοντός, στο ύψος σου, χειρώναξ στην ακμή του, με στρογγυλούς μύες και κιτσοτατουάζ σταυρό στο δεξιό βυζί και μανίκι με νεκροκεφαλές αραχνοϊστό και ένα ρολόι στο δεξί χέρι, είναι βλαχόφατσα, έχει την πιο πλακέ προφορά εδώ την ειδική της Φιονίας και όταν τον ακούω να σου μιλάει στο τηλέφωνο πάντα τον δουλεύω από δίπλα και γελάς, αλλά τώρα ο Μίκαελ χαίρεται τη γλώσσα σου στα στενά του χείλη, τρίβει τα λίγα γένια του στα απαλά σου μάγουλα, σε κοιτάζει μες στα μάτια και σου λέει κάτι απαγορευμένο προφέροντας το όνομά σου ύποπτα σωστά, με περισσή σπουδή, σχεδόν με σεβασμό πιστού, και χαϊδεύεις τα βυζιά του και φιλάς τον άσπιλο λαιμό του και χωράτε τόσο όμορφα στο πίσω κάθισμα και χωράτε τόσο όμορφα ο ένας μες στον άλλον και από δυο χωριά χωριάτες Faaborg και Σταυρός και kryds και tværs γραφτό από αρχαιοτάτων χρόνων στα εγχειρίδια της φυσιολογίας... o mayn basherte.

Ever wonder 'bout you and me
at the bottom of the sea,
while both our souls set sail?

You ever think about both our mouths
'round the barrel of a gun?
Make it fast, won't feel a thing.

MODT. 7 / Αιφνίδια δύσπνοια

25.04.21 / 

Δουλεύω τρίτο εικοσιτετράωρο σερί, είμαι στο πλατύσκαλο της ψύχωσης, είμαι άπλυτος, έχω αλάτια στο κούτελο, τα γυαλιά είναι πιτσιλισμένα με διάφορες αηδίες, έχω κοιμηθεί αποσπασματικά τέταρτα και μισάωρα και λίγα δίωρα εδώ κι εκεί, ο ήλιος που μπαίνει απ'τη τζαμαρία της γωνίας με σκοτώνει, δε μπορεί να λάμπει ήλιος μέσα σ'αυτή τη μαύρη τρύπα, είναι έγκλημα πολέμου, τα χείλια μου έχουνε ξεπετσιάσει κάτω από τις μάσκες και στη γωνία έχει ανοίξει μια μικρή πληγή, αν χτυπήσει το τηλέφωνο άλλη μια φορά θα το ρίξω στη χέστρα και θα το χέσω και θα το κατουρήσω, η ραχοκοκκαλιά μου καίει, σπρώχνω τη βαριά πόρτα και μπαίνω στο MODT. 7 σαν ζωντανός νεκρός με μάτια ανοιχτά που κοιτούν αλλά δε βλέπουν, πιάνω ένα ζευγάρι γάντια μήντιουμ από τη ραφιέρα δίπλα στο λαβομάνο, αυτόματος πιλότος, Τι έχουμε εδώ; -Αιφνίδια δύσπνοια, λέει η αρχινοσοκόμα από δίπλα από το μόνιτορ, η άλλη κάτι πασπατεύει στα ντουλάπια, τραβάω το βλέμμα από το απλανές και τότε βλέπω στο κρεβάτι του MODT. 7 τον ΑΛΜΠΕΡΤ, το ροδαλό του πρόσωπο χλωμομπλαβί, σκεπασμένο με το αναθεματισμένο κουβερτάκι των αρρώστων, από κάτω φοράει ακόμα το κωλάν της ποδηλασίας με τη διαφήμιση CASTROL, το οξύμετρο στο δείκτη, Άλμπερτ, λέω το όνομά του πολύ γερμανικά με κάθε γράμμα στη θέση του, όχι δανέζικα με το πλαγιαστό άλφα και μαλακό ταυ, Άλμπερτ, δυο φορές, χαμογελάει, δε μπορεί να πολυμιλήσει, πετάω τα γάντια και τη μάσκα στο πάτωμα, δεν τα χρειάζομαι για τον αγαπημένο μου ορθοπεδικό, οι διασώστες δίνουν αναφορά, τον βρήκε ταξιτζής πεσμένο στο Μπρανεκίλε, πονούσε πολύ, του δώσανε Κομπιβέντ και Φεντανύλ και οξυγόνο στη Χάντσον αλλά ρίχνει συνέχεια κορεσμό, υγιής κατά τα άλλα, κρίση άσθματος, έμφραγμα; Να το προνοσοκομειακό καρδιογράφημα, -Μια ηπαρινισμένη σύριγγα δώσ'τε μου, είμαι ακόμα ηγούμενος εδώ πέρα, -Τα αρχικά σου; αυτός είναι ο διασώστης ένα με το ηλεκτρονικό σημειωματάριο στο χέρι, η δεύτερη νοσοκόμα μου περνάει με μια κίνηση τη σύριγγα, μια βαμβακόμπαλα και δυο πακέτα οινοπνευματοπανάκια, διαλέγω μεριά στην τύχη, με το ένα χέρι του κρατάω την παλάμη που με εκπλήσσει τόσο κρύα που είναι, με το άλλο τη σύριγγα σαν βελάκι στην κερκιδική, το αίμα παχύ και σκούρο, την κρατάω πίσω από κεφάλι μου και κάποιο άλλο χέρι την παραλαμβάνει, -Θέλετε ακτινογραφία επί τόπου; ρωτάει η αρχινοσοκόμα έτοιμη με το τηλέφωνο για να παραγγείλει, γνέφω όχι, το οξυγόνο είναι στα 15 λίτρα αλλά ο Άλμπερτ είναι μελανής, ακροάζομαι με το πουτανιασμένο στηθοσκόπιο που έχει ακούσει πνευμόνια και καρδιές που από το πλήθος τους έχασαν την αξία τους, σιγή δεξιά, σημεία κόπωσης στο καρδιογράφημα, -Έχεις πνευμοθώρακα υπό τάση, Άλμπερτ, θα σε πονέσω αλλά όλα θα πάνε καλά, η δεύτερη νοσοκόμα έχει ήδη ετοιμάσει το κιτ για Μπυλάου, η φωνή μου στο τέλος της πρότασης σβήνει και εξαφανίζεται και κάπως εξαφανίζομαι μαζί της, ο Άλμπερτ είναι γαντζωμένος από μένα με τα μάτια, -Να μην περιμένουμε τα αέρια; ρωτάει η αρχινοσοκόμα, γνέφω πάλι όχι, σέρνω το στρογγυλό σκαμπώ με τις ροδούδες, κάθομαι και κάνει παφ, πιάνω τα πλευρά, τέταρτο και πέμπτο, μέση και οπίσθια μασχαλιαία γραμμή, πάντα από πάνω, οι τραυματιοφορείς φεύγουν, αποστειρωμένα γάντια για πρώτη φορά με μόνο νοιάξιμο για τον άρρωστο και όχι για τη σωτηρία του κορμιού μου, χλωρεξιδίνη κίτρινη λεμονιά, τρέχει εδώ κι εκεί, λερώνει τα σεντόνια, δεν έβαλα πεδίο, ποιος το γαμάει, λιδοκαΐνη για την παρηγοριά, δεν περιμένω να πιάσει, νυστεράκι γυμνό, τομή, μια σταγόνα αίμα και ένα ρυάκι ιδρώτα από το σβέρκο μου ως την οσφύ, λαβίδα Κέλλυ, λίγο ακόμα αίμα, πονάει, σφίγγει τα τρυφερά του βλέφαρα, πφφφ ξεφύσημα και ο Άλμπερτ παίρνει ήδη χρώμα, δάχτυλο στην τρύπα, ε, ναι, έχω μεγαλώσει πια και δεν ντρέπομαι να πω για τα παρά φύσιν πάθη μου, δεν είναι η πρώτη μας φορά με δάχτυλα και τρύπες, παροχέτα και κονέ στο κιβωτιάκι του Μπυλάου, φυσαλίδες όπως πρέπει, ράβω στα χείλη, κολλάω το παραθυρένιο γαζοπλάστ, έχουμε πολυτέλειες εδώ, οι σφύξεις πέφτουν, το αλάρμ το βουλώνει, βγάζω τα αποστειρωμένα γάντια και του πιάνω το χέρι, οι νοσοκόμες συμμαζεύουν γύρω, -Το ήξερα πως είσαι καλός. Είσαι καλός, λέει, δεν κολακεύομαι, θρυμματίζομαι, γκρεμίζομαι σαν αμμόπυργος, ακουμπάω το κούτελο στο στομάχι του και με ξεφτιλίζει ένα ανεπανάληπτο γοερό κλάμα με χοντρά καυτά δάκρυα που με τραντάζει ολόκληρο, μου χαϊδεύει το κεφάλι και το οξύμετρο πιάνεται στα μαλλιά μου, η αρχινοσοκόμα με πιάνει από τον ώμο και με ρωτάει αν θέλω να βγω έξω, ακούω τον Άλμπερτ που λέει Περάστε εσείς έξω, παρακαλώ, και είναι η φωνή που έχω συνηθίσει στο κάτεργο, εύθυμη και ζεστή και πάντα με λίγη αστειευτική απορία στο τέλος, οι αδυναμίες μου με έχουν περικυκλώσει στρατηγικά και δεν έχω πού να κρυφτώ, σήμερα το πρωί μπανιαρισμένος παρφουμαρισμένος με τα πολιτικά μου με ένα σακούλι σπιτικά κουλουράκια και ένα μάτσο ζουμερές μανόλιες από το μαγαζί δίπλα στο ΝΕΤΤΟ, η αρχινοσοκόμα με πετυχαίνει στο διάδρομο, Μα έπρεπε να καλέσετε άλλον αφού γνωριζόσαστε, έπρεπε να προσέξετε και τον εαυτό σας γιατρέ, με τρομάξατε πολύ. -Χε-χε, η απάντησή μου, χε-χε, ό,τι πιο έξυπνο είχα να πω, τα μάγουλά μου παίρνουν φωτιά, ντρέπομαι φυσικά, αλλά αφού μπόρεσα αυτό, μπορώ τα πάντα, πού να σου γαμήσω για συναισθήματα, τώρα μπορώ τα πάντα, έτσι λέω, και μόλις τον βλέπω στο κρεβάτι με παίρνουν πάλι τα ζουμιά.

Cape Tribulation






ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΥΤΕ ΕΜΠΟΔΙΟ ΟΥΤΕ ΜΟΝΟΠΑΤΙ

Όταν κάνεις δυο βήματα πίσω και σε κοιτάξεις στον καθρέφτη ξαφνικά δεν είσαι τόσο σιχαμένος, και ο καθρέφτης είναι λιγότερο σταγμένος, όσο απομακρύνεσαι οι φόβοι σου μικραίνουν και μικραίνουν ώσπου χάνονται στον ορίζοντα, κι εσύ μικραίνεις και μικραίνεις ώσπου χάνεσαι στον ορίζοντα
και δεν υπάρχεις για κανέναν, και κανένας δεν υπάρχει για σένα,
ἔσται γὰρ τότε θλίψις μεγάλη οἵα οὐ γέγονεν ἀπ' ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ' οὐ μὴ γένηται.

Η κλίμακα του χάρτη είναι η λίμα του φυλακισμένου.

x

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΜΠΟΔΙΟ, ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΠΑΤΙ

Το φως φτιάχνει τοπία μυθικά, το θαλάσσιο χιόνι σκόνη στις δέσμες του ήλιου ένα ήσυχο μεσημέρι, οι φυκιάδες χορεύουν πάνω στην άμμο και η μουσική του κόσμου σε βρίσκει από το έξω νερό στο μέσα νερό, 
αίμα, λέμφος, αλάτι και νερό, 
όσο βυθίζεσαι το τίποτα ολοένα ασθενεί, στον σκοτεινό πάτο γίνεσαι μυστικό, γίνεσαι τα πάντα και για πάντα, και το αίμα και η λέμφος και η ψυχή και το χούι θαλάσσιο χιόνι σκόνη σε αλάτι και νερό,
ἀπειλησώμεθα αὐτοῖς μηκέτι λαλεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ μηδενὶ ἀνθρώπων.

Ακτή και ακτή και ανάμεσά τους ζωή μακρά.

'Εσω, εσώτερα, εσώτατα

 






Έξω, έσω, εσώτερα, εσώτατα

ο κόσμος και το τσόφλι του
μεμβράνες και υμένες και άλλα ζεστά υφάσματα

τα μυστικά της γύμνιας είναι στις ραφές
στα παρωνύχια στις άλω στο σιωπηλό κιννάβαρι

συν τω χρόνω τα μάτια γυρίζουνε σωστά προς τα ανοιχτά
ο φάρος σπέρνει μέρα στο ανεξερεύνητο των σπλάγχνων
 
η προπατορική ντροπή καίγεται στο φως
ναι, είσαι γυμνός
na und?

αμαρτάνοντας νερώνονται τα εγκλήματα κι αγιάζεις.

Το πρόβλημα με άντρες σαν κι εσένα είναι πως έχετε πολλά να πείτε
αλλά είστε σφιχτοχείληδες

το πρόβλημα με άντρες σαν εμένα είναι άντρες σαν εσένα
ρίζες που δε φοβούνται παγετούς, αφοσίωση και πίστη
έχει ο Θεός να δίνει

ισόβια περιπλάνηση αλλά να
τα μάγουλά σου μυρίζουν σπίτι
κι όταν παίρνω βαθιές ανάσες δίπλα τους πάντοτε επιστρέφω.