© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Μεσοβδόμαδο

telefonen
den ringer og ringer
jeg tager den ikke
jeg ved det er dig

ville gerne
høre din stemme
men jeg har ikke noget at sige

/

allein ist es mir leichter dich und dich zu ehren
meine Geliebte linke ich in Gedanken ebenso
nun warten wir gespannt
bis wir uns ein Paar verklemmte hej und wie gädz und vielleicht lad mig røre dig austauschen
(deine neue Sprache kann ich noch nicht so gut)
kann ich? Darf ich? Du kannst. Du darfst. Das kennen wir durch unseren Neid schon

/

τη Δευτέρα το μεσημέρι η χτένα μου έπεσε στη χέστρα. Όλο λέω θα κουρευτώ γουλί
κι όλο μου λέει, όχι σε παρακαλώ
μα έχω κουραστεί από αυτή την ιστορία

Staub

Für B.



Ist es dunkel in diesem sinnlosen Kopf zu leben?












Die Weisheit ist schon belanglos, unsere Entstehung in Zeit, Raum, Geschicht' und Blut verloren, bei mir zuhause gibt's nur Schlaf und Tod zum Einen, beste beste Grüße aus dem Dresdner Elbtal aber die besten besten Grüße sehen so kläglich aus, so verschollen, daß es nicht lohnt. Die Explosion bringt eine Getöse mit, alle Städte verlieren ihres Licht im Sommer. Er sagte, Gott beobachtet uns nicht. Ich wurde wütend, das Recht hat er nicht über Gott zu reden, vor meiner Praxis, vor meinem Haus. Es wäre ihm bequem, wenn Gott blind wäre aber Gerechtigkeit ist etwas völlig anderes. Die Morde, die hier statt gefunden haben, gelten als schlimme jedoch verzeihliche Fehler. Meine Insel wächst im Rahmen von Salz und Meer, sie wachste immer so -dies hier Pünktchen ist die ganze Welt und schluckt all das Wasser der Erde und hat noch Durst. Die Frau aus dem Osten hat dünne Augenbrauen, helles Haar und starken Akzent. Wir verstehen uns doch kaum, der Blick bedeutet nichts außer dem Genuss. Die Bewunderung ist seicht da tief im Körper, dauert wenig und ebbt bald ab wie Regenfälle im Spätoktober. Am Ende kehr ich mal nur heim, in meiner schmutzigen Kleider, mit meinen sauberen Händen, und biete meine Scheißdienste mit allem Respekt an. Susa lächelt, veranlasst daß ihr Mann mir Essen bringt (Hast du das gehört? Ihr Mann ist tot und lässt sie grüßen. Ihr Mann ist tot und lässt sie grüßen.), pflegt ihre Blumen trotz der Dürre, verständlich, sie wohnt ganz oben, an der Spitze, hat einen traumhaften Blick auf die Meerenge die brennt, vor ihr die Nacht, das Volk, der Wald, das Schlechtwetter, alle treiben geräuschlooos auf der Straße von Otranto, vor ihren Augen die ganze Insel vergeht, das Festland verzehrt ihre Erwartung peu à peu, böse von Küste zu Küste.
Der jammernde Mann, Gott er selbst, die Russin, Susa, die Leiche, der Bürgermeister, mein Beruf, meine Bildung, Tiere, Schlangen und Natur... nun bringen sie mir die Flötentöne bei.
Aber ich
bin
T A U B

Don't worry about me baby.




///

Hvis bare jeg kunne hænge i min mors skørter

Σε ορισμένα μέρη, ορισμένες ώρες, όταν κοιτάς τη θάλασσα είναι σα να πίνεις δηλητήριο.

V. H.


Φτηνές συγκινήσεις, ακριβές συγκινήσεις Τ. 2

ΦΤΗΝΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Ο ήλιος με βρίσκει κατάφατσα κάθε πρωί στις έξη. Το νησί είναι τόσο μικρό που μοιάζει με καράβι. Η υγρασία γλείφει τα πάντα. Η πετσέτα η χτεσινή κάνει δυο μεσημέρια να στεγνώσει. Οι ασθενείς τα ξέρουν όλα. Δεν έχω τίποτε καινούριο να τους πω, ούτε και θέλω. Κουβαλώ το ηλίθιο κεφάλι μου στο σπίτι εδώ, στο σπίτι εκεί και παίζω την παράσταση του μικρού καθηγητή. Μετρώ σφυγμούς, μετρώ αναπνοές, μετρώ τις μέρες που απομένουν, και με ακρίβεια λεπτού χάνω το λογαριασμό. Κάθε φορά που χτυπάει το τηλέφωνο, είμαι σίγουρος πως κάποιος πάλι ψευτοπεθαίνει. Σπάνια σπαρμένη στους κατά φαντασίαν ασθενείς όμως είσαι εσύ, ή ο πατέρας που καλεί ανάμεσα στο ένα και στο άλλο πολιτισμένο περιστατικό (βλέπει τριάντα στο οχτάωρο, βλέπω εφτά). Ξαφνικά η χάλκινη γραμμή έχει χωρέσει όλη τη Γερμανία διπλωμένη σαν το πανάκι που καθαρίζεις τα γυαλιά. Η τάση φυγής με ακολουθεί ακόμα και όταν φεύγω, και τώρα τουλάχιστον έχω καταλάβει: η θεραπεία είναι η επιστροφή.

ΑΚΡΙΒΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Η λάμψη των ματιών της Ν. όταν με καλημερίζει την κάνει να μοιάζει με παιδούλα. Μου φέρνει λουλούδια κάθε Τρίτη και Παρασκευή. Τα πετάω από το παράθυρο του υπνοδωματίου. Έχει χτιστεί ένα νεκρό βουνό από γαρύφαλλα και ορτανσίες που σαπίζουν πάνω στα άγρια χόρτα. Τα κύματα γυρίζουν σαν κορδέλες όταν τα βλέπω κάτω από το νερό. Ο ήλιος σκεδάζεται στους μικρούς στροβιλισμούς της άμμου. Αν από τα εφτά μέτρα αργήσω να ανεβώ για αναπνοή, η καρδιά μου βραδυπορεί, βραδυπορεί ώσπου αρχίζω να ξεπλένομαι από τα δάχτυλα προς το κέντρο. Οι καπεταναίοι της περιοχής είναι πρώτοι στο κέρατο και στο κακό τιμόνι. Τα μισά βράδια φεύγουν ήσυχα παρέα με ανθρώπους που φυτρώνουν απ'το χώμα. Η μία γάτα πέθανε έναν αιφνίδιο θάνατο. Την πέταξα στην τάφρο με τα φύκια. Το βιβλίο που είχε αφήσει η γκόμενα του Δ. δίπλα στο κρεβάτι που της πήρε την παρθενιά είναι το μοναδικό που ακόμα μπορεί να με δακρύσει. Τώρα κάθε τρίτη νύχτα κοιμάμαι σ'εκείνο το στρώμα το αιμομειχτικό. Πότε θα έρθεις πάλι για να σε συνοδέψω στα καντούνια να κοιταχτείς με τον άντρα που αρέσει και στους δυο; Πότε θα πιω μια σόδα απέναντι από το μαγαζί; Πότε θα ξαναφύγω; Είδα ένα πεφταστέρι κι έκανα μια ευχή. Τις Τετάρτες προσεύχομαι. Τα Σάββατα δουλεύω. Ο Θεός να συγχωρεί.