Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς... κάθε πρωί στο δρόμο για το νοσοκομείο το παιδάκι έλεγε την προσευχή στο ράδιο και εκείνη ήταν η ώρα που σκεφτόμουν την Ο., η ώρα της προσευχής. Δυο λεπτά μετά ξεκινούσαν τα Πρωινά του Τρίτου, και ο κόσμος προχωρούσε. Αυτό ήταν τότε.
Θέλω να βρεθούμε. Μένω στο Κάμπινν από τις 28 ως τις 31.
Η πόλη είναι ακατάλληλη για την Ο. Έχω ζήσει σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και δε μπορώ να σκεφτώ πόλη λιγότερο κατάλληλη γι'αυτήν. Είναι μια πόλη νεόκοπη χτισμένη τελεολογικά στα μέσα του 1800 για να λειτουργήσει ως λιμάνι της δυτικής ακτής που λόγω γεωγραφίας και τεχνικών δυσκολιών δεν προσφερόταν ιστορικά. Είναι ένα γκρίζος λεκές στο χάρτη με πληθυσμό χαμηλής μόρφωσης που απασχολείται επί το πλείστον στη βαριά βιομηχανία και τη ναυτιλία. Όταν πρωτοήρθα εδώ, ο Ρούνε μου είπε: Καλωσήρθες στην κωλότρυπα της Δανίας. Και είχε δίκιο.
Το Κάμπινν είναι ένα κωλοχανείο κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό. Το προτιμάνε οι δουλοπάροικοι των οφφσόρ. Πάντα στέκονται δυο τρεις αποπροσανατολισμένοι Πολωνοί έξω από την κύρια είσοδο, καπνίζοντας και ψάχνοντας ταρίφα ή μαρκέτα. Είναι στο δρόμο με τα κωλόμπαρα και τις παμπ, εκεί που τα χαράματα η άσφαλτος είναι σπαρμένη κάτουρα και φύσιγγες υποξειδίου του αζώτου.
Τη σκέφτομαι όπως την είδα τελευταία φορά το '17, με τα φροντισμένα στιλπνά μαλλιά της, τα κομψά ρούχα της άλλης εποχής, τα κομψά της ποδαράκια μέσα στα τακούνια με τη μπαρέττα, να στέκεται έξω από την κύρια είσοδο του Κάμπινν, στο χιλιοφτυμένο και ξερασμένο πλακόστρωτο, δίπλα στους Πολωνούς γκαστάρμπαιτερ που γαμάνε Ταϋλανδέζες πουτάνες στα υπόγεια των μονοκατοικιών λίγο έξω απ'το κέντρο, τη σκέφτομαι και μου γυρίζει το στομάχι.
Ξέρω πως είναι κακή ιδέα, όχι τόσο για μένα, αλλά γι'αυτήν. Θέλω να της γράψω να μην κάνει βλακείες και να γυρίσει στην Άλτονα αμέσως. Κάθομαι στο άδειο τμήμα με την ψωραλέα γιορτινή διακόσμηση, έχω το κινητό στο χέρι και το σκέφτομαι. Ναι, μου φαίνεται αξιοπρεπής επιλογή. Lass den Quatsch. Geh nach Hause. Για μια στιγμή περνιέμαι για ώριμος και υπεράνω. Αλλά δεν ήρθε ως εδώ για να μου πει πως έχω δίκιο. -Tue es nur ja nicht. Bitte.
Της έκλεισα ραντεβού στη Βασίλισσα Λουίζε. Ήταν το μόνο μέρος ανάπαυλας απ'την παρακμή που μπόρεσα να σκεφτώ. Φεύγω από τη δουλειά αργοπορημένος. Όταν φτάνω περιμένει στην πλατεία. Φυσάει έντεκα μποφόρια. Tαχτοποιεί νευρικά τα μαλλιά της. Λέω δεν πέρασε ούτε μια βδομάδα από τότε που ήμασταν εικοσάρηδες. Την ήξερα καλά, αλλά δεν την ξέρω πια.
Με βλέπει με το ίδιο βλέμμα που με είδε όταν γνωριστήκαμε, με κάποια προσδοκία, συστολή και φόβο μαζί. Νόμιζα πως ήταν στρατηγική (ανάθεμα, ίσως να είναι στρατηγική) για να πατήσει πάνω σ'αυτήν την αντρική πιθηκένια δίψα για επιβεβαίωση, πως ναι, εμπνέεις αυτά που πρέπει να εμπνέει ένας σωστός άντρας. Δεν αισθάνομαι καμιά επιβεβαίωση. Με προκαλεί όπως με προκαλούσε τότε, αλλά τώρα μπορώ να το κρατήσω μυστικό. Παρότι το βλέμμα αυτό έχει τώρα από κάτω του τα εφτά χρόνια εκείνης της περίεργης συμπόρευσής μας, και τα έξι χρόνια που ακολούθησαν, δε μοιάζει να έχει αλλάξει.
Δε μπορώ να καπνίσω μέσα στη Βασίλισσα Λουίζε και μου κοστίζει. Παίρνω μια σόδα. Παίρνει ένα Ρίσλινγκ.
-Was nun?
Μου δίνει ένα δεματάκι.
-Für dich. Alles Gute.
-Also, danke.
Με ρωτάει για το ατύχημα (το έμαθε από τον Μ.), για τη δουλειά, αν έχω ακόμα το ίδιο αμάξι, με ρωτάει αν έχω αγοράσει σπίτι. Ζητάει να δει φωτογραφίες από την καμπίνα, από το εφημερείο, από το διαμέρισμα. Μου λέει για την ίδια της: αγόρασε το διαμέρισμα στην Άλτονα που νοίκιαζε από τη μάνα της. Δουλεύει ημιαπασχόληση στο μουσείο στην αλέα Μαξ Μπράουερ. -Κοντά στο παλιό νεκροταφείο; -Ναι. Η αδερφή της παντρεύτηκε κάποιον είκοσι χρόνια μεγαλύτερο από το Ντούισμπουργκ, έμεινε έγκυος, απέβαλε και χώρισε. Οι γονείς της μετέτρεψαν τον ξενώνα τους σε ερμπιμπί. -Ποιος τους βοηθάει με το διαδίκτυο; -Η μαμά πήγε σε επιμορφωτικό σεμινάριο για επιχειρηματίες και τα κάνει μόνη της.
Τελοσπάντων μετά την ψιλή κουβέντα και τη γενική ενημέρωση, μου δίνει το χέρι. Ήταν κάτι που έκανε τότε: έτεινε το χεράκι της με χάρη, για να το φιλήσω θεατρικά και μετά να το κρατήσω. Το αφήνω μετέωρο, βγάζω τον καπνό, ανοίγω το κουτί και μυρίζω. Κρύβει τα χέρια της κάτω από το τραπέζι και κάνει σαν να μη συνέβη τίποτα. Κοιτάζω το κουτί του καπνού, και συνεχίζω να το κοιτάζω ως το τέλος:
-Συνεχίζω να πιστεύω πως πρέπει να πας σπίτι.
-Θα πάω στις 31 όπως είναι προγραμματισμένο. Έχω πληρώσει το ξενοδοχείο.
-Τι θέλεις;
-Θέλω την άλλη μεριά.
-Ποια είναι η άλλη μεριά;
-Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως είσαι παντρεμένος.
-Κι όμως.
-Είχες πει πως ο γάμος είναι ηλίθιος.
-Είναι.
-Αλλά τώρα είσαι παντρεμένος;
-Ναι.
-Τώρα ο γάμος δεν είναι ηλίθιος;
-Είναι.
-Τότε γιατί είσαι παντρεμένος; Αφού δεν έχετε παιδιά. Θέλετε να κάνετε παιδιά;
Γελάω.
-Γιατί δεν απαντάς; Θέλετε να κάνετε παιδιά; Έχεις αλλάξει δηλαδή;
-Έχουν περάσει πολλά χρόνια. Και άγαλμα να ήμουν θα είχα αλλάξει. Κι εσύ έχεις αλλάξει.
-Πώς έχω αλλάξει; Θέλετε να κάνετε παιδιά;
-Όχι, δε θέλουμε να κάνουμε παιδιά.
-Πώς έχω αλλάξει;
-Δεν ξέρω.
-Δεν είσαι περίεργος να μάθεις;
-Όχι.
-Γιατί;
-Γιατί δε θέλω.
-Δε μ'αγάπησες ποτέ;
-Δε νομίζεις πως πρέπει να πας σπίτι; Δε σου προσφέρει τίποτα αυτό που κάνεις.
-Δεν έχεις αλλάξει. Κι ας λες στον ίδιο σου πως έχεις. Ο τόνος σου είναι ίδιος. Η έκφρασή σου είναι ίδια. Πάντα έτσι ήσουν. Με πατρονάριζες. Μου εξηγούσες τα πάντα σαν να ήμουν απλή στο μυαλό. Μου έδινες εντολές. Μου απευθυνόσουν σαν σε παιδί, όπως τώρα.
-Ωραίες αρετές, άξιζαν το ταξίδι.
-Αυτό θέλω. Αυτό μου αρέσει.
-Εντάξει, αυτό μπορείς να το βρεις εύκολα. Μπες σε ένα μπαρ, πιάσε τον πρώτο κρετίνο-
-Έχω κάνει έξι σχέσεις από τότε που χωρίσαμε. Πώς σου φαίνεται αυτό; Έχω πάει με οχτώ άντρες από τότε που με άφησες. Πώς σου φαίνεται;
-Μου φαίνεται ΟΚ.
-Δοκίμασα και το φετλάηφ.
Γελάω.
-Δε μπορώ να βρω κάποιον που να με κάνει να νιώθω όπως εσύ.
-Βρες κάποιον που να σε κάνει να νιώθεις κάτι καινούριο. Η σχέση μας δεν ήταν και τόσο καλή έτσι κι αλλιώς.
-Ήταν καλή για μένα!
-Καλή; Πήγαινε πίσω στο χρόνο και ρώτα τη νεαρότερη έκδοσή σου, που έπαιρνε τηλέφωνο και έκλαιγε από την άλλη άκρη της Ευρώπης. Έκλαιγες και έκλαιγες. Τι ήταν καλό για σένα;
-Ένιωθα ασφαλής,
Γελάω πάλι.
-Με εκείνη την παράνοια;
-Ένιωθα ασφαλής όταν ήμασταν μαζί.
-Επειδή ένιωθες ανασφαλής όλες τις άλλες ώρες.
-Πάλι το ίδιο κάνεις. Δεν ξέρεις πόσο θεραπευτικό είναι αυτό για μένα.
-Σκέφτηκες να κάνεις ψυχοθεραπεία;
-Κάνω ψυχοθεραπεία.
-Αν συμφωνήσατε πως ήταν καλή ιδέα να έρθεις να με βρεις, τότε να αλλάξεις ψυχοθεραπευτή.
-Με συμβούλεψε να σου γράψω ένα γράμμα και μετά να το σκίσω.
Δε μιλάμε για λίγο. Έχω ανακαλύψει μια περιοχή στον καπνό που μοιάζει με κεφάλι σκύλου. Στη μια μεριά του κουτιού είναι ένα σημείο που μοιάζει με παντελόνι. Προσπαθώ να σκεφτώ, αλλά η αμηχανία μου είναι κινούμενη άμμος. Το παίρνω απόφαση, σηκώνω το βλέμμα. Η όψη της ανασταίνει κάτι μέσα μου που είναι σαν κόλλα.
-Πάω να πληρώσω και θα φύγω. Θα πας στο ξενοδοχείο σου, θα κάνεις καμιά βόλτα... να πας να φας στο ΣΒ... α, όχι, θα είναι κλειστό για γιορτές. Τελοσπάντων, θα γυρίσεις σπίτι όπως έχεις κανονίσει. Θα αφήσεις πίσω σου αυτή τη χαζομάρα. Εντάξει;
-Γιατί νομίζεις πως ήρθα εδώ;
-Δεν ξέρω.
-Θέλεις να μείνεις μαζί μου ώσπου να φύγω;
-Όχι.
-Φοβάσαι πως θα την απατήσεις;
-Όχι.
-Θα με πάρεις αγκαλιά;
-Όχι.
-Γιατί;
-Φεύγω τώρα. Να προσέχεις.
-Περίμενε... Γιατί δεν έρχεσαι για μια δυο μέρες στο Αμβούργο καμιά φορά; Να μείνεις σε μένα.
-Δεν έχω δουλειά στο Αμβούργο.
-Σε έχω δει. Σε είδα τον Οκτώβρη στο Πορτουγκίζενφίρτελ.
Γελάω πάλι-πάλι αλλά ακούγεται περισσότερο σαν διαμαρτυρία.
-Να πάρει, είναι μικρός ο κόσμος, ε;
-Πού μένεις όταν έρχεσαι; Έλα και μείνε σε μένα. Να με πας βόλτα στο Ζκτ. Πάουλι μια νύχτα. Να βγούμε για φαγητό στο Τασκίνια Γκαλέγο. Να πάμε στο εβραϊκό νεκροταφείο την άνοιξη. Να πάμε στο βοτανικό...
Κλαίει. Δεν είναι και έκπληξη. Αλλά εγώ είμαι μηχανή. Την παίρνω αγκαλιά, σφίγγω το κεφάλι της στο στήθος μου, αφήνεται στα χέρια μου, ξέρω ακριβώς τι εννοεί, ξέρω ποια πείνα κατευνάζω, ξέρω τι της λείπει. Με χαϊδεύει στο λαιμό. Ίσως και να ξέρει πως δεν είμαι μηχανή.
Στο δρόμο της επιστροφής οδηγώ με τα φώτα σβηστά μες στο σκοτάδι, ώσπου ένας γέρος στο φανάρι της Στράντμπυγκάδε κατεβάζει το παράθυρο και μου φωνάζει θα με γράψουν. Όταν φτάνω σπίτι, κάθομαι μέσα στο αμάξι σε βραχυκύκλωμα: θυμάμαι τη ζεστή φθινοπωρινή νύχτα πριν εκατό χρόνια που πήγαμε στο διαμέρισμα στην Άλτονα και την πήδηξα σκαιά σαν άγριος, ξεγελασμένος από εκείνο τον τρόπο που είχε να παραδίνεται και να υποχωρεί, έτσι γοητευτικά της πήρα την παρθενιά χωρίς να το ξέρω. Μετά με κοιτούσε φοβισμένα, λες και θα τη χτυπούσα. -Τι; τη ρώτησα κάνα δυο φορές, είπε Ε, αφού ξέρεις. Δεν το είχα ξανακάνει., και με άδειασε από στομάχι. Φυσικά, ηλίθιε. -Γιατί στην ευχή δεν είπες τίποτα; -Αφού φαινόταν, τι να πω; Φαινόταν αλλά εγώ ήμουν στραβός. Σίγουρα πιο στραβός από όσο νόμιζε. Ο εσταυρωμένος πάνω από το προσκεφάλι με έκαιγε στο κούτελο. Όταν την πήρα αγκαλιά είχε ένα μακάριο ύφος, και με έλεγε τρυφερά mein netter schlimmer Finger ("το ευγενικό καθίκι"), το παρατσούκλι που της άρεσε τόσο, που έφτασε να με συστήνει έτσι. Το χέρι του Θεού που μας έφερε τον έναν απέναντι στον άλλο ήταν χέρι γεμάτο τερτίπι.
Όταν σε είδα, ήταν σαν να έβαλα το πρόσωπό μου σε μια λεκάνη με κρύο νερό.
Όταν την είδα ήταν αργά: με είχε ήδη ερωτευτεί.
Η τρυφερότητα που μου έδειχνε με έστελνε πάντα πίσω στην πατρίδα.
Μια ακριβής σύνοψη του Άμρουμ, η μειλίχια γοητεία του τόπου, ομαλή, χωρίς κοφτερές πλαγιές, χωρίς εναλλαγές, χωρίς κρυφές γωνίες. Κάποιος που ψάχνει στρείδια στα παλιρροϊκά πεδία προχωρά πάνω στη λάσπη και η λάσπη υποχωρεί. Η ζαχαρένια άμμος του Κνίπζαντ, ελαφριά σαν πνεύμα, φεύγει με τον αέρα και η γη μοιάζει ν'αχνίζει. Η ιδανική γυναίκα από τα βάθη της ιστορίας, η γη, πέφτει στα χέρια ενός κοινού άντρα, του χωρικού: αυτή θα του δωθεί, κι αυτός θα πάρει και θα πάρει ώσπου να μείνει μια πληγή. Όταν ο άντρας σταθεί να αναλογιστεί το έργο των χεριών του, θα γνωρίσει τον πόνο του λιμού. Την άνοιξη που θα'ρθει, η γη θ'ανθίσει, και οι μαργαρίτες θα φυτρώνουνε μέσα απ'τους κόγχους του κρανίου του.
Τη Χαμένη στα Όνειρά της την έκλεψα από έναν αληθινό ευγενή
την κουβάλησα απ'τα πλακόστρωτα πέρα προς το δέλτα του Έλμπε
στα σκέλια της πατρίδας
το μαλακό νερό της βροχής ποτίζει τις καστανιές
στ'ακρορρίζια το χώμα γίνεται άμμος
και εκεί αρχίζει η ακτή
που φεύγει λίγη λίγη με κάθε πλυμμηρίδα.
----
Wir sind nichts, bis wir jemandem wichtig werden.
----
მამაო, ჩვენო, რომელიცა ხარ ცათა შინა!
მუხლმოდრეკილი, ლმობიერი ვდგევარ შენ წინა:
არცა სიმდიდრის, არც დიდების თხოვნა არ მინდა,
არ მინდა, ამით შეურაცხ-ვჰყო მე ლოცვა წმინდა...
არამედ მწყურს მე განმინათლდეს ცით ჩემი სული,
შენგან ნამცნების სიყვარულით აღმენთოს გული,
რომ მტერთათვისაც, რომელთ თუნდა გულს ლახვარი მკრან,
გთხოვდე: ”შეუნდე, - არ იციან, ღმერთო, რას იქმან!”
К стопам твоим припав, о боже правый,
Я ни богатства не прошу, ни славы,
Святой молитвы осквернить не смею…
Но, благодатью осенен твоею,
К тебе прибегну я с мольбой иною:
Врагов, что нож заносят надо мною,
Прости и не ввергай в кромешный ад,—
Они не знают, что они творят!
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς!
Ταπεινός γονατίζω ενώπιον Σου:
δε ζητώ πλούτη ούτε δόξα,
μ'αυτά δε θα ατιμώσω την ιερή μου προσευχή...
Μόνο θα ζητήσω η ψυχή μου να φωτιστεί από τους ουρανούς
και η καρδιά μου να ακτινοβολήσει την αγάπη Σου
και για τους εχθρούς ακόμα που μου τρυπάνε την καρδιά,
Σου ζητώ: "συγχώρεσέ τους, Κύριε, γιατί δεν ξέρουνε τι κάνουν!"
Ilia Chavchavadze
Unterlage: Friedrich von Amerlings "In Träumen versunken", 1835.
Überlagerung: O. wahrscheinlich in Zarrentin am Schaalsee.
Heft mit Frederik de Wits "Planisphærium cœleste", 1670.