© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Soap opera truths


 

I put my soap on, the tea in the enamel cup is coming up to the lip, then disappearing, then coming to the lip again. A stray pen is rolling back and forth, stopping at its holder. Late summer weather. The silhouette of the castle of Dunnottar could show any minute now, every minute now. Yet the only thing to be seen is a vague horizon, marinating in its own sweat. We'll roll and then we'll yaw, we'll dance on the water, whatever's customary, but we'll never reach the other side. The berth is fixed, the world might be moving but I'm surely not. Stonehaven will remain a ghost, and we'll stay where we must, by the oil fields.

No one can beat me at the sport of reticence, but give me a spark and I'll make you glisten with shame. Gunpowder tea with a dash of milk from the can, the moustache takes a dive, the pen rolls off the desk onto the floor, it could be easy like that, but you are so stubborn, who'd dare stand in your way? You struck me like lightning, I made you ruin your life, a man of his word. Now I'm near Gannet and you're out there in the mud, standing in my unorthodox footsteps, where the receding waters revealed the fallen crabs and jellies. I think of you in every language I know. I think of you in my flesh, there's no thought to this thinking.

Μ Ε Σ Ο Κ Α Λ Ο Κ Α Ι Ρ Ο

גלות

Το ικτερικό φως κάνει τα μαλλιά του να μοιάζουν με φυκιάδα λιμνοθάλασσας. Η πόλη και το βράδυ της. Τα πετσιά μας γυαλίζουν. Η άσφαλτος είναι μαλακωμένη. Δεν κουνιέται φύλλο. Τον ακολουθώ, με οδηγεί πέρα από τον κεντρικό. Τα κτίρια πυκνώνουν, οι αποστάσεις μεταξύ τους μικραίνουν. Κάτι σοκάκια που δε μπορείς να τα ξεχωρίσεις από πρασιές και πισωαύλια, με τα λεχρά ρυάκια τους στην άκρη του τσιμέντου.

Είμαστε σε ένα δωμάτιο που βλέπει το άλσος. Ο ουρανός χτυκιάρης, άναστρος, χαμηλοκώλης και βαρύς, και το άλσος σαν μελανιά μες στο σκοτάδι. Τα πόδια του κρεβατιού είναι στραμμένα στο παράθυρο. Αυτός μισοξαπλώνει πάνω στα εμπριμέ σκεπάσματα, με το μαξιλάρι στον τοίχο. Το στρώμα είναι αρχαίο, από εκείνα που σε καταπίνουν. Γονατίζω στην άκρη και βρίσκω τις τάβλες κατευθείαν.

Η κλεισούρα του δωματίου περνάει στο παρασκήνιο. Το ντουβάρι πίσω από το κεφάλι του είναι γκριζωπό, δεν ξέρω αν είναι από βρώμα ή επειδή δεν καλοβλέπω. Μυρίζει πευκίλα στον καύσωνα, ρετσίνι και οινόπνευμα. Μυρίζει κάτι αποστειρωμένο, όπως οι καλές γωνιές του νοσοκομείου: το γραφείο της Σάσι της νευροοφθαλμιάτρου, το παρασκευαστήριο της κλινικής, το δωματιάκι των μικροσκοπήσεων, η βιβλιοθήκη. 

-Είναι ώρα να με φιλήσεις, δε νομίζεις;
Είναι ευπροσήγορος και ήρεμος, χαμογελαστός. Το σκέφτομαι και δε διαφωνώ, ναι, είναι ώρα να την κάνουμε τη μαλακία, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
-Ναι, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Προσπαθώ να μου θυμίζω πως ονειρεύομαι. Πιάνω το μάγουλό του αλλά δεν αφήνει καμιά αίσθηση, η αφή μου κοιμάται, φυσικά. Πρέπει να μου θυμίζω πως ονειρεύομαι. Αλλά τα χείλια του είναι πολύ δροσερά, πολύ λεία, χαμογελάνε ακόμα, τα νιώθω με ακρίβεια, και δεν ξέρω τι σκατά παιχνίδι παίζουμε η αφή μου κι εγώ. Μετακινώ το χέρι μου, και τα μαλλιά του ακουμπάνε στα δάχτυλά μου, είναι υγρά. Φυσικά και είναι υγρά, αφού ονειρεύεσαι. Φυσικά και είναι υγρά, αφού είναι φυκιάδα λιμνοθάλασσας. Φυσικά και είναι υγρά, αφού είναι μούσκεμα στον ιδρώτα.
 
Σκέφτομαι τους κάδους κάτω στο δρόμο, με τα τσίγκινα κεπέγκια τους ανοιχτά, κάδοι παλιού τύπου, ασήκωτοι, τις ψωριασμένες γάτες να κάνουν ανασκαφή στα σκουπίδια, σκέφτομαι το βόμβο της ησυχίας, τη γυαλισμένη άσφαλτο, το βήμα μας, και ξαφνικά δε σκέφτομαι άλλο, φούσκο στο δόξα πατρί, το άλσος μελανιά, η ζέστη του κορμιού του. Ο πυρετός του θέρους. Οι πόλεις γίνονται όλες κόρες της ίδιας μάνας τέτοιες νύχτες.

Το κρεβάτι βρίσκει στο ντουβάρι, νταπ νταπ νταπ, το στομάχι του κάνει γκλουπ γκλουπ, τα χέρια μου ιδρώνουν κόντρα και όταν τ'απομακρύνω αποκαλύπτεται πως το χρώμα είναι βρώμα που ξεβάφει στις παλάμες μου. Τα σκουπίζω απ'τη χακιά πόλο του και του ρίχνω μια στο στήθος χωρίς να το εννοώ. Είναι εύθυμος, νομίζω τον διασκεδάζω, όπως είθισται αυτός που χώνει είναι ο γελωτοποιός, αυτός που τον παίρνει είναι ο γαλαζοαίματος, μένει να φανεί αν θα νέψει στους φρουρούς να μ'αποκεφαλίσουν.

Πίσω από την πλάτη μου πάνω απ'το άλσος παίζουνε σαν σε γιγαντοοθόνη οι ταινίες της ρουτίνας, η τιμωρία μου απ'το Θεό, ο γέρος σε παροξυσμό οργανικού ψυχοσυνδρόμου, λαμπόγυαλο, έχει ξηλώσει καθετήρες και ορούς και τα έχει κόψει κομματάκια, έχει διαλύσει το κρεβάτι, έχει σπάσει την αναπηρική καρότσα, γλιστράει στους ιδρώτες του, ο Λούκας κι εγώ τον αρπάζουμε, χέρια αυτός, πόδια εγώ, η Σουζάννε του καρφώνει το αλοπεριντίν στο μπούτι, Κάν'του κι άλλη μια! Άλλη μια! Η βετεράνα νοσοκόμα οπλίζει γρήγορα, ο γέρος γαυγίζει σαν μπαμπουΐνος, δυο νέοι άντρες και ίσα που τον κρατάμε ένα πουρό ενενήντα παρά, καίει την κηροζίνη της τρέλας, είναι τούρμπο, νιώθω κάτω απ'τη λαβή μου ένα κρακ, η κνήμη του σπάει, ο Λούκας με κοιτάει έντρομος, κρακ, ο γέρος ούτε που παίρνει πρέφα, τρελόγερε να σου γαμήσω, ο πυρετός του θέρους, ένα γνήσιο παραλήρημα. Απ'το διάδρομο η Ίμπεν μου κουνάει κάτι χαρτιά, πότε θα γράψετε τις συνταγές για τα εξιτήρια γιατρέ; Όταν τελειώσουμε με την ελληνορωμαϊκή πάλη. 

Τα χέρια του στ'αυτιά μου, ακινητοποιεί το κεφάλι μου, με κρατάει σταθερά.
-Πού είσαι; Ε; Εδώ! Εδώ. Εδώ είσαι. Εδώ.
Εδώ, στα εμπριμέ σκεπάσματα, με το μισό κώλο έξω, στηριγμένος στο στήθος του επειδή δε θέλω το ντουβάρι, εδώ στη ζέστη.
-Έτσι μπράβο. Το βλέπω στα μάτια σου όταν δεν είσαι εδώ.
Κάνω πίσω, η ζώνη μου βρίσκει στο ζυμαρόστρωμα και βγάζει ένα δειλό κλανκ. Ψαύω τα δροσερά του χείλια, τη γλώσσα του, τα δόντια του, εμφανίζεται κάτι κοροϊδευτικό στο πρόσωπό του, το βλέπω δια της αφής πριν το δω κανονικά, τραγουδάει.
-There's a lucky man who'll take you far away, so very very far away,...
Γελάω ρεγχάζοντας σαν γουρούνι και δε με ξυπνάω, άρα δεν κοιμάμαι, αυτός τραγουδάει πιο δυνατά. Δεν ήρθε οξέως η κολούμπρα. Πρώτα μας χτύπησε ένα βέλος διαμπερώς, μας χτύπησαν οι υπερωρίες, μας χτύπησε το θερμό κύμα απ'τη Βρετανία σαν καυτό σεντόνι, μας χτύπησε το υδρόμελο απ'το πανηγύρι του Οέρμπεκ, κι έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.



Ο σινεμάς της φυλακής

O λόφος κυλάει σαν διάδρομος κάτω από τα πόδια σου κι εσύ τρέχεις, τρέχεις, τρέχεις. Οι ιδρώτες πιτσιλάνε τον ιμάντα, απάνω ένας ήλιος ανελέητος σαν λάμπα σε αίθουσα ανάκρισης. Τα παπούτσια έχουν ξεσολιαστεί και κρέμονται απ'τους αστραγάλους. Οι τσέπες είναι βαριές και κουδουνίζουν, τα εργαλεία της δουλειάς χορεύουν και αποδράνε, τα ακούς που τα παίρνει η κατηφόρα, αλλά δε γυρνάς να δεις, συνεχίζεις να τρέχεις.

Το πορτάκι του κουρδιστού ρολογιού είναι ανοιχτό, μέσα φαίνεται ο μηχανισμός, ένα δαχτυλίδι γράφει μισή στροφή δεξιά μισή αριστερά και χτυπάει τα δευτερόλεπτα, οι νύχτες γίνονται μέρες και πάλι νύχτες, το φυσικό λιπαντικό οξειδώνεται και γίνεται δηλητήριο. Το ρολόι χάνει πέντε λεπτά στο εικοστετράωρο, και ένα χέρι ανοίγει το πορτάκι και σπρώχνει το λεπτοδείκτη κάθε πρωί πέντε λεπτά εμπρός, και το δαχτυλίδι γράφει μισή στροφή δεξιά μισή αριστερά σαν βετεράνα μπαλαρίνα και τα δευτερόλεπτα μένουν πίσω όπως οι γραμμές στην άσφαλτο όταν οδηγάς το βραδινό Αμβούργο Βερολίνο.

Μες στο κεφάλι σου παίζει χωρίς διακοπή ο σινεμάς της φυλακής, τα φαντάσματα που στέλνει το αίμα σου για την παρηγοριά, μορφές που αλλάζουν σχήματα και χρώματα σαν πετρέλαιο στην επιφάνεια του αρμυρού νερού, έναστροι ουρανοί, το ροδομάγουλο φεγγάρι, σκυλιά με γυμνωμένα δόντια, φυλλωσιές που τουρτουρίζουν, η μουσική των σκοταδιών. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο στο κελί παρά εσύ που τρέχεις κόντρα στην ατέρμονη ανηφόρα. Δεν είσαι εδώ για να συνετιστείς, είσαι εδώ για να πεθάνεις.

Giltinė

You are to live this life in spite of death
and when you've known pain
you are to die this death
in pain unknown

You are to live this life ruled by the Judge
and by death's long hand
you are to be free by decree
a sentence served

From the creative process


Like taking a picture while taking a shit.
Behold.

05.07.22

“Who said that love was fire? 
I know that love is ash. 
It is the thing which remains 
when the fire is spent, 
the holy essence of experience.”

— Patience Worth

And something bland along the lines of:

Πίστη στις καρωτίδες
πίστη και στις σφαγές
πόδια λεχέμ μισνέ
το αλάτι του ιδρώτα

η καρβουνιά του κόπου
το ήσυχο βράδυ
το μόνο καταφύγιο 
η γωνία του ακρωμίου

τα σώματα άδεια σε παράταξη
ξεχασμένα απ'το θεό
ώσπου ήρθε η μεγάλη φωτιά 
κι έγιναν όλα στάχτη.

I'm a headless captain steering a sinking ship. I can't shed this feeling that I've been living on borrowed time since that summer day of 2017, when I tied a noose around my neck with a fabric belt that had been left in my apartment in a sleepy town in south-west Denmark, walked out to the hallway, picked a spot along the railing of the staircase and tied a boom hitch knot. I lowered my body as I had done many a time before. It's called partial hanging in forensics. The partiality refers to the body not losing contact with the ground, thus not being completely suspended by the neck, something I am experienced at. But this was not with intent to cum harder, it was with intent to die; and it would've done nobody any good for me to die inside an apartment, rotting in the summer heat till I be found, all too late, a vile meaty mush. No, it had to happen somewhere more public, so I'd be found fast, shipped to Germany and burned. When I relaxed my back the belt stiffened around my neck for a familiar long moment before it snapped. Funny thing I was already hard, diligently conditioned through the years. But I was not yet gone. That was not a turning point. It was a ghost death. Not because of hesitation, but of mere material failure. The belt had choked me before, of course; it was material fatigue. I sat still for a few minutes, drenched in greasy misery, a sad excuse for a man, a fucking wimp. My defiance was spent, there was nothing left in me that would make me go for it again for good, I was a lich, something more wretched than just dead. Then I got up, went back to the apartment and time evaporated until I was woken by the phone ringing the next day, first of August 2017. They had been calling from the hospital, asking whether I'd show up for the shift I was two hours late for. I said no, I was pretty hoarse, I said I was down with a bad cold. Make sure this does not turn into a repeat offense, or else you will be fired. All my days since have been on a theoretical timeline, that was not supposed to be. It is, too, part of the creative process, part of a gray biography of some man. Read on:
some man who is prince to some.