“THE BODY was found
haloed by flies—& I looked beautiful
in their thousands of eyes.
Didn’t I?”
M. Wasson
Ο Μίκαελ Σ. έχει περάσει τρεις φορές σύφιλη και πέρσυ είχε γονόρροια στον κώλο. Έχει τη γυαλάδα της πολύχρονης οροθετικότητας στο πετσί και η μύτη του στάζει λεπτό ζουμί. Το κασκώλ είναι προσεχτικά διαλεγμένο για να ταιριάζει με το σακάκι και τις κάλτσες, τα παπούτσια είναι βερνικωμένα, είναι καλοντυμένος. Δεν έχει την αγελαδινή έκφραση που έχουν οι περισσότεροι, είναι εύγλωττος και αυτοκαταστροφικός. Ανάταση εκατέρωθεν.
Η μούρη μου στην κάρτα του εργαζόμενου που κρέμεται απ'τη βυζοτσέπη είναι σβησμένη από μίσος. Από κάτω φαίνεται το άσπρο πλαστικό. Ένας ανίκητος εχθρός. Μισοαναίσθητος στον καναπέ και τα σάλια σε σταθερή ροή, είμαι ξύπνιος αλλά με ακούω που ροχαλίζω, οι τραγωδίες ρουτίνας. Φαινοβαρβιτάλη και ουησκάκι σαν καλός αστός. Ο Άλμπερτ πιάνει τη λαιμόκοψη του τησέρτ. Οι μετακαρπιοφαλαγγικές και οι εγγύς φαλαγγοφαλαγγικές του μου ζουλάνε το μήλο του προπάτορος. -Γιατί; με ειλικρινή απορία. Και η γυναίκα θα του πει: -Τα ήθελες και τα'παθες κι εσύ.
Ο Μπεντ Ν. αγωνίζεται λοξά στο κρεβάτι. Αν η κατάντια είχε πρόσωπο, θα ήταν το δικό του. Τα μαλλιά και η γενειάδα γνώριμο κόκκινο σύννεφο και στη μέση ένα χαντάκι απελπισίας. Τι βλέπεις; -Ποντίκια. Παντού. Και τώρα έρχονται κι άλλοι δυο. -Τους ξέρεις; -Όχι. Τρέμει από μέσα ως τα νύχια. Γύρω το σκοτάδι γραμμές από σινική μελάνη και στο κέντρο η σκηνή από εγχειρίδιο του 1800. Σε όλες τις προηγούμενες ζωές μας ήμουν ο γιατρός του και ήταν άρρωστος απ'το ποτό.
Στο σχόλασμα βγαίνω απ'την οφθαλμολογική. Είναι πιο κοντά στα αποδυτήρια. Καπνίζω στο πλατύσκαλο. Από κάτω σέρνει το ηλεκτρικό ποδήλατό της η διευθύντρια. -Σοβαρά τώρα, καπνίζεις; -Έτσι φαίνεται. Καλό απόγευμα. -Καλό απόγευμα. Με αηδιάζει τόσο που με κάνει να θέλω να πυροβοληθώ. Εδώ έγκειται και το βραχυκύκλωμα. Θα έπρεπε να είναι: με αηδιάζει τόσο που με κάνει να θέλω να την πυροβολήσω. Το σφάλμα είναι δομικό.
Μια μαύρη τρύπα που τα εξαφανίζει όλα, ein schwarzes Loch. Ένα απίστευτο κενό, ένα πεινασμένο στόμα, μια πριαπισμένη πούτσα, ένα απλωμένο χέρι, χρεία και επιθυμία. Ο άνθρωπος σε όλη τη σκατένια δόξα του. Το αίμα σαν μικρό ξερατό από τη μύτη ίσα που προλαβαίνω το χαλί. -Κι άλλο. -Όχι άλλο. -Κι άλλο, ανάθεμα! Η γυναίκα με πιάνει απ'τη γενειάδα και μου τραντάζει το κεφάλι. Η λύσσα αραιώνει και ξαφνικά θυμάμαι, υπάρχει και κόσμος έξω από εδώ, έξω από το κρανίο, ο κόσμος: ο απογευματινός ήλιος, η ανθισμένη πασχαλιά, η αύρα από τα δυτικά, ο λαιμός της, οι ώμοι της, τα βυζιά της, τα σεντόνια, το χαλί, τα ρούχα βουνό, η θέση που μέχρι προχτές στεκόταν η ντουλάπα.
Οι γκόμενες βλέπουν τα ωραία μαλλιά και το μηρυκασμό για τέχνη και σκέφτονται θα είμαστε όπως στα βιπεράκια. Η αλήθεια είναι πάντα φανερή, αλλά το μάτι συχνά την παρακάμπτει. Η αλήθεια είναι σκουπιδερή, μελανιασμένη, βαμμένη στη γλίτσα απ'το αίμα, και με τρίχες παντού, τρίχες στο πάτωμα, σε κάθε γωνία, στο φαγητό, στις οδοντόβουρτσες, με πολλά γονατίσματα, με απουσίες και εμμονές, με τις μέρες της καταστολής που τις ακολουθούνε οι μέρες του αποπάτου. Gekauft wie besichtigt.
Την επομένη οι νευροδιαβιβαστές είναι πάντα ζαρωμένοι. Τελευταία ακούω μόνιμα το σφυγμό μου στη μια μεριά. Κάποια απ'όλες τις μικρές κρεμάλες χάλασε τη ροή στη σφαγίτιδα δια παντός. Να θυμάμαι πως είμαι ζωντανός. Τικ, τοκ, το ρολόι της καρδιάς, και χουυ το φύσημα, και τα λεπτά περνάνε, και η ποινή κονταίνει.
Διαβάζω σέρβικες συνταγές από το βιβλίο που έφερε ο Μπέρτι από το ταξίδι του, το εξώφυλλο είναι σκληρό και ματ, με στρογγυλές γωνίες, σαν να αφήνει ταλκ στα ξερά χέρια. Το ψωμί του Αγίου, η συνταγή ζητάει ένα ντεσιλίτρ wholly water, ρωτάω τη γυναίκα μου, τι πάει να πει wholly water, -Αγιασμός, λέει, όταν πιστεύεις ποιος τη γαμάει την ορθογραφία.
Δεν έχω ούτε έναν λεκέ, είμαι ανθεκτικός στη λάσπη, με διατηρούνε λαμπίκο τα πλυσίματα, ο μυστικισμός του επαγγέλματος, η ιερή ενδοσκόπηση, γάντια λάτεξ και γάντια νιτριλίου, η στολή και τα ελεεινά της λάστιχα, το ύφασμα που είναι πάντα τόσο αψύ. Η ιστορία του παλιού κτιρίου, ο ξερός αέρας του χειρουργικού τομέα, το κατακάθι του υπογείου, οι φαρμακοκλέφτες και οι φαρμακαστυνόμοι, οι συγγενείς, οι ασθενείς, οι αδερφές, οι προϊσταμένες, το σινάφι το κακοσίναφο, οι τραυματιοφορείς, οι κυρίες της καθαριότητας, η μιζέρια, αυτή η διαβρωτική στάμπα της δουλειάς κρυμμένη μέσα στα καθαρά.
Είμαι κουρελιασμένος, αλλά όχι απ'έξω. Απ'έξω παίζει ακόμα βιπεράκι. Η Ίρμελιν κάθεται απέναντί μου με το μεσημεριανό της χωρίς να με ρωτήσει. Όταν με πετυχαίνει μόνο πάντα έρχεται να κάτσει κοντά. Αν έρθει και τρίτος, παίρνει το πιάτο με τα σαλατικά της και εξαφανίζεται. Την έχω δει που με κοιτάει. Έχει χαμογελαστά μάτια και τους αρέσει να ψάχνουν τα δικά μου. Έχει ψωρίαση, είναι εκείνος ο φαινότυπος με τις συρρέουσες νομισματοειδείς αλλοιώσεις που πάει πακέτο με κάποια υποκλινική ιδρωταδενίτιδα και μαλλιά που δεν ξέρουν αν θέλουν να είναι λιγδερά ή αχυρένια. Δεν έχω δει την πλάτη της αλλά εμφανίζεται σαν φωτογραφία από άτλαντα δερματολογίας στο νου μου, θέλω δε θέλω να τη δω. Είσαι πολύ ανοιχτόχρωμος για μισός Έλληνας. -Υπάρχουν και χλωμιάρηδες στο Nότο. -Σου λείπει φως, λέει, το βλέμμα αμετακίνητο, αντλεί κάποια εφηβική ευχαρίστηση από το θέαμα. Τι λόγος μου πέφτει; Δεν απαγορεύεται να χαζεύει κάποιος τις βιτρίνες.
Περνάμε τα σύνορα και ο δρόμος αλλάζει. Δεν υπάρχει φυλάκιο από Πάττμπουργκ προς Χάντεβιττ, αλλά ξέρω ακριβώς πότε δεν είναι πια Δανία ακόμα και με κλειστά μάτια. Η άσφαλτος έχει αλλιώτικη αίσθηση. Ετοιμάζεται μπόρα. Ο Μπέρτι με αφήνει έξω από την κλινική. Ώρες μετά με παραλαμβάνει εκεί που με άφησε με μπανταρισμένο αυτί. Όταν κουνάω το κεφάλι μου ακούω το αίμα που έχει λιμνάσει πίσω απ'τα γαζοταμπόνια. Du blutest, du blutest unendlich και Wie manches Blut! έλεγε ο Κριστόφ ο ωριλάς και γυρίζοντας στην άλλη μεριά με αγνώριστη φωνή Bitte absaugen, Schwester, weiter, weiter κι όσο αυτός πασπάτευε επικίνδυνα κοντά στο μυαλό μου και η νοσοκόμα έβαζε κι έβγαζε την αναρρόφηση, εμένα ίδρωνε το χέρι μου που ακουμπούσε στο πετσί του τραπεζιού, και προσπαθούσα να θυμηθώ αν ήταν μπλε ή πράσινο ή γκρι και δε γινόταν.
Ο Κριστόφ μου έδειξε το ματσαλιασμένο αυτί στο βίντεο, με ρώτησε αν ζαλίζομαι, μου έγραψε δυο συνταγές και η βλάβη επισκευάστηκε. Πήγα στο dm και μύρισα τα φτηνά αφρόλουτρα, μετά πήγα στο φαρμακείο, όταν βγήκα έξω μύριζε βροχή και όλα ήταν μούσκεμα αλλά ήταν πάλι καλοκαίρι. Στην Τορπέντοστράσε ξάπλωσα ανακουφισμένος, έστω προσωρινά. Πονούσα σαν να είχα φάει κλωτσιά μέσα στο στόμα και από την ευσταγχιανή άκουγα, μύριζα και γευόμουνα το αίμα. Η μούρη αγκριμάτσιαστη και τα ρούχα σιδερωμένα και στεγνά, η αγκράφα της ζώνης γυαλιστερή, μαλλιά χτενισμένα και βουρτσισμένα ενδελεχώς, Encre Noire και αλυσίδα στο λαιμό, βέρα χρυσή και σεβαλιές, what a catch! Μέσα το μαγαζί μπορεί να είναι άνω κάτω, αλλά η μόστρα μόστρα.