© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Akutstue 2

Ο ιδρώτας λιμνάζει στα σπορτέξ μέσα στην αίθουσα της ανάνηψης. Το μολυβένιο στρατιωτάκι, δηλαδή η στολή της ακτινοπροστασίας, βγαίνει μόνο σε γουάν σάηζ. Μόλις διπλοσακουλιαστούμε και με τον προστατευτικό εξοπλισμό για την πανούκλα, πέφτει το ρελέ και αρχίζει ο ιδρώτας. Η αρματωσιά είναι βαριά και όταν στέκεσαι μισολυγισμένος με τις ώρες πάνω απ'το τραπέζι για να περνάς Ζέλντιγκερ ή να ψάχνεις ζουμιά με τον υπέρηχο, όλα τα πλατομουσκουλάκια πιάνονται. Είμαι πιασμένος εδώ και δυο μήνες. Είναι Παρασκευή απόγεμα, δηλαδή εχτές. Στέκομαι στο κεφάλι του τραπεζιού ως Ηγούμενος της Ανάνηψης, είναι ένα σπουδαίο οφίκιο στη μονή, καλά τα έχω καταφέρει ως τώρα, πατ πατ στην πλάτη. Έχω την καθαρή και τη βρώμικη νοσοκόμα και τον καθαρό μου βοηθό που κρατάει πρακτικό παραπίσω. Οι τραυματιοφορείς φτυαρίζουν τον ασθενή απ'το φορείο στο τραπέζι. Είναι δεν είναι καμιά τριανταριά κιλά. Είναι όλος καλυμμένος από ένα βαρύτατο έκζεμα το οποίο τον κάνει να ξεπετσιάζει σύσσωμο και αηδιαστικό. Βρωμάει, φυσικά, όπως όλοι. Το ένα πόδι έχει πεθάνει πριν αρκετές μέρες. Τον ορθοπεδικό στο τηλέφωνο. Ακούγεται ξεφύλλισμα, κάποιος ψάχνει τον αριθμό στο καταλογάκι. Ο καθαρός μου βοηθός μου βάζει το τηλέφωνο στ'αυτί. Χτυπάει δυο φορές. -Άλμπερτ, ορθοπεδικός της πίσω γραμμής. -Μα ανάθεμά σε! Πάει ένας μήνας και. Έστρωσαν τα πράγματα; -Φίλε μου! Έστρωσαν, μια χαρά. Πήρε εξιτήριο ο μικρός. Ο κήπος θα'ναι έτοιμος από βδομάδα για να'ρθεις να ψήσουμε. Εσύ πού είσαι καθικάκι; -Στην ανάνηψη δύο, έχω ένα πόδι για την αυτού μεγαλειότητά σου. -Έρχομαι μωρό μου. Η βρώμικη νοσοκόμα που στέκεται είκοσι πόντους δίπλα και βιδώνει το Βεντολίν στη μάσκα χαμογελάει πίσω απ'το ράσο του χτικιού.

Ο άρρωστος πεθαίνει, αλλά όχι πολύ βιαστικά. Έχει κλωσήσει αυτό το πόδι απ'τη Δευτέρα, ίσως, δεν είναι ούτε κι ο ίδιος σίγουρος. Κρεμάμε ορούς με τις πιέστρες από εδώ κι από εκεί, του εξηγώ τι πρόκειται να γίνει, τον ετοιμάζω για το ξεπόδιασμα. Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά, το πόδι έχει χαθεί, και σε περίπτωση που πάθει ανακοπή, δε θα γίνει προσπάθεια να τον επαναφέρουμε. Έχει δηλητηριαστεί από το σάπιο κρέας του και είναι σε μια μουδιασμένη κατάσταση, τα νεφρά του έχουν καταρρεύσει, έχει μουλιάσει στην αμμωνία, και δεν ξέρω πόσα απ'αυτά που του λέω πιάνουν στόχο, συμφωνεί σε όλα.

Ο μηχανισμός της διπλής πόρτας γουργουρίζει, και εμφανίζεται ο Άλμπερτ, ντυμένος και ετοιμασμένος. Τα λαμπερά παιδικά του μάτια μου χαμογελάνε πίσω απ'το βιζίρι και τις μάσκες. Είναι κουρασμένος, τα βλέφαρά του είναι πρησμένα. Περνάω το υπέρηχο πάνω απ'τη μηριαία και την ιγνυακή, μηδέν ροή, να, δες, του λέω, το πόδι είναι σιτεμένο, το χουφτώνει, το ζουλάει, Ε ναι, πρέπει να φύγει. Είναι για γενική; -Ψιλοναί. Σε ένα τέταρτο. Α, και είναι μείον μείον*. -Ε, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε. Ανέβασ'τον στο Ο4 σε είκοσι λεπτά. -Θα σε δω εκεί. -Φιλιά ως τότε.

Απεξάρθρωση ισχίου και ημιπυελεκτομή αριστερά, μας παίρνει η νύχτα. Πλενόμαστε για έξω μετά τα μεσάνυχτα, μέσα συμμαζεύουν οι βοηθοί, ο Θεός να τους έχει καλά να κάνουν λάντζα. Ψιλοκουβέντα ενώ πετάμε όλη τη στολή και μένουμε με τα σώβρακα. Τα πάντα είναι μουλιασμένα απ'τον ιδρώτα. Ο αέρας είναι ιδρωμένος. Το πάτωμα κολλάει. Διψάω λες και σερνόμουν στην έρημο όλη μέρα. Με φρέσκα μπλε και οι δυο πηγαίνουμε στο κουζινέτο για δείπνο. Ανοίγω το παράθυρο που βλέπει στην πίσω αυλή. Ο Άλμπερτ ζεσταίνει ένα τάπερ ρύζι με κάρυ, εγώ αδειάζω μια κονσέρβα ρέγγες πάνω από δυο φέτες σικαλόψωμο. Γεμίζει μια κανάτα νερό με παγάκια. Τη βάζει ανάμεσά μας στον πάγκο, καθόμαστε δίπλα δίπλα στο μακρύ τραπέζι. Είναι μισοσκότεινα. Πίνουμε εναλλάξ απ'την κανάτα. Όταν έχουμε αποφάει, ανεβάζει τα πόδια του στο μπούτι μου. Του ζουλάω τις γάμπες προς τα πάνω για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας. -Θα πετάξω κιρσούς σ'αυτό το πόστο. -Μια απ'τις ευλογίες του επαγγέλματος. Κλείνει τα μάτια του και βάζει τα χέρια πίσω από το σβέρκο. Τον παρατηρώ καλά. Τα βλέφαρα με τις διαφανείς βλεφαρίδες είναι κόκκινα σα φετούλες ντομάτας. -Ρε συ Άλμπερτ; -Τι; -Τα μάτια σου ρε. Κάτσε λίγο. Σηκώνομαι, βρέχω ένα βαμβακερό πετσετάκι από τη ντουλάπα των εφοδίων. Σκουπίζω τα μάτια του απαλά, το πετσετάκι ροδίζει. -Ρε συ Άλμπερτ; ξανά. Με παίρνει αγκαλιά. -Ναι, ξέρω.

Στο σχόλασμα το πρωί τίποτα δεν ήταν όπως χτες, τίποτα δεν ήταν όμως και έκπληξη. Ο άρρωστος πέθανε λίγες ώρες μετά το χειρουργείο. Ο Άλμπερτ κι εγώ δε γυρίσαμε εκεί που έπρεπε να γυρίσουμε. Αντ'αυτού, πήραμε το Ρενώ και πήγαμε σπίτι του. Αυτός τσάπισε τους πανσέδες του, και εγώ ξεράθηκα στην ξύλινη ξαπλώστρα κάτω απ'το χλωμό ήλιο.



*minus minus  = όχι καρδιοανάνηψη, όχι εντατική

El amor en los tiempos del cólera

Los síntomas del amor son los mismos del cólera.
-GGM

Κατεβήκαμε εχτές το απόγευμα στο ποτάμι. Είχε απονεριά και το μονοπάτι ήταν ανοιχτό σχεδόν μέχρι το δέλτα. Περπατήσαμε μέσα στις λασπουριές. Τα χόρτα ως το μπούτι, τσουκνίδες, καλέντουλες και χαμομήλια. Οι αγελάδες έβοσκαν στην απέναντι μεριά. Είχε ήλιο, φυσούσε ένας μικρός ψυχρός πουνέντες. Κάποιοι λιάζονταν στα ποταμοβαρκάκια τους αρόδο, το νερό ήταν σκέτη μούργα. Σύννεφα από μυγάκια εδώ κι εκεί κολλούσανε στα χείλια αν δεν πρόσεχες. Σταθήκαμε στην τελευταία σκάλα πριν το άνοιγμα, έβλεπες ακριβώς πού τέλειωνε η λάσπη και πού άρχιζε η θάλασσα. Όταν ο ήλιος άρχισε να πέφτει πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Πάνω που άρχιζαν τα κράσπεδα μετά τη μαρινούλα, ένας θείος στεκότανε με το τσιγάρο στο στόμα δίπλα σε έναν πεσμένο καταγής. Σπαστά ρώτησε αν τον ξέρουμε. Δε φαινόταν καν η φάτσα του, ήταν πεσμένος μπρούμυτα, τα πόδια ακόμα πιασμένα στα πετάλια, ένα ποδήλατο με βαγονάκι γεμάτο μπυροκούτια, ένας αναγεννησιακός πίνακας. Η Ν. γονάτισε και τον τραβολόγησε απ'τον ώμο του μπουφάν. Ε, μπάρμπα! Μπάρμπα! Είσαι ξύπνιος; Ο πεσμένος δεν αντέδρασε. Τον έπιασε απ'το μπουφάν και τον ανασήκωσε. Σιελορροούσε, ήταν τύφλα. Μπάρμπα, ξύπνα να πας σπίτι. Αυτός μούγκρισε πνιχτά. Τον σήκωσε να σταθεί, αυτός ήταν σακί, όχι τόσο γρήγορα. -Σήκω ρε δεν έχω όλη μέρα! Σήκω να μην αρχίσω τις σφαλιάρες. Και μετά γυρνώντας σε μένα: Έχει ένα σάπιο πλεούμενο στη μαρίνα παρακάτω. Θα'ρθει η μέρα που θα τον βρούμε με τα πόδια πάνω δίπλα στο παλούκι της δέστρας. Έχει χέσει και το βρακί του, πουχά, πουχά. Ο πεσμένος άρχιζε τώρα σαν παγωμένο ερπετό να προσπαθεί να κινηθεί. Ρέγχαζε κάθε τόσο χωρίς να βγάζει τίποτ'άλλο παρά φτύμα. Η Ν. του'ριξε δυο και δυο χαστούκια, αυτός άνοιξε δυο μάτια υπεραιμικά και θολωμένα, δεν ήταν καν ενοχλημένος, ήταν πίτα, έμοιαζε εβδομηντακαί αλλά μ'αυτούς ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να'ταν και πενήντα. Σύρε σπίτι να το κοιμηθείς. Και άλλαξε και κάνα βρακί. -Ναιιι κυρία... Του φόρεσα το κασκέτο που'χε παραπέσει, έστησα το ποδήλατο, το πήρε σαν περπατούρα κι έφυγε σέρνοντας τα πόδια του. Ο θείος θεατής κάπνιζε δεύτερο τσιγάρο, και ρώταγε ακόμα αν τον ξέραμε. Άντ'από 'δω κι εσύ... ήταν η απάντησή της. Μπήκαμε στ'αμάξι, καθάρισε τα χέρια της με οινόπνευμα, μου'δωσε και μένα, έβαλε μπρος, έβαλε να παίζει κάντρυ και φύγαμε.


...και τότε ο νεκρός μίλησε από τη μόνιμή του κλίνη, και είπε, σε βαφτίζω τώρα, σε χρήζω τώρα, άντρα της Ντάγκμαρ. Σήκω! 
Και σηκώθηκα.

Live by the sword, die by the sword

νυκτὸς ἀπερχομένης γεννώμεθα ἦμαρ ἐπ᾽ ἦμαρ,
τοῦ προτέρου βιότου μηδὲν ἔχοντες ἔτι,
ἀλλοτριωθέντες τῆς ἐχθεσινῆς διαγωγῆς,
τοῦ λοιποῦ δὲ βίου σήμερον ἀρχόμενοι.
μὴ τοίνυν λέγε σαυτὸν ἐτῶν, πρεσβῦτα, περισσῶν
τῶν γὰρ ἀπελθόντων σήμερον οὐ μετέχεις.

Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς


Περνώ έξω απ'το τσιμεντοκούτι στα ρεπώ και με λούζει κρύος ιδρώτας και δεν προλαβαίνω την ανάσα μου. Όταν έχω υπηρεσία, είμαι συνήθως σε μια κατάσταση αποπροσωποποίησης. Παλιά κατέρρεα στα κρυφά αλλά όχι πια, έχω σκευρώσει. Όταν λυγάς το μαρκούτσι συνεχώς το τσακίζεις και χάνει τη συνοχή του. Χρόνια αυτό το βιολί. Προσδοκούσα πως θα σκλήραινα σαν τις προπονημένες γροθιές σου, μου είχες πει τότε λίγο πριν ορκιστώ: πολλά μικρά τραύματα κάνουν το οστό να επουλώνεται στιβαρότερο, ήταν κάτι που έλεγε ο πατέρας σου πριν από σένα. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για τη νευρασθενική μου ιδιοσυγκρασία και τα έκανα ακόμα δυσκολότερα προσπαθώντας να την απαρνηθώ. Έσπασα στα δυο εκείνη την πρώτη Αυγούστου του '17. Τα βράδια ταλαιπωρούμαι από εφιάλτες. Συχνά ξυπνάω τρομοκρατημένος. Μερικές φορές χτυπάω τον διπλανό μου, ή το ντουβάρι, χωρίς να το καταλαβαίνω, παρά όταν είναι ήδη αργά. Κάποια πρωινά σηκώνομαι με μυστήριες μελανιές και εκδορές που την προέλευσή τους δε θυμάμαι ακριβώς. Φοβάμαι να πέσω για ύπνο γιατί φοβάμαι τους εφιάλτες. Δουλεύω όταν είμαι ξυπνητός και δουλεύω και κοιμισμένος και η αλήθεια του πόστου μου ασήκωτα με βαραίνει. Ανήκω στο φάντασμα του άγνωστου στρατιώτη. Ο θάνατος και το χτικιό ξεσκίζουν κάθε στρατό στη μάχη. Ο θάνατος και το χτικιό. Ο θάνατος και το χτικιό. Ο θάνατος και το χτικιό.

Σε θαυμάζω γιατί δεν έσπασες ποτέ. Τα κομψά σου χέρια κρύβουν μαρμάρινα κόκκαλα από χρόνια επιμονής. Δε θα σπάσεις ποτέ. Υποφέρεις αξιοπρεπώς χωρίς να φανερώνεις αδυναμία, σα ζώο. Όσο πιο πολύ ζορίζει η κατάσταση, τόσο πιο ζόρικη γίνεσαι κι εσύ. Το πρόσωπό σου γεμίζει γωνίες και τριγυρνάς με μια πέτρινη συνοφρύωση. Στην ανάπαυλα ανάβεις τσιγάρο, φτιάχνεις καφέ στο κόκκινο μαραφέτι, βάζεις να παίξει Κερομύτης και σε κατευνάζεις, κι έπειτα τα μάτια σου γίνονται τόσο γλυκά. Πέφτεις για ύπνο πάντα κατά παραγγελία. Μετράς αναπνοές και κοιμάσαι στρατιωτικά. Ξυπνάς σε πλήρη διαύγεια, δίνεις οδηγίες από τηλεφώνου και κοιμάσαι ξανά σε ένα πεντάλεπτο. Είσαι η αρχή μέσα σ'εκείνο το κρανίο. Οι σκέψεις βαράνε προσοχή, όταν είναι ώρα της σιωπής δεν τολμούν πολλά πολλά. Έχεις προικιστεί με την καρτερία των βουκώλων. Πέφτεις και τρως το ποδοπάτημα με τη μούρη μες τη λάσπη αδιαμαρτύρητα. Και μόλις περάσει η διμοιρία, ορθώνεσαι ξανά και τους παίρνεις στο κατόπι. Δάκρυα ποτέ - παρά μόνο για μένα, τη φρικτή σου αδυναμία, τι κάκιστη, τι σπάνια τιμή. Είσαι κι εσύ, όπως κι εγώ, όπως και τόσοι άλλοι καταραμένοι, ορκισμένη στο σπαθί. Ανήκεις στο φάντασμα του άγνωστου στρατιώτη. Είσαι κι εσύ ένα από τα πρόσωπα της ήττας, είσαι κι εσύ ένα κοκκίο του πολέμου που δε μπορεί να κερδηθεί. Ο θάνατος και το χτικιό ξεσκίζουν κάθε στρατό στη μάχη. Ο θάνατος και το χτικιό. Ο θάνατος και το χτικιό. Ο θάνατος και το χτικιό.

Η λευκωπή ομίχλη που αργοπορεί πάνω απ'τα αιμοβαφή πεδία το χάραμα μετά τη σφαγή
η δροσιά στο βελονένιο ντύμα των δασών την πρώιμη άνοιξη που γλείφει τα κουφάρια
το πούσι το άπνοο πρωί πριν την κακοκαιρία που κάνει το κατάστρωμα να γλιτσιάζει
η αχλή της παγωνιάς στα πλακόστρωτα της μαύρης πόλης
το χνώτο του αλόγου που το'τρεξες μέχρι τα όριά του
το υπερχειλίζον ήσυχο κλάμα
ο θάνατος και το χτικιό
η μαρτυρία
ο πόνος
το φάντασμα του άγνωστου στρατιώτη.

Εσπερία

    A woman in the shape of a monster
a monster in the shape of a woman
the skies are full of them

a woman      ‘in the snow
among the Clocks and instruments
or measuring the ground with poles’

in her 98 years to discover
8 comets

she whom the moon ruled
like us
levitating into the night sky
riding the polished lenses

Galaxies of women, there
doing penance for impetuousness
ribs chilled
in those spaces    of the mind

An eye,

          ‘virile, precise and absolutely certain’
          from the mad webs of Uranusborg

                                                            encountering the NOVA

every impulse of light exploding

from the core
as life flies out of us

             Tycho whispering at last
             ‘Let me not seem to have lived in vain’

What we see, we see
and seeing is changing

the light that shrivels a mountain
and leaves a man alive

Heartbeat of the pulsar
heart sweating through my body

The radio impulse
pouring in from Taurus

         I am bombarded yet         I stand

I have been standing all my life in the
direct path of a battery of signals
the most accurately transmitted most
untranslatable language in the universe
I am a galactic cloud so deep      so invo-
luted that a light wave could take 15
years to travel through me       And has
taken      I am an instrument in the shape
of a woman trying to translate pulsations
into images    for the relief of the body
and the reconstruction of the mind.

A. Rich