© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

ῥίζα

Ο προπαππούς μου Ν.Λ. γεννήθηκε το 1886 σε ένα κωλοχώρι της σημερινής Λευκορωσίας, το Ανανίτσι, τέταρτος από έξη αδέρφια. Σπούδασε παιδαγωγικά στην Οδησσό. Πρόσφυγας στη Γερμανία απ'την ΕΣΣΔ και ο μόνος που έφυγε. Έχασε τρία αδέρφια από αυτοχειρία και ένα από καρκίνο. Παντρεύτηκε το 1924, έκανε ένα παιδί και χώρισε, αλλά συνέχισε να μένει με τη σύζυγο και μετά το διαζύγιο. Μιλούσε καλά αρκετές γλώσσες και δε δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά. Όταν τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν, η γυναίκα και το παιδί του φυγαδεύτηκαν στο Σλέσβιχ Χόλστειν. Μόνο το παιδί τα κατάφερε, η γυναίκα σβήνεται από το χάρτη. Το πήρε υπό την προστασία της μια καλή οικογένεια στο νησί. Αυτός συνελήφθη στο Βερολίνο και πέρασε ένα μήνα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ζάχζενχάουζεν στο Ορανίενμπουργκ, από όπου διέφυγε με άγνωστες τακτικές. Παρέμεινε όμως στο Βερολίνο, κρυμμένος εδώ κι εκεί, μέχρι το τέλος του πολέμου. Τελικά εμφανίστηκε πάλι στα χαρτιά στο βρετανικό τομέα της πόλης. Μετακόμισε στο Αμβούργο, ελπίζοντας να ξαναδεί το παιδί. Εκεί έζησε άνεργος για κάποια χρόνια. Συναντήθηκε με το γιο του δυο φορές μεταξύ 1948 και 1950. Το 1950 μετανάστευσε στη Βοστώνη και λίγα χρόνια αργότερα πέθανε καθιστός στην καρέκλα μπροστά στη σόμπα από εγκεφαλικό.

Ο παππούς μου Ε.Λ. γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1924. Κατάφερε να γλυτώσει από τον πόλεμο σαν μια υποσημείωση στον ποδόγυρο εκτενούς κειμένου, περνώντας στην ασημαντότητα. Δε μιλούσε ποτέ πολύ γι'αυτό, παρότι μιλούσε πολύ γενικώς. Στο Νορντφρήσλαντ, στη μέση του πουθενά, υπήρχε υψηλή καθαρότητα στον πληθυσμό. Παλιοί γηγενείς, το τοπικό μείγμα Ολλανδών, Γερμανών και Δανών, περικυκλωμένοι και ταυτόχρονα φυλαγμένοι από τις λάσπες για αιώνες, κάθε νησί τη δική του διάλεκτο, προτεσταντισμός και ομοιομορφία. Ο Ε.Λ. είχε έναν εντυπωσιακό στόμφο και μια αδιάκριτη αυτοπεποίθηση, καταπιανόταν με κάθε λογής ασχολία χωρίς να τα καταφέρνει ιδιαίτερα σε τίποτα, αλλά δεν καμπτόταν ποτέ. Παρότι μεγάλωσε σε μια ομίχλη ανυπαρξίας, δεν ξέχασε ποτέ τα γίντις, και οι προτεστάντες που τον υιοθέτησαν τύποις δεν προσπάθησαν να τον κάνουν να ξεχάσει, απεναντίας τον έφεραν σ'έπαφή με την κοινότητα στο Αμβούργο. Δούλεψε αρχικά ως τραπεζοκόμος, και μετά ως νοσοκόμος στο Αμβούργο, έπειτα στο μικρό νοσοκομείο του Χούζουμ και τελικά στην κλινική του νησιού, το οποίο θεωρούσε επίγειο παράδεισο, μάλλον γιατί του έσωσε τη ζωή. Παντρεύτηκε μια γνήσια νησιώτισσα, πολύ έξυπνη, δημιουργική και με αγάπη για την αισθητική, η οποία σοκάροντας την τακτική της οικογένεια αλλαξοπίστησε, ίσως η μόνη επαναστατική κίνηση στη στωική ζωή της, το 1956 απέκτησαν τον πατέρα μου και δέκα χρόνια αργότερα την αδερφή του, που ήταν επιληπτική αλλά το ξεπέρασε. Ο παππούς ήταν κακός χαρακτήρας, αντιπαθής, αυταρχικός, ξερόλας και ξεροκέφαλος και δε φερόταν καλά στη γυναίκα του, την οποία μείωνε διαρκώς, πιθανώς γιατί ένιωθε μειονεκτικά. Τα τελευταία χρόνια ακολούθησε μια κατιούσα πορεία, ώσπου έφτασε να βράζει ακτινίδια αντί για πατάτες, να νομίζει πως τα ρολόγια το βράδυ πήγαιναν προς τα πίσω, στο τέλος μιλώντας μόνο γίντις, αρνούμενος κάθε βοήθεια. Τον είδα τελευταία φορά το 2016, στο σπίτι του στο νησί, πλέον βρώμικο, θλιβερό και παραμελημένο, δε με αναγνώρισε, του προκαλούσα αμηχανία, και ρωτούσε ξανά και ξανά τον πατέρα μου ver iz der har (ποιος είναι ο κύριος). Καυγάδιζε αχόρταγα με τον πατέρα μου μέχρι που πέθανε πέρσι, σε πλήρη αποδιοργάνωση, από βαριά καρδιακή ανεπάρκεια.


Ν.Λ., από τα αρχεία των επιβιωσάντων του Ολοκαυτώματος


Intermezzo

Δε βρίσκω ρούχα στο νούμερό μου στην ιματιοθήκη. Παίρνω τα λαρζ που με κάνουν να μοιάζω με πολύ πεινασμένο σκιάχτρο χωρίς πλάτη, αλλάζω στα γρήγορα και ανεβαίνω στα εξωτερικά. Κάποιος με αρπάζει απ'τον αγκώνα στις σκάλες μεταξύ δεύτερου και τρίτου.
-Πρέπει να σου μιλήσω.
-Τι έγινε;
-Πού ήσουν τρεις μέρες;
-Αναρρωτική.
-Γιατί; Κάτι σοβαρό; Είσαι άρρωστος;
-Όχι. Αυτό ήθελες να μάθεις;
-Σε χρειάζομαι.
-Στα ΤΕΠ;
-Παντού.
Έχω το ένα πόδι στο πλατύσκαλο, το άλλο δυο σκαλιά πιο πάνω και είμαι σε μια αστεία παύση κίνησης. Αυτός στέκεται στο πλατύσκαλο λίγο πιο κάτω. Πρόσωπο με πρόσωπο και κάπως σταυρωτά. Ακούω απ'το ισόγειο η πρωινή ενημέρωση έχει τελειώσει και οι άλλοι αρχίζουν να ανεβαίνουν προς τα πάνω.
-Ξέρω πως έχεις γυναίκα. Έχω κι εγώ τώρα μια φίλη, μετά από χρόνια.
Τον αγκαλιάζω σφιχτά, κι αυτός εμένα. Μου ζουλάει όλο τον αέρα απ'τα πνευμόνια. Γύρω μας γνωστοί συνάδερφοι μας προσπερνάνε ανεβαίνοντας για τις κλινικές που βρίσκονται στον τρίτο και τον τέταρτο ρίχνοντας ματιές δικαίως.
-Θα περάσει. Κάνε υπομονή.
Με φιλάει αργά στο μάγουλο.
Και ο καθένας στο πόστο του.

/

Το βράδυ ξυπνώ λούτσα στον ιδρώτα. Ανακάθομαι λαχανιασμένος. Έχω μπερδευτεί. Δε μπορώ να θυμηθώ αν αυτό ήταν γεγονός ή με ταλαιπώρησε μες στο κεφάλι μου. Μια φωνή από δίπλα μου λέει μαλακά
-Ησύχασε. Εδώ είμαι.
Ξαπλώνω προσεκτικά στο πλάι χωρίς να δω σε ποιον ανήκει. Ένα χέρι με τραβάει κοντά, και μένει γύρω μου. Αποκοιμιέμαι γρήγορα και δεν ξαναξυπνώ.

Περί θεραπειών




Περί θεραπειών

Χαμόγελο απ'άκρη σ'άκρη
το χώμα ξεδιψά

μια τρύπα στον ουρανίσκο
αρχαία τοιχογραφία στο υδρόχρωμα

η χορεία του απαγχονισμού
βαθιά στη νύχτα

ασθενές ολοσυστολικό φύσημα
δροσερή αύρα θαλασσινή

κάποια εστενωμένη μιτροειδής
κάποια ανεπαρκής

μια αργή ήσυχη φθίση.
Υπομονή. Υπομονή.

Ο Θεός δουλεύει το δρεπάνι