© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Sterbensmüde

Όταν ήμουν μικρός και πηγαίναμε να δούμε τον παππού στο Ούτερζουμ στο σπίτι του που ήταν δίπλα στου φωτογράφου, και τύχαινε να είναι αργά, δηλαδή μετά τις τέσσερις πέντε, τον βρίσκαμε να κάθεται κάτω από το στέγαστρο της βεράντας, στον πάγκο, ακίνητος σαν άγαλμα, και να κοιτάζει το κενό. -Πατέρα, γιατί ο παππούς δεν κάνει τίποτα; -Γιατί είναι κουρασμένος.

Αλλά μόλις μας έπαιρνε πρέφα με την άκρη του ματιού του μεταμορφωνόταν σαν γκαργκόυλ και θα ορκιζόμουν πως άλλαζε και χρώμα, σηκωνόταν και έσπευδε να μας προϋπαντήσει, αιφνιδίως αναστημένος, θεραπευμένος από εκείνη την ανυπέρβλητη προηγούμενη κούραση που τον μαρμάρωνε.

Είναι Οκτώβρης στο νησί και οι ομίχλες σέρνονται από τη μια στην άλλη μέρα. Βιάζεται να νυχτώσει. Αν σκύψω και φέρω τη μούρη κοντά στη χλόη, είναι σπαρμένη με δροσιά, τα τελευταία λουλούδια είναι διακοσμημένα με ολοστρόγγυλες σταγόνες. Μυρίζει η βρεγμένη γη, μυρίζει ο βρεγμένος αέρας, μυρίζει εκείνη η αιώνια μυρωδιά που έχει το νησί, που έχουν όλα τα νησιά με τη μικρή παραλλαγή τους, σκόνη αλμυρή και μούχλα, και ο ουρανός και η θάλασσα είναι μια ενιαία κουβέρτα που πίσω της κρύβονται όλα τα τερατουργήματα του πέρα κόσμου.

Δε βρέχει, αλλά η ομίχλη είναι βαριά και κατακρημνίζεται λίγη λίγη, ψιλή σαν κοροϊδία. Κάθομαι μαζί με τον πατέρα στην πίσω αυλή, με τα χέρια στα γόνατα και μια μισοαρχινημένη μπύρα στο τραπεζάκι. Είμαστε και οι δυο ακίνητοι σαν αγάλματα και κοιτάζουμε το κενό. Τα μαλλιά μου έχουν νωτίσει. Το κρύο δεν έχει σφίξει ακόμα, δε μας πιάνει τρέμουλο παρά την ακινησία. Έχω τα μάτια ανοιχτά αλλά δε βλέπω. Είμαι τόσο αβάσταχτα κουρασμένος, που δεν ξέρω τι θα μπορούσε να με θεραπεύσει.

Το νήμα που έφτασε σε μένα φίδι επίμονο από γενιά σε γενιά έφτασε και στο τέλος του. Αν ακουμπήσω τον αντίχειρα με το δείκτη θα βρω ανάμεσά τους την ξεφτισμένη άκρη. Έχει αρχίσει να ξεστρίβει. Το ντόμινο των κουρασμένων σταματάει κάπου εδώ, σ'αυτά τα χέρια που ακουμπάνε σ'αυτά τα γόνατα.

---



Άλογα, αλογάκια, αλογότριχες

Τα άλογα πάντα του φαίνονταν κωμικά: ένα βαρέλι που ισορροπεί πάνω σε τέσσερα αδύνατα ποδαράκια σαν μπαμπού. Και πάντα έβλεπε με δέος πώς το βαρέλι κατάφερνε να ισορροπεί σ'εκείνα τα μπαμπού. Όταν μπήκε στη Σχολή και διάβασε ανατομία έμαθε πως τα άλογα περπατάνε πάνω στο μοναδικό νύχι του καθενός από τα τέσσερα άκρα τους. Αυτό δε βελτίωσε την ιδέα που είχε για τα άλογα. Ούτε βελτίωσε και την έλλειψη της πίστης του. Αν όλα φτιάχτηκαν σύμφωνα με το θείο πλάνο, τότε ο θείος ήταν ηλίθιος. Αν δεν ήταν ηλίθιος, δε μπορεί παρά να ήταν διεστραμμένος. Τι μιζέρια, να είσαι καταδικασμένος να περπατάς στο γαμημένο νύχι σου με όλα τα πεντακόσια σου κιλά. Τι μιζέρια, που το νύχι εύκολα ξεκολλάει από τα γύρω υφάσματά του και κουτσαίνεσαι. Και τι μιζέρια να είσαι κουτσάλογο, που ως γνωστόν κάνει μόνο για κιμά. 

Προφανώς και δεν υπήρχε θείο πλάνο. Τόση αρρώστια δεν υπάρχει στον κόσμο ολόκληρο, ακόμα κι αν μαζέψεις όλες τις αρρώστιες μαζί και τις ζυμώσεις και τις κάνεις μια στρόγγυλη μπάλα, έναν πλανήτη σκέτη αρρώστια. Όχι, όλα αυτά έχουν προκύψει κατά τύχη. Έτσι μπορούσε να κοιμάται τα βράδια. Αν διάλεγε άλλο παραμύθι θα έμενε άγρυπνος να βασανίζεται. Βασανιζόταν αρκετά τη μέρα, τι χρωστούσε να υποφέρει και τη νύχτα; Δεν έφταιγε αυτός που ήταν φτιαγμένος όπως ήταν φτιαγμένος, μαλακισμένα, σαν άλογο, και μάλιστα κουτσό. Για τη φκιάξη του δε φταίει κανείς, αλλά τιμωρείται σαν να φταίει. Ένα περίεργο πράγμα, που όταν το καλοσκεφτόταν, τον έκανε να αναρωτιέται αν τελικά όντως υπήρχε τόση αρρώστια στον κόσμο.

Ήταν και εκείνη η άλλη ιστορία, για τα σκουλήκια αλογότριχες. Όσο το πατρόν των αλόγων τον απομάκρυνε από την πίστη, τόσο τα σκουλήκια αλογότριχες του έσπερναν αμφιβολίες. Τα σκουλήκια αλογότριχες λέγονται έτσι επειδή όταν τα δεις μοιάζουν με αλογότριχες. Είναι παράσιτα που ζούνε το μεγαλύτερο μέρος της αρρωστημένης ύπαρξής τους μέσα στα αλογάκια της Παναγίας. Το αλογάκι της Παναγίας τρώει ένα μαμούνι που είναι μολυσμένο με τις νύμφες του σκουληκιού. Μέσα στο στομάχι του, η νύμφη βγαίνει από το μαμούνι που λιώνει από τη διαδικασία της πέψης, σαν ένα δώρο που βγαίνει από το περιτύλιγμα, και εγκαθίσταται στο αλογάκι της Παναγίας. Σαν τον Ιώβ αν γλύτωνε από τη φάλαινα για να ξυπνήσει μέσα σε μια μεγαλύτερη φάλαινα. Εκεί τρώει αυτά που τρώει το αλογάκι της Παναγίας και το ίδιο το αλογάκι της Παναγίας και γίνεται αλογότριχα. Εξαφανίζει το αλογάκι της Παναγίας από τα μέσα και του κάνει κουμάντο. Όταν έρθει η ώρα να γαμήσει το σκουλήκι, διατάζει το αλογάκι της Παναγίας-όχημα μέσα από χημικές εντολές στο νευρικό του σύστημα να πάει εκεί που το φως πολώνεται οριζόντια, δηλαδή το νερό. Το αδειασμένο αλογάκι της Παναγίας βουτάει αυτοκτονικά στο νερό και το σκουλήκι αλογότριχα σκίζει το τσόφλι και βγαίνει στο νερό, ελεύθερο να πάει να χαρεί το θαύμα της ζωής ή θαύμα της δημιουργίας ή θαύμα της μητρότητας και της πατρότητας ή όποιον άλλο ευφημισμό αρέσει σε όποιον ντρέπεται να πει γαμήσι και τα μεθεόρτιά του. Ο απόλυτος σκοπός είναι να ξεπετάξει περισσότερα σκουλήκια αλογότριχες. Αυτά τα σκουλήκια αλογότριχες είναι συμπυκνωμένη διαστροφή, κάπως όπως οι άνθρωποι. Το ότι μετατρέπουν τα αλογάκια της Παναγίας σε Δούρειους Ίππους μοιάζει με ηλίθιο αστείο, είναι όμως γεγονός. Σίγουρα δε μπορεί τέτοια αρρώστια να είναι καθαρά αποκύημα της τύχης; Τέτοια διαστροφή θέλει κάποιος βαθιά διεστραμμένος να κάτσει επισταμένα και με αφοσίωση να ασχοληθεί με το έργο του, και να καταστρώσει τις λιγδερές πτυχές του σιχαμερού σχεδίου του. Ίσως δηλαδή και να υπάρχει θείο πλάνο, και ο θείος να είναι πιο άρρωστος από όσο θα μπορούσε ποτέ κανείς να φανταστεί, πιο άρρωστος και από όλους τους άρρωστους του κόσμου ζυμωμένους: να είναι ένας κρύσταλλος καθαρής, πυρωμένης, βαρύτατης αρρώστιας. Ίσως η πίστη ολόκληρη να είναι ένας ευφημισμός, σαν το παραμυθάκι που λένε στις παρθένες για να μην ενίστανται όταν έρχεται η ώρα να φάνε κρέας.

Γι'αυτόν περισσότερη σημασία απ'όλα είχε να υποφέρει όσο το δυνατόν λιγότερο. Έπρεπε να κοιμάται τα βράδια. Και αν η τιμή που έπρεπε να πληρώσει ήταν η απιστία, ε, θα την πλήρωνε και θα την ξαναπλήρωνε χωρίς διαμαρτυρία. Όταν είσαι μόνος σου σε μια κατασκότεινη σπηλιά, δε φοβάσαι πως είσαι μόνος σου στην κατασκότεινη σπηλιά. Φοβάσαι μήπως δεν είσαι μόνος σου στην κατασκότεινη σπηλιά. Ήταν πολύ πιο καθησυχαστική η σκέψη πως όλο αυτό το μαρτύριο, όλη αυτή η αηδία, όλη αυτή η ανωμαλία είχαν απλά προκύψει. Το ενδεχόμενο να υπήρχε κάτι πίσω από όλα αυτά τον κοτοπούλιαζε.

Στη φόρα 14



 Das Glück ist kein Geschenk Gottes, es ist nur ein Darlehen.

T Fontane

Στη φόρα 13

...to be loved and found magical, like a secret


A. Sexton 

Στη φόρα 12

02/2024

Χτυπάει το τηλέφωνο κάπου πέρα. Με σκουντάς, το τηλέφωνό σου ρε. Το σηκώνω, είναι ο Μ. και το μόνο που λέει είναι Χμμμ. Χμμμ. -Τι στην ευχή; Τι ώρα είναι; -Χμμμ. -Είσαι σουρωμένος, άντε γαμήσου. -Χμμμμ. Του το κλείνω και ξαναπέφτω για ύπνο. Ξέρω πως σε λίγο θα ξυπνήσω με εκείνο το καρφί στο στομάχι και θα περάσω το επόμενο δίωρο χαζεύοντας το αίμα μου στο νεροχύτη.

Το μεσημέρι της επομένης χτυπάει πάλι το τηλέφωνο. Είναι ο Μ. 
-Ξεσούρωσες; 
-Ναι. 
-Τι έγινε; 
-Η Κουασιμόδα θέλει παιδί. 
-Δεν το είχατε συζητήσει στην αρχή αυτό;
-Ναι... της είχα ξεκαθαρίσει πως δεν είναι για μένα αυτά. Και είπε εντάξει, δεν την ενδιέφερε. Αλλά τώρα λέει πως πίστευε πως δεν το εννοούσα. Θα άλλαζα γνώμη με τον καιρό.
-Και;
-Της είπα πως δεν υπάρχει περίπτωση. Και μου είπε, δε χρειάζεται να μένουμε μαζί. Θα το μεγαλώνει αυτή, κι εγώ θα πηγαίνω δυο φορές το μήνα για να τρώμε σαν οικογένεια. Της είπα πως δεν υπάρχει περίπτωση. Και γίναμε κώλος. Είναι 36 και δεν έχει καιρό για χάσιμο, είπε. Αλλά θέλει να κάνει παιδί μαζί μου.
-Πρόσεχε με τις καπότες.
-Προσέχω. Δε χύνω καν μέσα. Και μετά τις βάζω στη βρύση.
-Καλύτερα να μην τη γαμάς καθόλου, τώρα που το σκέφτομαι.
-Το ήξερα. Το ήξερα πως θα υπήρχε κάποιο Sackgasse στην υπόθεση. Βρίσκω μια καλή γκόμενα και ορίστε. 
-Το σκέφτηκες καθόλου;
-Ναι. Το σκέφτηκα. Όλο το πρωί έχεζα, δε σου κάνω πλάκα. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να πληρώνω γαμησιάτικα για 18 χρόνια. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση γενικά. Τελειώσαμε.
-Της το είπες;
-Όχι. Δε μου λες, μπορείς να κατέβεις;
-Όχι, δε θέλω να οδηγήσω τόσα χιλιόμετρα έτσι όπως είμαι.
-Θα ανέβω εγώ. Θα τη χωρίσω και θα ανέβω.
-ΟΚ. Να ξέρεις το αερόστρωμα τρύπησε.
-Τρύπησε;! Πώς;
-Δεν ξέρω, μέσα στο κουτί.
-Να φέρω τον υπνόσακο;
-Αν δε θες να κοιμηθείς στον καναπέ.

---

-Άρρωστε καριόλη, πάμε στο Γyσκ.
-Τι θες από το Γyσκ;
-Να πάρουμε αερόστρωμα.
-Δεν έφερες τον υπνόσακο;
-Όχι, δεν έχω όρεξη για κάμπινγκ. 
-Κοιμήσου στον καναπέ.
-Μην είσαι τεμπέλης, πάμε στο Γyσκ.

Στο Γyσκ αγοράζουμε ένα καινούριο αερόστρωμα, ίδιο με το προηγούμενο. Υποδύεται τον φυσιολογικό αλλά είναι άνω κάτω. Γι'αυτό και η ιστορία με το αερόστρωμα. Είναι η παρηγοριά του οικείου. Θέλει τα πράγματα να είναι όπως τα ξέρει. Σκέφτηκα αρκετά την Κουασιμόδα αυτές τις μέρες. Έφερα στη μνήμη μου τις προσεγμένες κινήσεις της, εκείνη τη μελετημένη χορογραφία για να κρύβει τη νευρολογική της βλάβη, την ξεθυμασμένη ματιά της, τα πολύ γυαλιστερά της νύχια. Κοίταξα και ξανακοίταξα τις φωτογραφίες που μου έχει στείλει ο Μ. μαζί της, όπως εκείνη που ήταν σ'εκείνο το συνέδριο αρχιτεκτονικής στη Στοκχόλμη, που όταν την είχα πρωτοδεί είχα σκεφτεί, ανάθεμα, μοιάζει με όλες τις μαλτέζες βορειοευρωπαίες αγελάδες, καλά που είναι μόνο συμπτωματική ομοιότητα. Προσπαθούσα να δω αν υπήρχε κάποιο σημείο ηλιθιότητας πάνω της, κάπου που να φαινόταν πως θα του ξηγιόταν έτσι. Αλλά με ξεγέλασε, επειδή ξεγέλασε τον Μ. Ίσως αυτό που μας ξεγέλασε και τους δυο ήταν ο ευσεβής του πόθος, ότι τα είχε καταφέρει, είχε βρει τη χαμένη του άγκυρα, κάτι που σε αυτούς τους λασπερούς βυθούς δε θα συμβεί ποτέ.