© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Es liegt im Blute



A bow-shot from her bower-eaves,
he rode between the barley-sheaves,
the sun came dazzling thro' the leaves,
and flam'd upon the brazen greaves
       of bold Sir Lancelot.
A red-cross knight for ever kneel'd
to a lady in his shield,
that sparkled on the yellow field,
       beside remote Shalott.

Tennyson

+

 I am in blood
stepp'd in so far, that, should I wade no more
returning were as tedious as go o'er

Shakespeare

Angles morts

Ο θάνατος είναι αδιάκριτος. Βήμα ταχύ και ιδρωμένα μαξιλάρια, από θάλαμο σε θάλαμο, το φίδι του οξυγόνου απ'τα ντουβάρια και η κάπνα σε όλες τις γωνίες. Τα παραβάν της συμφοράς με τις ροδούδες που τσιρίζουν, τα κυριακάτικα καλά των πεθαμένων και η ανθοδέσμη στο χέρι αφότου υποχωρήσει η νεκρική ακαμψία. Οι ρυτίδες έρχονται να προσευχηθούνε γύρω από τα μάτια, οι σημαδεμένοι της ετοιμότητας. Στην κλειστή κάστα των εξεταστηρίων ανθίζουν οι κοινοτοπίες, οι συνάδερφοί μου κρέμονται από μια κλωστή θρησκείας και μια κλωστή τεκνογονίας που έχουν δεθεί σε εύθραυστο κόμπο, και ο αέρας που μας φυσάει όλους είναι ο αέρας του θανάτου, οι κλανιές της σάπιας κωλότρυπας, και η βροχή που μας ραίνει είναι τα ζουμιά από τις άδειες κόγχες και τα ρουθούνια με τις κρούστες. Όλα είναι αμφιθεατρικά στην ιατρική, τα αγκομαχητά, τα κλάματα και τις λιτανείες τις ακούμε ανεξαιρέτως όλοι, απ'την υπόγα ως τα παρκεταρισμένα γραφεία των γιάπηδων που το παρακάνουν με το αφτερσέηβ, όλα είναι αμφιθεατρικά στην ιατρική, όλοι βλέπουμε πάνω από τον ώμο του αλλουνού, ουδέν κρυπτόν, ουδέν μεμπτόν, κι όμως κάθε σκαλί και μυστικό, κάθε πόρτα και ιστορία με χαμηλή φωνή, κουτσομπολιό και λοξές ματιές, μην και δεν είναι όλοι πανομοιότυπα ψωμάκια στη γραμμή παραγωγής, γιατί στο τέλος του ιμάντα περιμένουν οι σακούλες και είναι όλες κομμένες ίδιες με τη στάμπα του Schulstad ή του Kohlberg.

Η φύση δεν είναι αξιοπρεπής. Οι σκηνές επαναλαμβάνονται σε παραλλαγές. Στεκόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον εμπρός από τους ανοιχτούς φωριαμούς. Δε θα αποφοιτήσουμε ποτέ, η παθολογία είναι ισόβιο αντικείμενο. Στη μέσα μεριά της πόρτας του φωριαμού του είναι κρεμασμένη η ζωγραφιά ενός σπιτιού με stråtag και η φωτογραφία του ακριβού του Pinarello. Κουμπώνω το πουκάμισο από κάτω προς τα πάνω, όλη τη διαδρομή ως το γιακά που είναι αφετηρία και τέρμα, βούρτσα στα μαλλιά και χτένα στη γενειάδα, καθαρά μάγουλα, μάτια χωρίς τσίμπλες, αλλά η σάρκα είναι αδιάκριτη, τα χείλια είναι ξεπετσιασμένα, το στόμα η πρόσθια κωλότρυπα η πόρτα της νυχτός, δεν ξεγελιόμαστε, δεν παίζουμε κρυφτό, τα δόντια μου βρίσκουνε στα δόντια του και ακούγονται μικρά τακ, η σάρκα δεν ξέρει από ντροπές και τη σφίγγουνε τα σκοινιά της σχολής του καθωσπρέπει και τα βυζιά της ζουλιούνται και μελανιάζουν και οι ευκοινώνητοι τον παίζουνε πυρετωδώς με αυτό το γελοίο μποντάζ, η επιταγή είναι σαφής, η κτηνωδία, το σκάνδαλο, όλα χορεύουν γύρω απ'τις αρμονικές της πείνας και της δίψας, λέει Σ'ευχαριστώ σαν να ονειροπολεί, δεν καταλαβαίνω γιατί μ'ευχαριστεί, το λέει συχνά τελευταία, με πλησιάζει να με φιλήσει, γυμνώνω τα δόντια μου σαν σκύλος και τα χτυπώ στα χείλια του, στα δόντια του, δαγκώνω το στόμα του, η αρμύρα του αίματος είναι ρεύμα, τα νεύρα είναι χαλκός, από το αγγείο στο μυαλό με το σούσουρο της απώλειας της παλιάς τηλεφωνογραμμής, αγκαλιά, μπουνίδι, τράβηγμα και σπρώξιμο, λέω Θέλω να σε λιώσω, είμαστε πίθηκοι, τα πουκάμισα είναι για τη μόστρα, θέλω να τον πονέσω, να χώσω τα δάχτυλά μου στην καρδιά του και ν'ανακατέψω το αίμα του, ξυρισμένος ευλαβικά σε κάθε ίντσα της μούρης του, νύχια κομμένα βαθιά, όπως τον βλέπω δια της αφής με γυρίζει μέσα έξω, ντύνομαι τις σκέψεις μου, τα αρχίδια σκαρφαλωμένα στην πύελο, η πούτσα μου παλεύει με τη ζώνη, δεν ξεχωρίζω το σάλιο μου απ'το σάλιο του, τώρα γνωριζόμαστε αρκετά καλά.

Κοιτάζω τον κόσμο αφ'υψηλού όταν το μουλάρι της υπέρβασης καταφέρνει να σταθεί στα καλαμένια ποδαράκια του. Κάτω η μούργα ανάγαπη κι εγώ χρισμένος γίγαντας στη βερνικωμένη σέλα με ένα μάτσο χαίτη ανάμεσα στα δάχτυλα, velvidende πως η σάρκα μου δουλεύει ακούραστα εναντίον μου, οπλισμένη με ένα γκασμαδάκι αρχαιολόγου με σκοτώνει λίγο λίγο, το λερό κορμί είναι πατσαβούρι εξόν από όταν στήνεται με τα ρεγκάλια του έρωτα απάνω στο μουλάρι που το έχουνε λαδώσει και το έχουν πεταλώσει τα ένστικτα, και από αυτό το λιγδοπατσάβουρο φυτρώνει ένα λεπτό φως σαν ηλιαχτίδες μέσα στο νερό πριν τις καταπιούν τα βάθη, έτσι γίνεσαι θεός, έτσι ακριβώς. Όλα τα άλλα είναι σκατά: ο Γκέοργκ ο Βερολινέζος που δίπλα μου στο διατμηματικό για τους καρκινοπαθείς είπε χαλαρά Το θέμα με τη θεραπεία του καρκίνου είναι πως πρέπει να εκτιμούμε εάν ο ασθενής αξίζει τα λεφτά της θεραπείας, και να αποφασίζουμε για μη θεραπεία όταν δεν τα αξίζει, γιατί αλλιώς πάνε χαμένα, είναι πολλά λεφτά, ο τσευδός Χένρικ που είχε πάει με τη μαλτεζογυναίκα του στην κλινική υποβοηθούμενης αναπαραγωγής μόνο και μόνο για να τους ενημερώσουν πως η γυναίκα ήταν ήδη γκαστρωμένη με το τέταρτο που τόσο είχε αργήσει και είχαν πιστέψει πως είχε πάθει υπογονιμότητα μετά από τα τρία πρώτα, ο Άλλαν με τις αρχές καράφλας που κυκλοφορεί περήφανος σαν καρδινάλιος και συζητάει με τη Σούζαν με τη φιδίσια μούρη για τους ταλαντούχους γιους τους με τα σπάνια ονόματα, η Χέλλε ο πατσάς και οι τίτλοι της, σκατά, σκατά, σκατά. Έτσι παίζεις το θεό, και αν είσαι τυχερός, ο Θεός σε βλέπει και γελάει, όπως και να'χει μένεις εκεί πατσαβουριάρης και ασήμαντος στον πάτο, αυτάρεσκος, ηλίθιος και άδειος, να παραφυλάς σαν κατινούλα πίσω από τους φωριαμούς για να δεις αν ισχύουν αυτά που λένε στα ΤΕΠ για τον υπεύθυνο της ανάνηψης και τον υπεύθυνο του τραύματος, το σημείο τομής, medicina e chirurgia, ποτέ σου δε θα καταλάβεις, ποτέ.

Η φωτιά των ζωντανών μπορεί να είναι τόσο πολύ κομψή, η μελέτη της παθολογίας γίνεται αλλωστε στη σιωπή. Τα κουμπιά κάπως ζεστά σαν φιλντισένια και τα πουκάμισα σφαλίζουν, τα ρούχα φρεσκοπλυμένα ντύνουν με το σάβανο της δυτικής υπεροχής ό,τι θα θύμιζε απολίτιστους αγρίους, και είμαστε οι δόκτωρ και δόκτωρ τάδε, και όταν κλείνει πίσω μας η βαριά πόρτα της εισόδου 136 είμαστε περαστικοί στη Σόνρε Μπουλεβάρ και μετά δεν είμαστε κανένας για κανέναν παρά για εμάς, ο κόσμος γυρίζει πλευρό και δε φάνηκε ούτε σπίθα, ο Θεός κρύβεται στο ρουμπινί αυγό στη μοναχική φωλιά στο θάμνο μες στο χιόνι, ο Θεός κρύβεται στο λάπις των ματιών σου όταν χύνεις, ο Θεός κρύβεται στη μια σταγόνα αραιό αίμα που ανατέλλει από τα χάρτινα χείλια μόλις με κάνεις να χαμογελάσω, ο Θεός κρύβεται στην ανάσα που κρατάς, στο φαλάγγι που αρνείσαι να σκοτώσεις, σε ό,τι δεν ομολογείς, σ'εκείνα που πονάνε ταυτόχρονα και όχι, ο Θεός κρύβεται στο μου λείπεις, Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΡΥΦΟΣ. Οι αγωνίες με κάλτσες και τα πρόσωπα που δεν ομολογούν, ήσυχα βήματα στο σαλονάκι την πιο μικρή μας ώρα, επίμονοι επισκέπτες επίμονοι εφιάλτες, πάλι δίπλα σ'εκείνο το καταραμένο κρεβάτι στα επείγοντα στο MODT. 7 και τα πάντα σίγουρα χέρια μου να τρέμουν γύρω από ένα νυστεράκι που πέφτει και ξαναπέφτει και ξαναπέφτει, πάλι μια τρίχα απ'την Αννουντσιάτα και εκείνο το φιλί που μου πήρε την ψυχή και μετά τα πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα να τρέχουν σε ένα λογαριθμικό κοντέρ κι ο κόσμος να απλώνει και ν'απλώνει και ν'απλώνει, η δοκιμασία είναι εδώ, δεν υπάρχει άλλη κόλαση, δε θα'ρθει άλλη κρίση: η φάρσα της αγάπης που είναι σαν κοφτερή πέτρα του νεφρού, κατουροδιαμάντι, αθάνατη και ανένδοτη και εγκλωβισμένη μέσα σε θνητά κορμιά που τα γαζώνει η δειλία, ο κόσμος γυρίζει πλευρό και δεν έγινε και κάτι, κάποιος ξαπλώνει ήσυχος σα να κοιμάται, αόρατοι επισκέπτες, αόρατοι εφιάλτες, και φτάνει ανεξαιρέτως το πρωί και το κατρακύλι προχωράει, η κατουρόπετρα γρανάζι γυρνάει και σκίζει τα πάντα από μέσα, κανείς δε θα μπορούσε να μαντέψει, μια φωτιά ήσυχη, κομψή και αβαρής, όπως ο θάνατος που έρχεται με τα αραχνοδάχτυλά του και τσεπώνει τον γέρο στον τετράκλινο και δεν το παίρνει κανείς πρέφα ως την ώρα της επίσκεψης την επομένη, αλλά το κακό έχει γίνει.

Θυμήσου τις νεκρές γωνίες
εκεί συμβαίνουν ιστορίες στα κρυφά
κι ώσπου να τις δεις είναι πολύ πολύ αργά

ξυπνάς είσαι εκτελεσμένος κι αγαπάς
κι ο θάνατος είναι καταστροφή.

ANGLES MORTS 


(to be continued)

Νangiarneq

Καρδιά από νήμα 
βόμβος των μεδουσών
πλοκάμια παλλόμενο φως

στη μνήμη αυτών
αίμα σαν ρεύμα στα γυάλινα παρασόλ
περαστικοί, αδύναμοι και ήδη ξεχασμένοι

λάδι με λάδι, δόντια οχυρό
στην ουρά της αρρώστιας το όραμα
το ανελέητο χέρι του χρόνου

στη μνήμη αυτών
που διάλεξαν τη θάλασσα
καρδιά από νήμα

κρικόδεσμος στο κέντρο
όσο φερμάρει η ομίχλη
τόσο σφίγγει η θηλιά








היפה בנשים

Είναι η ώρα αυτή η μυστική
το φως ψιλό ψιλό τριμμένο
κε σοσανά μπεΐν αχοχίμ
κεν ραγιατί

μάτια στα φτερά της πεταλούδας
σκιά μεσογειακή στους κόγχους
αγιόκλημα και χώμα

πένα οστού χορδές του ταμπουρά
καρπός καρπός σφυγμός 
σφυγμός και τύμπανο 

μόνο σύνορο η ακτή
αίματα μπερδεμένα

οι δώδεκα φυλές οι δώδεκα πληγές του Ισραήλ.

//

Τα χρόνια χιλιάδες χρόνια τ'ακούει κανείς στην προφορά, 
τα χρόνια χιλιάδες χρόνια τ'ακούει στην κάθε εισπνοή, στην κάθε εκπνοή, 
ιστορία σκαλί και ο ήλιος ανελέητος

από τη μάνα στον πόνο και από τον πόνο σε σένα, σε μένα
οι άντρες ασήμαντοι πατεράδες και γιοι
η πίστη πληρώνεται έτσι και μόνο: δια πυρός 

και σιδήρου, το όνομα είναι γραμμένο στα χείλη
στα δόντια, στο δέρμα, στα νύχια, η καταγωγή
κόμποι σε ένα υφαντό από δροσιά

είναι η ώρα αυτή η μυστική
το τριημιτόνιο της νύχτας
η άμμος χορεύει

το φως
κε σοσανά μπεΐν αχοχίμ
κεν ραγιατί

///

Σ'ακούω που κυλάς απ'τα ισπανικά στα ελληνικά στα εβραϊκά μονοκοντυλιά και το δέος μου δεν παλιώνει, είναι λες και το λαρύγγι σου ράφτηκε από σεφαραδίτα ράφτρα, πάμε ξανά, οι εβραίες όταν είναι όμορφες είναι αδύνατο να τις αντισταθείς, στέκονται στην κόψη μιας λάμας παράξενης, απ'τη μια πέτρα και από την άλλη λάδι. Ναι, στις γλώσσες του βορρά επιμένει η παιχνιδιάρα προφορά σου, όπως επιμένει η στέγνα μου στις γλώσσες τις δικές σου, όλα έχουν το τίμημα, όταν σε διαβάζω βλέπω το γερμανισμό σου σαν στοιχεία ανάμεσα στα στοιχεία, όταν σε σκέφτομαι ακούω το αηδόνι στο Σταυρό ένα βράδυ μαγιάτικο, Σιρ Χασσιρίμ των φαντασμάτων.

מים רבים לא יוכלו לכבות 
את האהבה

John the gentle

11/2021

Στη βιβλιοθήκη του νοσοκομείου έχουν τη συλλογή από παλιές εικόνες ιατρικού ενδιαφέροντος, αποκόμματα από εφημερίδες και άτλαντες και περιοδικά, κάθε εικόνα στο δικό της γυαλί, και όλες οι γυάλινες πλάκες δεμένες σαν ένα χοντρό βιβλίο, και σ'εκείνο το τμήμα υπάρχουν αρκετά από αυτά τα γυάλινα βιβλία πάνω σε μικρά βάθρα ανάμεσα στα ράφια. Εκεί συναντιέται το κορίτσι με το γηραιότερο του τμήματος, τον Τζων, και κάνουν απογραφή των γεγονότων του μήνα.

Το τμήμα με τα γυάλινα βιβλία είναι στο υπόγειο και λίγοι το επισκέπτονται. Οι βιβλιοθηκάριοι κάθονται στους πάνω ορόφους και δεν είναι κοντά να απαιτήσουν ησυχία. Ο Τζων δεν έχει ανάγκη έτσι κι αλλιώς. Μιλάει πάντα πολύ σιγά. Και πριν αρχίσει να μιλάει εισπνέει σα μικρό σκυλί, αυτό σημαίνει πως σκέφτεται. Ο Τζων δε μιλάει ποτέ χωρίς να σκεφτεί. Ο Τζων είναι επιδέξιος στα χέρια και στα λόγια. Είναι από εκείνους τους παλιούς χειρουργούς που ήταν και κουρείς και γιατροί και εξομολογητές, τελευταίος πια στο είδος του. Έψαχνε απεγνωσμένα σχεδόν διάδοχο ενώ η σύνταξη τον έχει στο κατόπι. Τα πιστά μάτια του κυκλώνονται από βλέφαρα οιδηματώδη σαν την άκρη ενός βραστού λουκάνικου που είναι έτοιμο να σκάσει, από την ισόβια αγρύπνια και το βάρβαρο εξαερισμό των χειρουργείων, είναι υπερβολικά υγρά και οι επιπεφυκότες υπεραιμικοί, αυτοί οι φτηνοί σκυλίσιοι βολβοί του δίνουν οξεία ενόραση, και είναι σα λαδερός, κοντός, τσιμπλιάρικος δρυΐδης με μια μικρή κοιλίτσα, αρτσωμένα μαλλιά και πάντα πέντε μέρες αξυρισιά. Φοράει τη ρόμπα πάνω από τα πολιτικά ενώ ο κανονισμός λέει πράσινα και μπλε και ιστορίες, ο Τζων παραείναι θαλασσοδαρμένος για όλα αυτά. Ο κανονισμός είναι για να ξεπαρθενέψει τους νεόκοπους, να τους σπάσει το τουπέ, να τους ξεβρακώσει για να τους κάνει μέρος του ιδρύματος, οι βετεράνοι τον γράφουν στ'αρχίδια τους, οι βετεράνοι είναι το ίδρυμα.

Το κορίτσι θα μπορούσε να είναι κόρη του, ένα μικροκαμωμένο πλάσμα που δεν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση εκ πρώτης όψεως, στις διατμηματικές συνεδριάσεις με τους ακτινολόγους δουλεύει πυρετωδώς το βελονάκι στο σκοτάδι, λες ίσως δεν την κόβει τη μικρή, χαζονοικοκυρούλα, αλλά όσο περνάνε οι όψεις ανακαλύπτεις κάτι διακριτικά γοητευτικό που σιγά σιγά αναδύεται από την ομίχλη σαν κτήνος επιθυμίας, ένα σαρκικό θηρίο, λυσσαλέο και όμως τόσο τρυφερό, το κορίτσι είναι χαρισματικό, τα χεράκια που χωράνε με άνεση στο εξάρι γάντι έχουν τρομακτική μυϊκή μνήμη και ακρίβεια. Μαζεύει υποστηρικτές των χειρουργικών ειδικοτήτων σαν εντομοσυλλέκτης, και νομίζω, παρότι αλλαξοπίστησα στην πορεία, κάτι με δένει ακόμα με την αγέλη, και εν μέρει είναι αυτή η κοινή μας αδυναμία. Το βλέμμα, αθώο και περίεργο, που όμως μοιάζει μονίμως να σε τσακώνει να κάνεις κάτι που δεν πρέπει, εδώ ξιφομαχεί ήσυχα με την απλανή, νυσταγμένη, εσωστρεφή ματιά του Τζων, παρασκήνιο τα γυάλινα βιβλία στα βάθρα τους και το ημίφως του υπογείου. Εκεί ξετυλίγεται ένα νήμα που έχουμε μαζέψει και ξαναμαζέψει σε μπόγο, ένα νήμα που έχουμε σίγουρα ξαναδεί κάπου στο πάτωμα δίπλα στην κουνιστή πολυθρόνα. Ο Τζων γίνεται πάλι εικοσάρης, η σιγουριά του βετεράνου τρεμοπαίζει, μερικές φορές χαμογελάει στο κορίτσι ντροπαλά, και χαμογελάνε και τα κουρασμένα μάτια του, το κορίτσι ηλιοτρόπιο τον παρακολουθεί, είναι ένας χορός εξωτικών πτηνών, και γύρω το δάσος σκοτωμένο και βιβλιοδετημένο και κομμένο και ραμμένο και θαμμένο κάτω από βουνά του πυριτίου.

Τους είδα στο χειρουργείο για Γουήπλ μαζί με τους άλλους από το αμφιθεατράκι, το κορίτσι επικεφαλής, ο Τζων βοηθός και υποβολεύς και ο πηγουνιάρης άγκιστρα, τα χέρια τους ήταν φτερά, το πεδίο αλφαδιά και καθαρό, το χειρουργείο ήσυχο σαν μοναστήρι, κανείς δεν άκουγε τις συνεννοήσεις τους, ίσως να μη μιλούσαν καθόλου παρά με τα μάτια, η αναισθησιολόγος πίσω από το ντρέπι στα σουντόκου, δεν ίδρωσε κανείς σ'εκείνη τη Γουήπλ παρά ο θεατής, ήταν σημαδιακή εκείνη η Γουήπλ, η διαδοχή, το σκήπτρο, όσοι παρακολουθήσαμε απ'έξω και η εργαλειοδότρια και ο πηγουνιάρης και η αναισθησιολόγος εντός, όλοι ξέραμε πως είχαμε γίνει μάρτυρες ενός ιερού μυστηρίου, ενός σπάνιου φυσικού φαινομένου, ήταν μια τελετή στέψης, και ο Τζων στα γόνατα και το κορίτσι αιφνιδίως με άσπρα μεταξωτά μαλλιά και χείλη νεκρικά, Θεέ μου πόσο ζήλεψαν οι άλλοι που περίμεναν χρόνια στημένοι στην ουρά και ο Τζων τους πρόδωσε για τη θετή του κόρη που ήρθε σφήνα και λοξά απ'το Σταυρό.

Στη βιβλιοθήκη κοντά στην απογραφή ο Τζων και το κορίτσι συζητάνε και θέματα όπως οι μικρές διαπλοκές της κλινικής και τα αγαπημένα άρθρα του Τζων απ'τα περιοδικά του '80, και φυσικά το φετίχ του, τα ιατρικά φαντάσματα, εκείνα τα case reports που περιγράφουν σύνδρομα και οντότητες σαν θρύλους και παραμύθια για γιατρούς, ο Τζων και το κορίτσι Χένζελ και Γκρέτελ και ένας κύκνος από γραφές τους περνάει απέναντι σαν βάρκα, ανθρωπάρια κάτω από τον ψηλό θόλο της επισταμένης γνώσης, οι μέρες φεύγουν και ρίχνουν τις σκιές τους σαν δαχτυλιές στις παλιές σελίδες, κάποιος φτύνει τα δάχτυλα, επόμενο κεφάλαιο, επόμενο κεφάλαιο, και έτσι η μελέτη προχωράει.

Είναι βράδυ Δευτέρας και εφημερεύουμε και οι δυο ανακλητοί. Όταν η ώρα είναι στρογγυλές οχτώ ο Τζων και το κορίτσι τηλεφωνιούνται, του δίνει την αναφορά της κλινικής για να κλείσει για τη μέρα, και είναι ο χείμαρρος που ξέρω, και ο Τζων είναι η ίδια υπομονετική γη που είμαι κι εγώ, και πάνω του πέφτουν αθρόες ποσότητες ολόφρεσκου νερού, αλλά είναι διαβρωμένος ως το μεδούλι, δεν έχει μείνει τίποτα για να ξεπλυθεί, απαράλλαχτος πια και σταθερός, παλλάδιο κάτω απ'το γαλαζοπράσινο τζάμι της βάθρας, εισπνέει σαν μικρό σκυλί και της δίνει το οκέη, ο ήλιος δύει και το φεγγάρι ανατέλλει, και για ένα διάστημα είναι αμφότεροι στον ουρανό, η πίπα μου ζεσταίνει την παλάμη, η κουζίνα μυρίζει γλυκό καπνό και φρέσκο ψωμί, το τραπέζι είναι άσπρο και καθαρό, αλλά βλέπω τις πληγίτσες που του'χουν μαζευτεί απ'αυτά και από εκείνα, η άσπρη πετσέτα κρέμεται από την πιάστρα του φούρνου, το φως πορτοκαλί από τη γάτα-Τίφφανυς, ο Πούτιν σαν Χριστός μας βλέπει αγία μητέρα και πατέρας από ψηλά, ειρωνεία και νοικοκυροσύνη, οι στενές της φτέρνες ξεκουράζονται πάνω στα γόνατά μου, γέρνω το κεφάλι για να τη δω καλά και κρατώ τα βλέφαρα ανοιχτά με το ζόρι, μήπως και αποτυπωθεί η εικόνα της στους κερατοειδείς μου σαν αμμοβολή στο φως, και όταν πεθάνω μείνει το πορτραίτο της στους γυάλινους βολβούς μου σαν το αγαπημένο πρόσωπο μέσα στο κρύσταλλο σ'εκείνο το αρχαίο δαχτυλίδι από τον οικογενειακό τάφο του Τίτου Καρβίλιου.



(φωτογραφία από τα ευρήματα των ανασκαφών στη νεκρόπολη της Γκροτταφερράτα)