© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Οι νύχτες του Δεκέμβρη

Δέκα λεπτά πριν τις οχτώ είμαι στη διασταύρωση κάνω να κόψω αριστερά τα φρένα παγωμένα το ποδήλατο πατίνι προς το ντουβάρι του μεσιτικού τελευταία στιγμή πηδάω κάτω το παίρνω στα χέρια και τρέχω στο πάρκην του νοσοκομείου. Φτάνω λαχανιασμένος στα αποδυτήρια, το ένα γάντι πέφτει στο μωσαϊκό, λάθος κλειδί, άλλο, το τηλέφωνο χτυπάει τη στιγμή που σπρώχνω την πόρτα, Πού είσαι; -Στα αποδυτήρια. -Δε θες να 'ρθεις απ'την κλινική; Σε περιμένουμε. 

Οι νύχτες του Δεκέμβρη είναι πέτρες στις τσέπες, το φως απομακρύνεται, η ρόμπα ασήκωτη μέσα στο νερό, βουλιάζει και βουλιάζει και το σκοτάδι του βυθού με καταπίνει όπως ο κλίβανος το ξεχασμένο ράμμα, τίποτα δεν αφαίμαξε τα μάτια μου απ'τη μέρα όσο εκείνο το αναθεματισμένο άσπρο της στολής, το άσπρο στα σεντόνια, το άσπρο στις λεχρές κουρτίνες, το άσπρο στα γάντια, στις μάσκες, στα πανιά.

Στο κρυφό κλιμακοστάσιο για την κλινική περνώ την πτωμαΐλα του υπογείου, τη σκατίλα της γαστρεντερολογικής, τη μούχλα του αρχείου, τρίτος όροφος, χλωρίνη και γεροντομουνιά, χτυκιό, σκατά, ρίχνω μια ματιά στο παράθυρο με τις δυο μικρές γλάστρες, έχουν δυο τούφες παγωμένο χιόνι, είναι πολύ χαμηλά, προχώρα.

Η Καρλίννα έρχεται κουνώντας τη χοντρή της μέση και μου δείχνει τα νύχια της. -Γιατί στο σκοτάδι, γιατρέ; Ακουμπώ στο τζάμι. -Θα γίνει μέρα σύντομα. Μου δείχνει τα νύχια της, είναι βαμμένα σαν φραμπουάζ. -Αν σε πιάσει η υπεύθυνη υγιεινής ξέρεις τι θα γίνει. -Μ'αρέσουν τόσο πολύ, γιατρέ! Και ξέμειναν από εχτές. Θα φοράω γάντια όλη μέρα. Ξέρω πώς είναι αυτή, αετομάτα κάργια! 

-Θέλω παγωτάκι. Η πρεζού αγνώστων στοιχείων ξύπνησε μετά το ναλοξόν, τώρα περιφέρεται με το γνώριμο τριγωνικό βηματισμό στο διάδρομο από πόρτα σε πόρτα, ψάχνει παγωτάκι. -Θέλω παγωτάκι. 

Η γριά κορωνιασμένη υποδύεται την αβοήθητη στο κρεβάτι του θαλάμου 30, κλεισμένη πίσω από τις διπλές πόρτες της απομόνωσης. Ιδρώνω μέσα στη στολή του αστροναύτη, δεν ήξερε πού έπρεπε να πάει να εμβολιαστεί, δε μπορούσε να βρει τη διεύθυνση -Είμαι τόσο κουρασμένη, πολύ κουρασμένη, πολύ εξασθενημένη. Της βάζω έναν ορό, δεν πάει να γαμηθεί. Λύνω την ποδιά, ποδονάρια, γάντια, απολύμανση, σαπουνάδα, ποδιά, απολύμανση, σαπουνάδα, σκούφος, απολύμανση, σαπουνάδα, βιζίρι, απολύμανση, σαπουνάδα, πρώτη μάσκα, απολύμανση, σαπουνάδα, δεύτερη μάσκα, απολύμανση, σαπουνάδα, τρίτη μάσκα (ffp3), απολύμανση, σαπουνάδα, αίμα, όλα ξεκολλάνε, όλα ξανακολλάνε, μάσκα, μάσκα, μάσκα, σκούφος, βιζίρι, ποδιά, ποδονάρια, γάντια, μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια, πάρε με από 'δω.

Κλείνω τα μάτια, το μάγουλο στο μπράτσο πάνω στο γραφείο, η λάμπα τζιτ τζιτ τζατ τζιτ τα'χει κλάσει και δε θα ασχοληθεί κανείς ως τη Δευτέρα, το κεφάλι μου το έχει πιάσει ένας γίγαντας ανάμεσα στο δείχτη και τον αντίχειρα και το ζουλάει σαν μπαλάκι από ζυμάρι, ξαφνικά τίποτα, η νύχτα του Δεκέμβρη, σκοτάδι, το τηλέφωνο χτυπάει, χτυπάει, χτυπάει, ψάχνω να θυμηθώ σε ποια γλώσσα πρέπει να πω τον τίτλο μου, -Στέλνω εισαγωγή. -Στοιχεία. -1927... -1927; -Ναι, ο κύριος είναι ηλικιωμένος. Το κεφάλι μου, τα δάχτυλα του γίγαντα, τα πελώρια νύχια, η κάντιντα ανάμεσα στα κολοσσιαία ποδοδάχτυλα, ρυπαρές ραγάδες, μια αγγειίτιδα, τα μάτια των Γροιλανδών, εκείνο το χλωμοκάστανο βλέμμα τους που πάντα βλέπει μακρυά, μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια, το μυστήριο του θανάτου, το νοσοκομείο με τον τσιμεντένιο κώλο του κάθεται στο στέρνο μου ακριβώς, ο άνθρωπος και η αρρώστια του, ο άνθρωπος, τίποτα χειρότερο, τίποτα πιο καλό, κατάρα, ευλογία, έξω όλα παγωμένα, το χιόνι σκληρό σπάει σε κομμάτια, φυσιέται ντουμάνι, αλάτι στο δρόμο, εκείνη η αρμυρή λάσπη, οι νύχτες του Δεκέμβρη, η ανάσα μου επίμονη, επιμελής, ακριβής, το κούτελο αρυτίδωτο, τα μάτια βαθουλωμένα, τα μαλλιά το αντικείμενο του πόθου των κοριτσιών, τα γόνατά μου, τα πόδια μου, εγώ, η τιμωρία μου.

Προχώρα, αρχίδι. Το δάχτυλο στη χαίνουσα κωλότρυπα της θείας, σκατά παντού, τα κωλομέρια, το πάμπερ, η Καρλίννα στέκεται απέναντι ορθή και περιμένει με το νεφροειδές, το ταβάνι χαμηλώνει, το πάτωμα σηκώνεται, τα κρεβάτια είναι στόματα νεοσσών με τα λαρύγγια φάτσα φόρα, κότες και τα ολέθρια ράμφη τους, τσιμπάνε τα πάντα, τσιμπάνε τους σουλήνες, τσιμπάνε τα ντουβάρια, τσιμπάνε σβέρκα και αγκώνες και νύχια και Αχιλλείους, καννιβαλιάρες κότες, καταστροφή, η πόρτα του θαλάμου 6 δεν κλείνει καλά.

Το τηλέφωνο, ακούω τους συνομιλητές μου που καταπίνουν τον αέρα με ένταση και σιγά σιγά όσο προχωράει η κουβέντα μολύνονται και πέφτουν οι τόνοι τους, ο χρόνος μου είναι πάντα διεσταλμένος, η ήρεμη φωνή μου, η Έλσε 42 πυρετό και τα μάτια από τις κόκκινες κόγχες τους κρεμιούνται απ'τη φωνή μου, τα χέρια μου, η Έλσε, το τηλέφωνο, η φωνή μου, οι φωνές τους, φασαρία, συρφετός, ιδρώτας που ποτίζει τα πάντα, ιδρώτας στο κρεβάτι, ιδρώτας στο μωσαϊκό, -Δώσε μου κάτι, οτιδήποτε, δε μπορώ άλλο, δεν το μπορώ, της χαμογελώ γερμανικά Ach, Else και κάτι την ψυχαγωγεί μέσα στην αγωνία της, ιδρώτας, πυρετός.

Ο γέρος Πέτερ είναι να πεθάνει, τα χρώματα των απέραντων αμερικάνικων λειβαδιών, στενά σύννεφα απ'άκρη σ'άκρη, οξυγόνο απ'το μαρκούτσι και τσπσσσσσς, η μελαχροινούλα με τα τατουαζιασμένα φρύδια δίνει πούλπα στοκόπουλπα με την εξηντάρα σύριγγα στο σακούλι, -Χορηγώ την εντερική διατροφή. -Ναι, το βλέπω. -Θέλετε να φύγω; -Όχι, μην κόψουμε τον Πέτερ πάνω στο μεσημεριανό του. -Χι, χι. -Καχνόγκ καχνόγκι! Καχνόγκες! (αυτός είναι ο Πέτερ) Βάζω το ακουστικό παρά της αορτικής όχι από απορία αλλά για να νιώθουμε όλοι εδώ μέσα πως γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια. -Κρύο κρυώνεις! Κρυώνεις! (ο Πέτερ πάλι).

Δευτέρα χαράματα ανάσκελος κάτω από τη λάμπα τζιτ τζιτ τζατ τζιτ θέλω να μου ρίξω μια δυο τρεις ανάποδες και ίσιες και να με πετάξω στα σκουπίδια αλλά είμαι ακίνητος, ανέκφραστος, ήσυχος, τα μάτια ανοιχτά, η στολή καθαρή και περιποιημένη, οι κάλτσες φρέσκιες, τίποτα δεν έχει συμβεί, όλα όπως πριν, η πόρτα ανοίγει ξαφνικά. -Τι κάνεις εδώ; Βλέπω την ώρα, είναι οχτώ και έξι λεπτά. Η Κατρίνε Γκ. έχει ήδη πάρει τη σκυτάλη. Στον καθρεφτάκο του εφημερείου βλέπω τα χρόνια μου όλα ένα προς ένα και ίσως λίγα ακόμα δανεικά, χορεύουν σαν ξωτικά γύρω απ'τα μάτια μου.

Έξω στο κρύο, πρωινά δάκρυα, ανάβω την πίπα, Άκαπνο νοσοκομείο μέσα και έξω λέει η πινακίδα, επανάσταση, σκέφτομαι τη Ναυσικά, το μπουγάζι του Σταυρού, το ξύλινο ταβάνι και το ασσορτί περβάζι, τις θύελλες στο Βυκ, άμπωτη στα χαμηλά και στα επίπεδα στην ψιλή άμμο του Νορντφρίσλαντ, σκέφτομαι τις γυαλισμένες πλάκες στη Φιλαρμονικής, το φάντασμα του Οτράντο, τις ανεμώνες, τα ουράνια τόξα πάνω απ'την Αλβανία, τα δάχτυλα του γίγαντα μου συνθλίβουν το κεφάλι, είναι μια κούραση απ'την οποία ποτέ δε θ'αναρρώσω, είμαι ποτισμένος μ'αυτήν τη θλίψη του επαγγέλματος όπως οι κουβέρτες στην κλινική είναι ποτισμένες με κάτουρο, έξω στο κρύο, προχώρα να σου γαμήσω, η σέλα είναι παγωμένη, η ρόδα έχει κολλήσει, ορθοπεταλιά και τσουλάει, η πίπα στο στόμα, το μαύρο μπουφάν, το μαύρο σκουφί, οι πέτρες στις τσέπες, οι νύχτες του Δεκέμβρη.



Θυμήσου

-I know I'm not good enough for you. But I also know nobody else in the world is good enough for you. Because you're perfect.
-So you thought-
-Yeah, I thought I might as well be selfish. For you it'd be a lose lose situation regardless.

x

Από την ανατολική ακτή της Μεσογείου στην ανατολική ακτή της Βόρειας θάλασσας στην ανατολική ακτή του Ατλαντικού ο κόσμος και οι αδυναμίες του από τα μάτια τα πολωνικά στα μάτια τα γερμανικά στα μάτια τα μπάσταρδα της Διασποράς από στόμα σε στόμα και από γλώσσα σε γλώσσα από γωνιά σε γωνιά και από χορδή σε τύμπανο και πίσω σε κουβάλησα μαζί με μια πίστη άπιστη και βρωμερή σε τσαλάκωσα σε δίπλωσα σε άπλωσα και σε ξαναδίπλωσα και οι δυο γραμμές που ήταν γραμμένες στο χαρτί σου δε σβηστήκαν ούτε λίγο, από την απελπισία των χειρουργείων στο βόμβο της πλατφόρμας από το ιερό των εξωτερικών στον ιδρώτα της ανάνηψης απ'τους κοριούς στην αφραγκιά στις παρτίδες στα κλεφτά και πίσω στα λεφτά από εδώ εκεί και οπουδήποτε κάποτε γουλί άλλοτε με σκουριασμένη κώμη ποτέ τέλειος και πάντα απατεώνας οι δυο γραμμές σου εκεί τα δάχτυλα επί το έργον ο χορός της σκόνης στον ήλιο του μεσημεριού η πάχνη τη Δευτέρα το πρωί και η αλατολάσπη στην αυλή ανάθεμα τη σκοτεινιά ανάθεμά τα όλα 

δυο γραμμές
ΤΙΠΟΤΑ ΕΚΕΙ ΕΞΩ ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΕ ΘΕΡΑΠΕΥΣΕΙ
ΠΑΡΑ ΤΟ ΔΡΕΠΑΝΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


Φ Λ Λ 

Feathers of quail

It's a long way from Ierapetra to John o' Groats, the tide is low, the land is bared, the land is separation. My car is at the shop, the handbrake is torn apart again. It must be the fourth time. Now I know I'm never seeing it again. A pity I can't remember anything from the last time other than the handbrake in my hand like a useless limp rod. I don't have any luggage, all I need is in my pockets. What a relentless sunshine in the dead of winter!

I need to find someone to drive me. I won't get any more chances after sunset, nobody dares pick up hitchhikers at night in these deserted villages. The townhall provides shelter from the wind, I'll stand here patiently, two, five hours, all day, however long it takes, everyone who drives through the village drives by the townhall anyway. I'm parched, my lips feel as if I've been eating crisps for my day's pay, I stretch them and they burst like sausage skin. 

A rotten ZAZ 966 stops before me just as I'm licking the blood off my lips. The car was white once, but at some point the color turned into an oatmeal kind of hue, like the weathered linen that's met the bleach one time too many in the big cauldrons in the hospital basements.

Inside the ZAZ sits an ancient man, almost as wrecked as his little car. He's wearing a knitted sweater, it was also probably white once, now it's just old. The man speaks Norwegian; I understand him, that's no surprise, I spent two years working in Norway, so far so good, things are making sense.

"I'll take you where you need to be, but you'll have to pay me in quails."
I caress the wad of tenners in my pocket almost sensually, it might as well have been my dick.
"You don't want money, then?"
"I'm not interested in money."
I shrug in acceptance, it's the same to me either way. He gets out of the car, produces a dirty rifle from the trunk, places the greasy sling around my neck, hands me two boxes of ammo, the finest pellets, ideal for shooting quail. God knows how old the ammo is, the brands have long disappeared from the boxes, now plainly shit brown with a thin green stripe.

I sit comfortably in the co-drivers seat, rest the rifle on the sill, the window on my side is rolled down and the handle is stuck. The old man starts the car again and off we go.
"To John o' Groats" I say, "as fast as you can."
"Why the hurry?"
"If I miss this card, I lose the entire game."
"Death will take everything you have. It doesn't matter what you do."
"Death is dealing, old man. Take me there on time and I might stand a chance."
"Look around for quails. As soon as we start cruising north, there'll be fog so dense, you won't even dream of seeing the birds with the eyes you were given. God help you with those eyes, boy."

At night the hunting ceases: respite. I sleep in the spacious seat, my head swaying from side to side with each turn. The ZAZ is hollow like an empty shell, whatever insulation it had has deteriorated to the point of evaporation. It's as if we're on foot, I can hear the tiniest grit on the veins of the road. The permanently open window helps too. There is no shelter from the cold, and fuck me if it isn't cold. I'm not sure I have all my toes anymore, but I don't dare check, I don't want to know, whatever's happening in the woolen socks is none of my business.

The old man drives tirelessly. We drink sweet tea with buttermilk from a keg on the back seat. We eat salty hardtack. We piss in a whisky bottle. As far as shitting goes, we're doing none of that: the menu is strategically selected to keep you constipated. The old man smokes some fat cigars that smell of candied orange. He chews the tip for a while, then eats it, then lights the cigar and smokes for hours.
"Mind if I take a puff?"
"Sure. When pigs fly."

During the day I hunt. I shoot carefully, taking my time to think, track the birds and aim. My forehead resembles crumbled paper from the strain. The quails drop magically by the road, right on the shoulder. I open the door just enough for my arm to fit, the old man slows down and I pick the game in motion.
And then there's my handiwork: cleaning the quail of the pellets. It's not an easy task. It's messy and impractical in the small car. To be honest, the thought of removing the pellets hadn't even crossed my mind, until the old man said snarkily:
"What are you staring at your knees for? Grab a bird and get rid of the pellets. I want nothing burdening them."
No complaints, the old man is doing me a favor. Five thousand kilometers. Plus the handiwork keeps me occupied.

"Last ride, boy. I'm retiring. But we were going the same direction anyway. I myself am going home."
"Where to?"
"Fodderty."
"You aren't taking me all the way, then?"
"I'm taking you to Fodderty. I'm having you over for dinner."
"No, that won't work. I don't have time for that."
"Keep an eye for quail. Leave the planning to me. I'm not an amateur."
"What's that supposed to mean?"
"I've made this drive before. From Ierapetra to John o' Groats. We didn't make it then. Arrived too late. See, I needed sleep. Now we'll make it easy, in very good time, even. One wastes a lot of time sleeping."
"Sleeping is nice."
"Only if you're afraid of the world."

The tea keg is buried under a mountain of quails. The back of the car is completely packed with game. I'm out of ammo. The fog is impenetrable. The sleet is needles in my arm, I'm leaning towards the old man, trying to avoid it as much as I can. We got some decent weather for the greatest part of the trip. But now it's all lead-like darkness and this unbearable cold.

"We're almost there."
"Is this enough quails?"
"Yes."

The ZAZ is huffing like a fat asthmatic kid on the gravel road. Rolling hills under a soft blanket of dark moss. A gray stone brick cottage appears in the horizon. Of course it's the old man's home. The old man himself, the ZAZ, the keg, the rifle -they all belong organically to the gray stone brick cottage.

When he turns off the engine, the ZAZ lets a deep sigh and starts steaming. In the yard, under a sturdy canopy, there's an unexpected meeting: my father, my mother, my good friend Bertie, my wife, the old man's wife and I. They have already set the table, a really long narrow table with about twenty chairs by each side, a bright white tablecloth on, it looks foreign, hell, they've brought it all the way from Tzavros, I have seen it before, I'm certain.
The old man disappears in the kitchen to deal with the cooking. The others are drinking dark beer from a keg identical to the one we have in the car. I unload the quails, piling them on the ground right by the table. This takes a couple of hours, a tedious project, hundreds of small dead birds. I had no idea I had shot that many, now at the sight of the genocide my temples break into a sweat. 

Drenched and with my knees like jelly from the prolonged immobilization and the strict fast of the recent days, I finally sit by the table, absolutely exhausted. The old man shows up with the food, perfectly timed, choreographed even, carrying powsowdie in a tin bucket and sheep's heads cooked in their own blood. We help ourselves, my father breaks the bread, dark beer is flowing from the keg, strong beer that doesn't foam, flat like home, we're hungry, we're thirsty, soon we're tipsy, loud, laughing, not long until I'm drunk, so quick to forget.

The old man remembers though. Time is after me and the old man remembers. He takes the plates away and returns to brush the crumbs off the impeccable tablecloth. Then the following happens:
The old man stands next to me, the brush in one hand.
"Here we are. It was my last ride. Good luck, boy. God help you with those eyes you got." he says. He puts the brush abruptly on the table with a bang, grabs his chest in pain, turns blue, turns black, his eyes roll backwards, only their whites visible. Then he drops dead to the ground. The very moment of his passing, the quails open their eyes one by one, a sudden gust, wings start flapping, a flock, a cloud, the old man's soul, they fly south.

From within the shadow of the flock, the figure I was after all along emerges, a dark statue, a swarm of iron filings, the only thing standing out ten ashen fingers, I extend my arm, provocatively rosy before the haggard creature, I touch each and every phalanx, one by one, patiently, diligently. It smells like flesh, living, warm flesh in the dead of winter, and a soap I never knew before, my nails under the nails of the creature, such clean nails. I approach, I see the outline of a chest, a well-ironed shirt from the same fabric as the tablecloth they brought from Tzavros, so blindingly white. I place my good ear on the good chest, close my eyes and hark: the heart, the creature's heart, this heart is not beating like a fleshy heart. This heart is a lute of glass.

The creature turns me around so that my back touches the radiant body, nests me in a tender embrace and whispers in my ear:
"Welcome."
And then we both shatter to thousands of quails.
We sink into the sky as if it was sea on a summer night, leaving no trace but a few feathers of quail.

Μεγάλος κανελλής σκύλος

ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Ένα μυστήριο πράγμα. Ομίχλη στο ενάμισι μέτρο ύψος σαν αιωρούμενη ζώνη και από κάτω και από πάνω τα πάντα διαυγή. Ένας βιαστικός κοκκινολαίμης που αποφάσισε να κάτσει σε έναν ώμο. Το Βόρειο Σέλας και ο μαλακός αποβροχάρης δυτικά του Ράμπεργκ. Τα φρούτα του ευώνυμου του ευρωπαϊκού πασπαλισμένα με πρώιμο χιόνι. Το ζυμάρι κάτω από την πετσέτα σε μια ζεστή κουζίνα. Τα πόδια, το ένα εμπρός από το άλλο, βήμα βήμα, χιλιόμετρα στην ψιλή άμμο και στο βάθος το μπούνκερ.
Ξύπνα!
Τα γυαλιά που θολώνουν μόλις μπαίνω στον παλιό φούρνο του Κερτεμίνε απ'το κρύο έξω. Το παράθυρο στο Ραβελίνεν που βλέπει τη λίμνη στολισμένο με λαμπιόνια. Τα πράσινα τσουλούφια των υακίνθων. Οι πεταλούδες το καλοκαίρι γύρω απ'τους θάμνους στη δυτική ακτή. Η κουβέρτα που μου έκανε δώρο το νοσοκομείο πριν δυο τρία χρόνια τώρα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου ανάμεσα στα κουκλιά και τα μαξιλαράκια. Φλάουτο τραβέρσο, Τέλεμανν και κυριακάτικη ησυχία.
-Ξύπνα!
Τα βλέφαρά μου είναι πρησμένα και ξερά από την αγρύπνια, ανοίγω τα μάτια σαν να ξεκολλάω το περιτύλιγμα από καραμέλες που έμειναν στον ήλιο. Είμαι ανάσκελος στο άβολο κρεβάτι, χωρίς σκέπασμα, με τα ρούχα της δουλειάς και το τηλέφωνο στο χέρι πάνω στην κοιλιά. Από το κόκκινο ντουβάρι κρέμεται η κοκκινωπή ζωγραφιά. Το ψηλό λαμπατέρ γυρισμένο πέρα από μένα για να μη με καρφώνει στο μυαλό ρίχνει το άσκοπο φως του προς την πόρτα. Ο ουρανός είναι ακόμα σκοτεινός, μένουν σίγουρα τέσσερεις πέντε ώρες ακόμα. Αλλάζω γνώμη, κλείνω τα βλέφαρα, αφού δε χτυπάει το τηλέφωνο όλα καλά, αν είμαι έξτρα τυχερός θα λαγοκοιμηθώ ως την πρώτη ενημέρωση στις εφτά.
-Το βλέπω που είσαι ξύπνιος ρε.
Αισθάνομαι ξένη ζέστη στο κούτελό μου. Ανοίγω τα μάτια πάλι, βλέπω μια μούρη κολλημένη στη δικιά μου, η πλαστική θήκη του στρώματος τρίζει σαν μικρές κλανιές ενώ προσπαθώ να φτάσω τα γυαλιά μου απ'το περβάζι, ρίχνω τη λίστα των πεθαμένων στο πάτωμα, το στηθοσκόπιο, το άδειο πλαστικό ποτήρι, τώρα έχω ξυπνήσει οριστικά, την ανάσα αυτή την έχω ξαναμυρίσει.
-Τι στην ευχή, πώς μπήκες μέσα;
-Δεν είχες κλειδώσει.
-Πώς ήξερες πως ήμουν εδώ;
-Ρώτησα τη Μαριόλλα στο ισόγειο.
-Ποια είναι η Μαριόλλα; Ρεσεψιόν;
-Ναι.
Θέλω να τον πάρω αγκαλιά αλλά αποφασίζω να τρίψω τα μάτια μου που ζουμιάζουν και με φαγουρίζουν. Καθαρίζω το λαιμό μου, ο εξαερισμός του νοσοκομείου με κάνει σαν αφυδατωμένο λαχανικό. Πατάω πάνω στα σαμπώ χωρίς να βάζω τις πατούσες μέσα. Αυτός στέκεται ένα μέτρο απ'το κρεβάτι. Δεν ξέρω τι ακριβώς θέλει να πει, αλλά φαίνεται φορτωμένος.
-Γιατί είσαι εδώ πάνω;
-Δεν έχει κίνηση.
-Γιατί δεν κοιμάσαι; Να κοιμηθώ κι εγώ, έγινε της πουτάνας όλο το βράδυ με τις ανακοπές.
Κάθεται κολλητά μου, τρίβει κι αυτός τα μάτια του, καθαρίζει και το λαιμό του, μου πιάνει σφιχτά το χέρι, το στρώμα τρίζει πάλι να σου οι μικρές κλανιές, οι παλάμες μου ιδρώνουν και τα αυτιά μου παίρνουν φωτιά, δεν έχει καν αρχίσει να μιλάει κι αισθάνομαι ήδη άβολα. Για λίγο δε λέει τίποτα και είναι σα φουσκόψαρο έτοιμο να εκραγεί. Τα νύχια του είναι ωραία και πλατιά και ομαλά από το βουρτσάκι των χειρουργείων. Τα δάχτυλά του είναι ζεστά. Γέρνω το κεφάλι μου, το μάγουλό μου ακουμπάει στην κορυφή του κρανίου του. 
-Η Σουκριγιέ είπε να έρθετε για Πρωτοχρονιά, θέλει να σε γνωρίσει, δεν αντέχω άλλο, παίρνω όποια εφημερία ορφανεύει μήπως και συντονιστούμε, μου λείπεις, δεν αντέχω άλλο, η Σουκριγιέ με έχει εξαντλήσει, θέλει να έρθετε για Πρωτοχρονιά, νομίζει πως είμαι σαν τον πατέρα της, από τότε που έγινα δεκαοχτώ τα έκανα όλα όπως έπρεπε, όσο πιο σωστά ήταν όλα, τόσο πιο κοντά στο ευτυχισμένος θα ήμουνα, να μείνω στην ποδηλατική ομάδα, να γίνω ο πατέρας της Σουκριγιέ και ο πατέρας των παιδιών της Σουκριγιέ και ο πατέρας των πατεράδων μας και να γίνω ειδικός και να έχω σπίτι με αυλή και δυο αμάξια και δεν ήμουν ποτέ τόσο ευτυχισμένος και τόσο δυστυχισμένος όσο τώρα.

Ο τωρινός μου εαυτός, ο καινούριος, θέλει να ρωτήσει γιατί τα κάνει όλα πιο δύσκολα απ'όσο είναι. Αλλά ο άλλος εντός μου, ο περασμένος εαυτός, καταλαβαίνει στο μεδούλι το μαλακισμένο μηχανισμό, την αυτοκαταπίεση, την ψευδαίσθηση του σφιχτού γιακά των υποχρεώσεων και των προσδοκιών. Φιλώ το κρανίο του, ρουθουνίζω, μυρίζει παρήγορα, λες και πήγα από όνειρο σε όνειρο και από φαντασία σε φαντασία, και είναι ακόμα Κυριακή πρωί και το τραβέρσο κελαηδάει Τέλεμανν και δεν έχω ξυπνήσει. Ξέρω απ'έξω κι ανακατωτά πώς είναι, δεν έχω ξεχάσει τα χρόνια που όλα τα τρομαχτικά και όλα τα γυναικεία τα είχα καταχωνιασμένα κλειδωμένα και κρυμμένα κάπου πίσω απ'το στομάχι μου, και τώρα που έχω κάνει πέρα το χαλί και τα σανίδια πλημμύρισε όλο το υπόγειο με όλα αυτά που με μια για χρόνια λέξη σιχαμένη και ταμπού λέγονται αγάπη, τι σκατά, ακόμα κάπως με ζορίζει, να σταθώ και να τη δω στα μάτια, αλλά με λίγο σφιγμένα δόντια το κάνω και το ξανακάνω και γίνεται πιο εύκολο κάθε φορά, και οι ζωές μου και οι ζωές των άλλων μπλέκονται σαν λεπτό νήμα που παράπεσε και δε μαζεύτηκε σωστά, καύλα και νοιάξιμο και φόβος του θανάτου και τρυφεράδες, ανάθεμα, τίποτα δε με τρομοκρατεί, τίποτα δεν είναι απαγορευμένο, και ψάχνω εντός μου αλλά δε βρίσκω πια εκείνο το θυμό, εκείνες τις αμφισβητήσιμες προθέσεις, το πουτανιάρικο αρχίδι έχει αντικατασταθεί από ένα μεγάλο κανελλή σκύλο, με ένα άπατο βαρέλι καλοπροαίρετων σκέψεων γι'αυτούς που το ερπετομυαλό μου κρίνει άξιους, και μια ξερή αδιαφορία για όλους τους υπόλοιπους και να πάνε να γαμηθούνε. Έχω προδώσει πολλά από τα απόλυτα τσιτάτα που είχα για πυξίδα π.χ. δε χέζουμε εκεί που τρώμε, οι σκύλοι άλλωστε τρώνε και σκατά δεν έχουν τέτοιες αναστολές, αλλά όπως και να'χει η καταστροφή δεν εμφανίστηκε, και από τις τουλίπες αναδύθηκα σαν κακοταϊσμένος φυματικός Βούδας. 
-Σε βλέπω στον ύπνο μου όταν έχω καιρό να σε δω στ'αλήθεια. Θέλω να σε λιώσω κάθε φορά που σε πετυχαίνω. Και κόψε τις μαλακίες με τις εφημερίες λες και δεν έχουμε αρκετές.
Βγάζω το πρόγραμμά μου από τη βυζοτσέπη, ένα χαρτί Α4 διπλωμένο σε μικρό κωλοχαρτάκι, και το μπάζω στη δικιά του. 

Τα τηλέφωνα κάνανε μόκο ως το πρωί. Παραλίγο να χάσω την ενημέρωση των οχτώ, την πρώτη την έχασα και από συναδερφική αλληλεγγύη δε με πήρε κανείς από τους υφιστάμενούς μου να με ξυπνήσει, κάτι που προς τιμήν τους κάνουν συχνά. Έχυσα πάνω στο κλαζοκρεβάτι και ο Άλμπερτ έχυσε στο στόμα μου. Όταν φύτρωσε ο χλωμιάρης ήλιος με την πορτοκαλιά άλω που μου έμοιαζε ύποπτα πολύ, το πρόγραμμα εφημεριών μου συνέχιζε να βρίσκεται στη βυζοτσέπη του Άλμπερτ, τα λόγια του συνέχιζαν να αράζουνε στο νου μου, οι ταρίφες έρχονταν και έφευγαν από την πιάτσα της κύριας εισόδου, οι γλάροι κάθονταν στις στέγες δίπλα στα περιστέρια, οι νεκροί περίμεναν στο νεκροθάλαμο τη φρέσκια πρώτη γραμμή να τους γράψει τα θανατόχαρτα, ακάθεκτος στ'αρχίδια του ο κόσμος, όπως κάθε πρωί. Ο μεγάλος κανελλής σκύλος κοίταξε καλά την κοκκινωπή ζωγραφιά και βγήκε απ'το εφημερείο, η Μαριόλλα είχε σχολάσει και το κλειδί το πήρε η πρωινή βάρδια, ο Άλμπερτ κίνησε χαρωπός για τη δικιά τους ενημέρωση, περίμενε να μ'ακούσει να λέω "έχεις δίκιο, όλα είναι εφιαλτικά" αλλά αντ'αυτού είπα εδώ είμαι εγώ, μη φοβάσαι τίποτα, είναι φανταστικό φάρμακο όταν το εννοείς, και ανάθεμά με αν δεν το εννοούσα, έχω ασθενική καρδιά αλλά έχει πείσμα, ε ναι, γαμήσαμε εν ώρα υπηρεσίας, αλλά δουλέψαμε κιόλας, τα περιστατικά ήταν τσίφτικα, την Πρωτοχρονιά θα με γνωρίσει και η Σουκριγιέ για να της παίξουμε το θεατράκι από κοντά και να της βγει το άχτι και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Τα πάντα για τη θεραπεία της μοναξιάς. Το δύσκολο είναι να διαλέξεις στρατόπεδο, άπαξ και περάσει η πρώτη νύχτα στο αντίσκηνο όλα παίρνουν το δρόμο τους, και η νύχτα πάντα περνάει.



Para ser bueno hay que hacer el mal

Para ser bueno hay que hacer el mal
pero a escondidas
Para ser bueno hay que hacer el mal
pero a escondidas 

Los espiritus


Σαραντάρα σεφ δυο εμφράγματα και το διάφραγμα τρύπιο απ'την κόκα τα μάτια γυαλιστερά κουμπιά τα χέρια τσιμεντένια τρέμει στη λαβή μου πηχεοκαρπική και καρπομετακάρπια πρώτη, δεύτερη, τρίτη και γυρνάνε οι λεπτοδείκτες τα μπλε γάντια του νιτριλίου η λευκή στολή της ευλογίας τα μαλλιά υλάνγκ υλάνγκ το μουστάκι που γλείφει τα χείλια τα κοκκάλινα καινούρια γυαλιά που γλιστράνε στη μύτη τα μάτια μου τα μάτια της και όλα διαφανή Δεν έχεις ινομυαλγία, δεν έχεις αρθρίτιδα, δε σε πονάω που σε πιάνω σαν φτερό. Αλλά ξέρω πως μετά απ'τα περσινά δεν αντέχεις να ξαναγυρίσεις στη δουλειά. Το τρέμουλο κόβει, ένα πλατύ χαμόγελο μου δείχνει δόντια φροντισμένα, δέκα μήνες κοροϊδία, ἀπέστειλεν αὐτὸν ὁ Ἅννας δεδεμένον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα, ώσπου να πέσει στον ξερακιανό κοκκινοτρίχη με την πίπα στη βυζοτσέπη της ρόμπας, Το ξέρεις πως έχεις γοητευτική προφορά; Από πού είσαι; της γυρίζω την πλάτη, Fra Før, σα να της έχω πει από πριν, και χωρίς να τη βλέπω βλέπω την απορία της, Før, Föhr και før -στα δανέζικα σημαίνει πριν-, den grønne ø, συμπληρώνω, Tyskland, και αναφωνεί, Μα δε θα το είχα μαντέψει! -Σε στέλνω στην ευχή του θεού, δε χρειάζεται να σε ξαναδώ. -Θα μου δώσεις όμως τη διάγνωση; -Θα στη δώσω. Θέλει να μ'αγκαλιάσει, η μέρα της έχει διορθωθεί, το μέλλον της δεν είναι πια τόσο ζοφερό, τώρα από τα χέρια αυτά που αναδύθηκαν από τα μπλε γάντια του νιτριλίου θα ξεπηδήσει η ελευθερία της και η πρόωρη σύνταξή της και όλα θα γίνουνε καλά.

/

Σπανιόλα, έπιασε δουλειά λάντζα μετά από δυο χρόνια αυτοκαταστροφής, ο γιος της κρεμάστηκε στο υπόγειο το '19, τον βρήκε μπλε μαρένιο, ανέβηκε πάνω να ενημερώσει τον άντρα, κι αυτός μόλις το άκουσε τη μαύρισε στο ξύλο, δυο χρόνια φυλακή στο Sdr. Omme, αυτή στο καταφύγιο γυναικών στο Vejle, και στο τρελάδικο, και λίγο στους δρόμους, και πάλι στο καταφύγιο, και τελικά διαζύγιο και μια γκαρσονιέρα στις εργατικές στο Vollsmose, και τώρα την έπιασε απ'το πλύσιμο ένας πόνος στον αγκώνα, έρχεται με βιαστικό παραπεμπτικό από το γενικό γιατρό που κατευθείαν δυο σειρές και στο ψαχνό μου ψιθυρίζει την ιστορία, μια τοπική για επικονδυλίτιδα, και είμαι διπλοκλεισμένος αλλά δε γαμείς, ο μέγας ευεργέτης ο μέγας ελεήμων, λέω τ'όνομά της, η μόνη μελαχροινή στην αίθουσα αναμονής, αν είχε γατίσια αυτιά θα τα όρθωνε, την εξετάζω, Έχεις χάσει βάρος -Ναι, είκοσι κιλά. Ξέρω κι εγώ κι αυτή γιατί, είναι σαν καμμένο σπίρτο, μαύρο κεφάλι καρφωμένο σ'ένα ξυλαράκι, η δυστυχία χτυπάει πιο εύστοχα τους μελαχροινούς που τυχαίνουν στο βορρά, το σώμα πεινάει για λιακάδα, το υπέρηχο λέει παρακονδύλιες αποφύσεις χωρίς ευρήματα, τα δάχτυλά μου λένε kein Tennisarm, αλλά σηκώνομαι κι ετοιμάζω Depo/Lido μιξ για μπλοκ, πειστικός τόσο που δυσκολεύομαι να το πιστέψω, αλλά μ'εμπιστεύεται, Δεν είσαι από 'δω, αυτό και που μπορώ να πω το -ρ- στ'όνομά της την παρηγορούν, είναι απ'τη Μαγιόρκα, ήταν εισαγωγή του απήδηχτου Δανού που της έσπασε τα πλευρά, της κάνω τη διήθηση και της λέω αν δε δουλέψει πάρε τηλέφωνο σε μια βδομάδα και την στέλνω κι αυτήν στην ευχή του θεού, έχει περάσει μήνας και δεν πήρε τηλέφωνο, δούλεψε το μαγικό.

/

Μοναχός στη γνώριμη ιεραποστολή, λευκά σεντόνια με γαλάζια σχέδια, μια τάβλα στο ντουβάρι, μπούζι απ'το παράθυρο και το λεωφορείο για Kerteminde κάνει στάση στο υπερπέραν, το ταβάνι κάνει κοιλιά και μου γλείφει το κεφάλι, γονατιστός στην προσευχή, σκοτάδια στην περιφέρεια του πεδίου, πίσω στα παλιά, άντρας σκυφτός άπιστος και κρυμμένος καλά πίσω απ'το μόκο, ο λαιμός σημαδεμένος από θηλιά και από θηλιά, γενειάδα όσο επέτρεπε η φύση χτένα βούρτσα και ήμουν σένιος, τι λάτρα, τι ιστορία, τα μάτια μυωπικά και τρελαμένα, τα χέρια σε γροθιές, τα μάτια μαυρισμένα, τα χέρια πιασμένα και στη γη, από καυγά σε καυγά, μονίμως αρπαγμένος, μονίμως κάπου αλλού, ένας συχτιρισμένος καλόγερος με βρωμόστομα και χαχόλικη καρδιά, μια αγωνία αργή σαν κρύο μέλι, η ησυχία της μονής, η μοναξιά της ησυχίας, χείλη λερά που φιλήσανε και δεν το εννοούσαν, μην εμπιστεύεσαι τους άλλους, μην εμπιστεύεσαι ποτέ, Θεέ μου πώς αγάπησα κρυφά, πέρα δώθε κι ο εφιάλτης δεν είχε τελειωμό, θυμάμαι εκείνο το βράδυ στο Αμβούργο σα να'ταν χτες, ο Άλεξ χτύπησε με τη δανεική τατουαζιέρα τον ουροβόρο στο κωλομέρι του Γιονάταν κι ο Μπέρτι πήρε το πατσαβουριασμένο τετράδιο με τη ροζέττα που είχα για τα λογοξερατά και είπε αυτό το θέλω στην καρδιά μου, κι έτσι ο Άλεξ για τη φάση και όλοι στα ουήσκια είδαμε τη ροζέττα στο αριστερό ημιστήθιο του Μπέρτι να'ρχεται στο φως, και το αίμα λέρωσε το χαλί, ρε μαλάκες η καρδιά είναι πιο χαμηλά, αλλά ήταν πια αργά, και το πρωί Φριτς Κόλα και σελοφάν και δεν έτρεχε και τίποτα, οι χρόνοι στο ναό είναι συμπτωτικοί, η ιέρεια σκάει μύτη κάθε Παρασκευή και λειτουργεί και όλα μια πλημμύρα, βλέπω τις διακριτικές της ακρωμιοκλειδικές, βλέπω τα καθαρά της μάτια που ως πριν λίγο ήταν σφιχτά κλεισμένα, τη βλέπω πάλι να χύνει αρπαγμένη απ'τους ώμους μου, και πίσω απ'όλα βλέπω ξανά το σκηνικό από απόσταση, ένας μουγγομπάσταρδος σαμάνος με γιατροσόφια της συμφοράς και μπερδεμένα ξόρκια, μια γυναίκα φάντασμα δέκα μέτρα κάτω απ'τα κύματα τυλιγμένη στη φωτιά παρέα με τις σμέρνες, ένας φρουρός του τάγματος της τετραπτυχίας με άκοφτο καυλί, για να πέσουν τα σωστά χαρτιά λιώσανε τα δάχτυλα της μάνας, αν θες να λες το μέλλον πρέπει να πληρώνεις με ό,τι έχεις, το ήξερε πως ήταν αυτή η συμφωνία, κι εγώ μοναχός σε μια ξέρα στο νότιο Ειρηνικό, ποτέ δε μπορούσα να μιλήσω, γι'αυτό και τόσο γράψιμο, μα και να'θελα δε θα της άλλαζα τη ρότα, όπως έστρωσε έτσι να κοιμηθεί, γριά μυταρόλα κραγιόνι και περμανάν, ωρίστε η μάνα του τραπεζιού, πίνει κονιάκ γελάει βραχνά και από την πουδραρισμένη παλάμη πέφτουν σαν φύλλα φθινοπωρινά, ο κρεμασμένος, η τεμπεράντσα, ο τροχός της τύχης, το ένα μετά το άλλο τα χαρτιά βρίσκουνε την τσόχα όπως το μάγουλο τα λευκά σεντόνια παφ πουφ ποφ, αισίως εμείς και γύρω άλλος κανείς, σηκώνομαι γυμνός και πονεμένος και αναθεματίζω τη γριά, χώσε την υπόλοιπη τράπουλα στον πάτο σου, οι χρόνοι είναι τρεις, οι ομίχλες στην ιεραποστολή, ο ωκεανός και το άγιο βιβλίο, και όλοι πληρωμένοι με πληγές σύμφωνα με τους νόμους της τέχνης.