© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Στη φόρα 6

Τα γερμανικά μου έχουν μπασταρδευτεί τρομερά, φυτρώνουνε μασημένες δανέζικες λέξεις, βαριέμαι να κουβαλήσω τα απαρέμφατα, η σκέψη μου έχει γίνει παιδιάστικα ευθύγραμμη, και έχει λιγοστέψει η ασάφεια για την οποία κάποτε ήμουν περήφανος, και νευριάζω γιατί με διορθώνει διαρκώς, και το κεφάλι μου κουράζεται απ'το σφίξιμο και στο τέλος τα παρατάω και μιλάω ελληνικά (η υπόθεση είναι πως αν μάθεις πολλές γλώσσες συγγενείς, καταγράφονται στην ίδια γωνία του μυαλού και ανακατεύονται όπως οι μπογιές και την έχεις γαμήσει) και ενώ δε μπορεί να τα μιλήσει, ξέρει πως μερικές φορές το ναι μου είναι ja και όχι ne και ξέρει κάτι σφήνες καλά και αλλιώς θα και αφού και ξέρει όλα τα γαμωσταυρίδια και τις δυο σταντέ διακηρύξεις αδυναμίας μου λείπεις και σ'αγαπώ 

/

τα μπροστινά του δόντια είναι θήκες που κρύβουνε δυο κουτσουρεμένα κολοβώματα από τότε που ήμασταν δέκα χρονών και πήδηξε απ'το πλατύσκαλο κάτω και τα διέλυσε και τον πήγανε στον οδοντίατρο στο Χούζουμ να περισώσει ό,τι ήταν εφικτό και έκτοτε δεν τον έχει δει κανείς με τ'αληθινά του δόντια παρά εγώ ένα πολύ καλά κρατημένο μυστικό και την τελευταία φορά που ξεκόλλησε η μόστρα του πολυμερούς στη δεξιά μεριά ντρεπόταν να μου χαμογελάσει και αποκαλούσε εαυτόν Suchti trailer trash και έκλεισε αγχωμένος κατεπείγον ραντεβού στη θείτσα εδώ στο Ντάλουμ και έλεγε ευτυχώς που η γυναίκα είναι στη δουλειά μέρες σερί κι άρπαξα το χείλος του με τα δάχτυλα και το τσίτωσα και κόλλησα τη μούρη μου στο στόμα του σαν να ήταν άλογο στο παζάρι στο Ντυρσκουεπλάσεν έτσι ιπποτικός με πράξεις όχι λόγια να το βουλώνουν όλοι οι πολίτες της Βαβέλ

/

πριν το Πάσχα κανόνισε να περάσει μια βδομάδα ρομάντζου και σινεμά με την ψηλοκάβαλη Αγκνέτε που τον περνάει έξι χρόνια και τον θέλει πολύ και επίμονα, την έχω γνωρίσει κι εγώ, σγουρή ξανθωπή και στιβαρή, ως και λίστα είχε φτιάξει με arthouse ταινίες για να την ικανοποιήσει, όμως την τρίτη μέρα με πήρε τηλέφωνο να μου πει πώς τη γαμάει για δίωρα και τρίωρα σαν ρομπότ και αυτή τρελαίνεται και χύνει κλαίγοντας και γελώντας και αυτός είναι απών ενώ ως τότε ένα χρόνο δεν του σηκωνόταν, γιατί πρέπει να είναι πάντα άσπρο μαύρο, δε μπορείς να κάτσεις κάπου στο ενδιάμεσο; ρώτησα, δεν είχε τι να πει και άλλαξε θέμα, αλλά ήξερα ποια θα ήταν η κατάληξη, δε θα μ'έπαιρνε τηλέφωνο αλλιώς, το επόμενο πρωί είπε στην Αγκνέτε πως δε γινόταν άλλο, και η Αγκνέτε έγινε θρύψαλα, πέταξε την οδοντόβουρτσά του και τα φλιπφλόπια από το παράθυρο του έβδομου κάτω στο στενάκι στο Ζανκτ Πάουλι και πετώντας τον κι αυτόν έξω από το διαμέρισμα στο χωλ με τα νηπιακά καρότσια και τις γλάστρες και τα μπυροκάφασα του φώναξε ξέρω ποιο είναι το πρόβλημά σου ακριβώς είναι ο Saftsack* ο κολλητός σου κοιτάξτε να πάτε σε Paartherapie και μόλις κατέβηκε στο δρόμο με πήρε να μου τα πει χαρτί και καλαμάρι ενώ ήμουν στη δουλειά και είχε τέτοια λογοδιάρροια που δεν μπορούσα να τον κόψω και αναγκάστηκα να βγω από τη συνάντηση με τους ακτινολόγους στο διάδρομο ενώ το στόμα του πήγαινε σαν κωλότρυπα γριάς που πήρε παραπάνω πικοπρέπ, πώς γάμησε χωρίς καπότα και έπρεπε να πάει να κάνει εξετάσεις πάλι γιατί ποιος την εμπιστεύεται την Αγκνέτε, πώς αυτή είχε γυρίσει τη φωτογραφία του πρώην της ανάποδα στη βιβλιοθήκη, πώς θορυβήθηκε η Τουρκάλα γειτόνισσα και άνοιξε την πόρτα να δει ποιον αφορούσε το κράξιμο, πώς η Αγκνέτε του έκανε κωλοδάχτυλο από το μπαλκονάκι, αυτά τα σκηνικά έχουν παιχτεί κι έχουν παιχτεί σε παραλλαγές με πρωταγωνιστή πότε τον έναν και πότε τον άλλον και τα έχουμε εμπεδώσει και είναι μέρος του όλου, η Αγκνέτε πάντως είχε δίκιο σ'αυτό: είμαι το πρόβλημά του ιστορικά και είναι το δικό μου, αλλά ευτυχώς το πούρεμα φέρνει θάρρος και όλα γίνονται λίγο πιο εύκολα όταν δε φοβάσαι να τα πεις με τ'όνομά τους

/

*κυριολεκτικά σάκος με χυμό, εδώ ο ενοχλητικός μαλάκας

ΑΛΜΑ

ακούω το δισταγμό από χεριά σε χεριά καθώς τα δάχτυλά του αφήνουνε τη μια και κρέμονται απ'την άλλη συγχορδία
ντο - σι
μείζονες χαρές μείζονες δυσκολίες και επί τάπητος κάθε σκαλί και τάστο
γυρνώ την πλάτη στον καθρέφτη αλλά το είδωλό μου χαζεύει ακόμα τις πρόσθιες πλευρές των ακρωμιοκλειδικών παρόν και παρελθόν παρέα στην ίδια τουαλέτα
χτενίζω τη γενειάδα και περιμένω το μέλλον: λα

είδα το δολοφονικό βλέμμα της Κατρίν όταν έχασε μια ύφεση στον ωκεανό της παρτιτούρας δεν κράτησε ούτε μια στιγμή αλλά ήταν εκεί από το πόστο του παρατηρητή τίποτα δεν πέφτει κάτω ο σφιγμένος της λαιμός οι σκισμένες παρανυχίδες τα μάτια που δαγκώνουν η νευρωτική φιγούρα κάτω από τα ωραία υφάσματα και ούτε δέκα μέτρα πέρα από το σκάλωμα έζησε την αθανασία και ήμουν μάρτυρας και μπορώ να υπογράψω

όμως αυτός δεν παίζει όπως η Κατρίν, δεν ξέρει να διαβάζει νότες το αίμα του είναι φύσει αρμονικό κλείνει τα μάτια και μιλάει χωρίς φωνή ροδάνι οι ράγες των δαχτύλων του πάνω στα τεζαρισμένα πρίμα σηκώνουν μια ψιλή ψιλοτάτη σκόνη όλα είναι μετρημένα από τα έγκατα του κόσμου δηλαδή τα έγκατα του σώματος
τα νερά του δέντρου που έγινε μαδέρι που έγινε κιθάρα
τα κοκκία του πετσιού του, το τρίμμα του ναυτίλου
τα πόδια του κίτρινου εντόμου που πέθανε στη λάμπα
οι αποτζιατούρες τα περάσματα ο δισταγμός κι οι ώρες μας
όλα μετρημένα κι όμως σα να μην τ'ακούσαμε ποτέ
περιμένουμε ευέλπιδες το μέλλον

|

Τελευταία ώρα στο σταθμό βρέχει σεντόνια μπόρα καλοκαιριού και πίσω απ'τα στενά στέγαστρα και τα σύννεφα μου κάνει νόημα ένα τροφαντό φεγγάρι ψάχνω τις αναχωρήσεις στον πίνακα για το ρεγκιονάλ προς Ντάουενχοφ δεκατέσσερεις αποβάθρες εννιά γράμματα στην κάθε πλευρά ο γιακάς έχει πνιγεί τα παπούτσια λίμνες η μάσκα έχει σουρώσει δεν έχω με τι να σκουπίσω τα γυαλιά και δε βλέπω πού πηγαίνω δεν ξέρω πού πηγαίνω ανακοίνωση για Πόππενμπύτελ ο κόσμος κολυμπάει γύρω μου κόντρα σ'όλα σαν βιαστικοί σολωμοί στον Καναδά τρέχω στη σκάλα για την απέναντι πλευρά το τραίνο που περιμένει μοιάζει γκριζωπό θυμίζει ρεγκιονάλ αν το χάσω θα ξεμείνω σε κάποιο νεκρό χωριό ως το πρωί μες στον καιρό μια κάρτα πέφτει στα πόδια μου από την τσέπη μιας γυναίκας με αδιάβροχο και μουλιάζει αμέσως σκύβω στην κοσμοσυρροή είναι το μενού από ένα σαβαρματζίδικο και όταν ξανασηκώνομαι βλέπω πίσω από το μπόκε των φακών μου τον Μπέρτι χαμογελαστό με τα μάγουλα από υδροφοβική αμυγδαλόπαστα τι λες, πάμε να φάμε και να γαμηθούμε; το μουστάκι του έχει μακρύνει και το στρίβει λίγο στις άκρες προς τα πάνω τι ν'αυτό ρε χιψτεριό, το δοκιμάζω με το δείχτη και τον αντίχειρα του χεριού που ιδρώνει το εισιτήριο με ανοιχτή αναχώρηση στο άλλο κρατάω τη μικρή καρτοθήκη με το σήμα της ναυτιλιακής που έχει μέσα την κάρτα απεριορίστων για το φέρρυ, το δίπλωμα οδήγησης και τη χρεωστική, αρπάζομαι απ'τα μανίκια του, ο από μηχανής θεός, η σίγουρη θεραπεία των λαθών μου, η αποβάθρα γεμίζει και αδειάζει και γεμίζει, βγαίνουμε προς Στάηντορπλατς, το Λ'αμίρα κλείνει σε μισή ώρα μια τρεχάλα ούτε δυο λεπτά, σαβαρμάς λοιπόν όπως προοιωνίστηκε και μπύρα και πισωκολλητό στη ζούλα στο απάγκιο του Πέννυ και η βροχή ακάθεκτη ως το ξημέρωμα που βρώμικοι βρεγμένοι κουρασμένοι μπαίνουμε στο άδειο ΡΕ-07 και στεγνώνουμε στα χνουδωτά καθίσματα και η ελεγκτής στραβομουτσουνιάζει αλλά δε λέει κουβέντα γιατί δεν έχουμε λάθος προφορά και έτσι όπως κλείνω τα μάτια και βουλιάζω νυσταλέος και πανάλαφρος σαν πλάσμα του βυθού βλέπω ένα όνειρο ίδιο τα γεγονότα της νυχτός παρόν και παρελθόν παρέα στο ίδιο βαγόνι στο ίδιο κεφάλι και οι χρόνοι μου συγκλίνουν και οι αγάπες συνοψίζονται

da capo al fine

Κοίτα την πυξίδα, πάνε όπου σου δείξει και κάνε αυτό που πρέπει

    Στο σπίτι στο Πευκί που βλέπει στα χωράφια που τα διαπερνάει εκείνο το ασημένιο ρίγος όταν φυσάει με υποδέχεται ο άντρας από νερό. Πετάω τα μπαγκάζια κάτω και βάζω τις παλάμες μου πάνω στα μάγουλά του και όλα γίνονται μουσκίδι. Κάνει ζέστη αφόρητη. Φοράει ένα πουκάμισο σαν από μεμβράνη λεπτό, ξεκούμπωτο και ενδελεχώς σιδερωμένο. Στο ξυρισμένο του κεφάλι βλέπω πού ακριβώς αλλάζουν ρότα τα μαλλιά και φτιάχνουν έναν μικρό επιμήκη στρόβιλο στις δυο εκατέρωθεν στεφανιαίες ραφές. Με οδηγεί στο δωμάτιο της σοφίτας, εκείνο με το μπαλκονέτο που έχει τη μια και μοναδική ιδιότροπη ξαπλώστρα που αν κάτσεις λάθως σου κόβει τα κωλομπούτια και θέλει πάντα να την προσεγγίζεις με το μαλακό, όπως και τον άντρα από νερό. Οι κουνουπιέρες πάνω από το κρεβάτι είναι ανοιχτές, η λινή κουρτίνα πηγαίνει πέρα δώθε, από το παράθυρο πέρα από την ξαπλώστρα τα χωράφια, ακριβώς όπως ήταν τότε, και στα διακόσια μέτρα η θάλασσα, όπως είναι πάντα. Εκεί θα κοιμηθώ έναν ύπνο σαν θάνατο και την επομένη ο άντρας από νερό μου φτιάχνει τοσ και μαύρο τσάι με γάλα. Παίρνουμε το άσπρο φορτηγάκι του που έχει σαπίσει κατά τόπους και ο κινητήρας κάνει πάτα κιούτα ποτ ποτ ποτ και πηγαίνουμε στο καστέλο, στην ακτή. Φυσάει προς τα μέσα και τα νερά είναι γυαλί, φανταχτερά, διαυγή, με ένα χρώμα πλημμύρα σκέτη. Κατεβαίνουμε τα κατσάβραχα, οι δαχτυλοκόφτες μου λυγάνε, κρατιέμαι απ'τα βάτα, το κάστρο υψώνεται ενωμένο με τον γκρεμό, είναι λες και το ίδιο το κάστρο είναι ο γκρεμός. Ο άντρας από νερό είναι πολύ χλωμός και πρέπει να προσέχει τον ήλιο του νότου, γι'αυτό βουτάει με το πουκάμισο. Εγώ είμαι ξαφνικά γυμνός και χηνόπετσος, η θάλασσα είναι δροσερή και οι ρώγες γίνονται τορπιλίδια, λυγίζω τα γόνατα σιγά σιγά ώσπου να βρουν στον πάτο και βουλιάζω ως πάνω από το κεφάλι. Τα χαλικάκια ακούγονται σσσσ-σσσσ και πιο πέρα τα σπάνια βήματα του άντρα στο βυθό και ο κόσμος μακρυνός, φιλτραρισμένος από το αλατόνερο. Μόλις αρχίζω να διψάω γι'αέρα κάτι με αγγίζει στα παΐδια, ένα δέρμα πολύ λείο αλλά κολλώδες, σαν καουτσούκ. Ανοίγω τα μάτια και στρέφομαι προς τη μεριά του, ένα δελφίνι, του χαϊδεύω την άσχημη μούρη, και πάνω του καβάλα είναι μια χοντρή γυναίκα με μαγικά φουστάνια από τσουχτρόδερμα. Το δελφίνι μου μιλάει, όχι με λέξεις, αλλά κατευθείαν στο μυαλό, και μου λέει σαν πονοκέφαλος, να κοιτάξω την πυξίδα, να πάω όπου μου δείξει και να κάνω αυτό που πρέπει. Η γυναίκα μου δίνει μπούσουλα και κοπίδα. Εξαφανίζονται πριν προλάβω τα περαιτέρω, σηκώνομαι όρθιος, το νερό μου φτάνει ως τη μέση. Ο μπούσουλας δε δείχνει τα σημεία του ορίζοντα, έχει μόνο τρεις ενδείξεις και μια βελόνα που όπως κι αν γυρίσω είναι καρφωμένη προς το καστέλο, στην ακτή. Η κοπίδα είναι βαριά με μαύρη λάμα και λαβή περασμένη μουλιασμένο σπάγγο. Ψάχνω τον άντρα από νερό, του δείχνω προς το καστέλο και πηγαίνουμε κατά κεί. Το νερό γλείφει την ποδιά του γκρεμού. Εκεί που δείχνει η βελόνα του μπούσουλα είναι μια τρύπα στο βράχο στα μέτρα των ώμων μου ακριβώς. 
    -Θα μπω να δω.
    -Να'ρθω μαζί σου.
    -Δε χωράς. Μόνο οι δικοί μου ώμοι.
    Ξαπλώνω στο μισόνερο και σέρνομαι αδέξια στην τρύπα. Ένα λαγούμι που φαρδαίνει. Ο μπούσουλας φέγγει. Στο τέλος της σπηλιάς είναι ένας θρόνος και πάνω του κάθεται ένας πλήρης σκελετός με το πηγούνι του να ξεκουράζεται πάνω στο χέρι του. Φοβάμαι ξαφνικά. Τι στην ευχή να κάνω με την κοπίδα, πρώτη φορά στη ζωή μου βλέπω τέτοιο μαχαίρι. Κάνω μεταστροφή και βγαίνω έξω.
    Κι έπειτα πάλι μετανιώνω και ξανά στο λαγούμι. Στέκομαι στα πόδια μου και πηγαίνω με αποφασιστικό βήμα προς το θρόνο κραδαίνοντας την κοπίδα, θα σε διπλοσκοτώσω καριόλη, θα κάνω αυτό που πρέπει. Ο σκελετός ξυπνά μόλις τον πλησιάζω και πάνω του πέφτουν μούσκουλα και ρούχα σαν γρήγορη βροχή κόκκος κόκκος και στο χέρι του ένα ασημένιο γιαταγάνι και πριν προλάβω να του μπήξω την κοπίδα κάπου στη σφαγή μου παίρνει το κεφάλι που τσουλάει σαν μπάλα στην είσοδο του λαγουμιού και ο άντρας από νερό το βλέπει και το παίρνει τρομοκρατημένος και δυο στιγμές αργότερα νιώθω τα δάκρυά του στο δέρμα του κρανίου μου και σιγά σιγά το σώμα μου ξαναφυτρώνει σαν σαμιαμιδοουρά.
    Το σούρουπο είμαστε στο κάτω μπαλκόνι. Απέναντι φαίνονται οι λάμπες απ'τις βάρκες, νηνεμία. Ο άντρας από νερό μας φτιάχνει λεμονάδα με σόδα και μεγάλα παγάκια στα ποτήρια με τις λακκούβες. Ξεκουράζει τα δάχτυλά του πάνω στο τραπεζάκι. Έχει έρθει η ώρα. Αγγίζω τις άκρες τους, τα νύχια εκεί που φυτρώνουν και εκεί που τελειώνουν, και η δροσιά με φτάνει κατευθείαν από τα χέρια στο λαιμό. Όταν πέφτει το βαθύ σκοτάδι του μεσογειακού καλοκαιριού, εκείνος ο μαύρος ουρανός με τη σκόνη που χορεύει, βρισκόμαστε στο μεγάλο κρεβάτι του πρώτου ορόφου, τα σεντόνια κολλάνε στην πλάτη μου. Του βγάζω τα ρούχα και μου βγάζει τα ρούχα, χαϊδεύω τους δυο στρόβιλους που έχει στα μαλλιά, και ο νους μου του δίνει σάρκα κατά τα άλλα για να τον φέρει στο ύψος των ματιών μου, άντρας από αίμα και άντρας από νερό, και όταν γινόμαστε ένα ξυπνάω χύνοντας.
       


Θα είμαι το συκώτι, θα καθαρίζω για σένα

Χολή στο μωσαϊκό αίμα στη χωρίστρα η αράχνη κόβει τη σταθερή της βόλτα από τη μαλαστούπα στο χωλ όπως κάθε βράδυ την ώρα που οι δίκαιοι κοιμούνται οι άδικοι πληρώνουν μυστικός λαιμός και οι πετέχειες γύρω από τα μάτια σβήνουν γρήγορα και δε μας μυρίζεται κανείς, η ανελέητη λαβή του παντογνώστη, αυτοκαταστροφή και ετεροεπισκευή, πόσες φορές το ράβε ξήλωνε, ποιος κρατάει λογαριασμό; Πάνε εκείνες οι μέρες που ξάπλωνα δίπλα στη Χαμένη στα όνειρά της και της έλεγα σκότωσέ με για λίγο, και έλεγε ούτε για μια στιγμή, οίκτος, ο οίκτος δεν υπάρχει πια, τώρα έχω βαφτιστεί στα ευλογημένα σκατά της Ανάνηψης και είμαι στο έλεος του Θεού, η ενηλικίωση έρχεται όταν παύει να σε προστατεύει η μάνα σου και αναλαμβάνει ο Θεός, κοινό μυστικό πως όταν αναλαμβάνει ο Θεός είσαι τελειωμένος

δάχτυλα που ψαύουν έμπειρα πριν την ώρα τους περιτονίες και οπισθοπεριτόναια, δάχτυλα με μάτια, δάχτυλα τυφλού, τρεις θέσεις, άταστο παλούκι, πρώτη εκατέρωθεν σφυγμός, δεύτερη καρωτιδικά σωμάτια, τρίτη και με βρίσκουν τα φωσφήνια και κατόπιν το σκοτάδι, από το βάθος του διαδρόμου έρχεται μια μουσική τα πρίμα πνίγονται στην ηχώ τους και το μόνο που φτάνει σαφές είναι το κοντραμπάσο, οι χαλαρές χοντρές χορδές και τα σκληρά χέρια της Μαργκερίτ και το τατουάζ κλειδί του φα και ο Τζακ και η φασολιά στον ταρσό όλα αναμενόμενα όλα τόσο ταιριαστά

λοιπόν μικρή μου Ναυσικά, όλοι παίζουμε την ίδια σονατίνα, ο καθένας στ'όργανό του, ξανά και ξανά και ξανά και ξανά ξεπετσιασμένοι, φυλακισμένοι στα κρανία μας, ρώτα και τη Μαργκερίτ, τις νύχτες περνούσε στη ζούλα ο πατριός της και της χούφτωνε τα μπούτια, όταν στο εκμυστηρεύτηκε πήγες και του 'σκισες τα λάστιχα της Μπέμπας, δεκαπέντε χρονών παιδιά, και τ'άλλαξε απορημένος, και τα ξανάσκισες, και νόμιζε πως έφταιγε που ήταν Δαπίτης και δεν τον χώνευαν οι φίλοι της μάνας της Μαργκερίτ που ήταν Κνίτες, και τους κερνούσε στο μπαρ Ε. για να τους καλοπιάσει, στην τρίτη φορά έβαλε κάμερα στην πυλωτή και πήγες στην εταιρεία και πέρασες της Μπέμπας μερικές χεριές χαρακιές ψωλαρχίδια που τις κουβαλούσε ώσπου την πούλησε, και τότε που η Μαργκερίτ έκλαιγε πριν τις εξετάσεις των θεωρητικών της σκούπιζες τα δάκρυα με τον τσαλακωμένο Καλομοίρη, και εκείνο το αργό καλοκαίρι έξω από το Μέγαρο στην πίσω του μεριά, ο Θερμαϊκός ομίχλα βρωμερή και ντουμάνι από κουνούπια, η Μαργκερίτ με κολλητό παντελόνι έτοιμο να εκραγεί και άσπρη πουκαμίσα, επαγγελματίας πια, τσιγαράκι πέρα δώθε μεταξύ σας, της έλεγες πως ο κώλος της είναι πεπονάτος και αυτή τον χάιδευε και έλεγε αλήθεια τώρα ρε;, εγώ στεκόμουν δίπλα στο θάμνο και τα μαλλιά μου γέμιζαν θαμνομπαμπαλάκια, και σας έβλεπα πίσω από τον καπνό της Αμφοράς, όταν πέρασε ο τρομπέτας που ήταν μέγας γκόμενος η Μαργκερίτ σου έδωσε μια αγκωνιά και γελούσατε με νόημα σαν πορνόγριες, πάντα ήταν εξωτικό, η Μαργκερίτ κι εσύ στις συναυλίες τις σινιέ, αυτή χυμώδης κυρία ονειροπόλα με χαραδροντεκολτέδες και Σκόρπιονς και πέτσινο βρακί και τα μυστικά της επαρχίας, εσύ Σιλκάτ και Κερομύτης και μετά τα τσίπουρα ξερνώντας στο παρτέρι στην Ολύμπου να ουρλιάζεις στις δυο τα ξημερώματα Θα είμαι το συκώτι, θα καθαρίζω για σένα!

αλλά τι, δε μπορούνε οι πληβείοι να είναι σοφιστικέ;

Αυτά σκέφτομαι που λες χαράματα στο μπάνιο όρθιος και ακίνητος σαν άγαλμα, ο ίλιγγος με χορεύει απ'τα μέσα προς τα έξω, μια τιμή για κάθε σφάλμα, όλα θολά θαμμένα στο κλιπάρισμα και στη λο-φάη φασαρία, θνητοί και οι αθάνατες τιμωρίες μας και Προμηθέας Δεσμώτης και η μόνη ευκρίνεια που θα βρω ποτέ είναι κάπου στους απλωμένους αρπισμούς της Μαργκερίτ που διαπερνάνε τα ντουβάρια και τη λάσπη και τα σκατοβουνά.

0630 the flowmaster

stained mirror in the doctor's mess
the first light of day the constant death
the steady loss the hopeful suffering

bloodshot eyes greasy hair
gold chain around my neck
a sad excuse

master of the frontlines for the next hour and a half
shadow of a shaman
see everyone's beast

I say your name twice it's a spell

the water in the sink begins to dance
my body loses all its blood
feel its letters on my teeth

travel across and through
how can you be
how
can
you

x

fall asleep on the way
the gravel at the side brings me back

glass, shifting tide
the weakness of the earlier time is gone
four letters, vanished in silence, not to be touched
until I'm flowmaster again.