© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Μανιφέστο - ορυκτή καταστολή

ΟΡΥΚΤΗ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ

Στις μικρές ώρες μιας ήσυχης νύχτας μισή ντουζίνα νεκροί επισκέπτονται έναν βαριά άρρωστο. Μέρες αγρυπνίας, κανονιές ενδοφλέβιας κορτιζόνης, τρύπημα και ξανατρύπημα για πάσης φύσεως βιοχημικούς ελέγχους, από κάθε οπή φυτρώνει και ένα καλώδιο, ο συνθαλαμίτης φοράει το σκάφανδρο του μη επεμβατικού αερισμού και το μηχάνημα κάνει τη φασαρία του, όλα αυτά προετοίμασαν το έδαφος για το παραλήρημα. Τώρα ο βαριά άρρωστος είναι διεγερτικός, θέλει να φύγει, δεν αντέχει να βλέπει τους νεκρούς του, τον φοβίζουν αυτά που έχουν να του πουν. Ξηλώνει τα καλώδια, ζουμιά παντού, τρέχει ξυπόλητος στο διάδρομο της κλινικής, τον προλαβαίνουν οι νοσοκόμες της δύσκολης βάρδιας, τον μοντάρουν. Αυτός τινάζεται, γρατζουνάει με τα γεροντόνυχά του, οδύρεται, προσπαθεί να πετύχει τα στόματα, τον φοβίζουν τα ακατανόητα μουρμουρητά. Μια λάμπα στον προθάλαμο των ασανσέρ μισοδουλεύει, κάθε αναλαμπή της τηγανίζει το μυαλό του αρρώστου, κάθε σβήσιμο φέρνει αιώνιο σκοτάδι και το μαρτύριο κάνει κύκλο. Τον σέρνουν στο κρεβάτι, εκεί που τον περιμένει η αγκάλη του θανάτου, τον ταχτοποιούν, πρέπει να είναι ταχτοποιημένος, αδιάβροχα μιας χρήσης πάνω στα σεντόνια, τον πλένουν όπως όπως, νέος ουροκαθετήρας, νέος φλεβοκαθετήρας, φρέσκα όλα από το ντουλάπι των αναλώσιμων, μόνο αυτός μπαγιάτικος. Απλώνουν το παραβάν ανάμεσα στο συνθαλαμίτη με το σκάφανδρο του μη επεμβατικού αερισμού για να μην ταράζεται από πραγματικότητες που δεν είναι δικές του. Ο παλιατσογιατρός κάνει την εμφάνισή του, μέρες αγρυπνίας, κανονιές ενδοφλέβιας κορτιζόνης, τρύπημα και ξανατρύπημα, λίστες χιλιομέτρων με πάσης φύσεως αποτελέσματα και φυσιολογικές τιμές, τα υπηρεσιακά τηλέφωνα παίζουν ένα ξεφτισμένο αριστούργημα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ήρθε η ώρα της καταστολής, η ώρα του Αλοπεριντίν και του Στεντόν, και αν δεν πάψει η όχληση και της προποφόλης και των άλλων μαγικών ζωμών μέχρι να περάσει η φουρτούνα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Οι νύχτες είναι ήσυχες για εκείνους που κοιμούνται. Το άρβυλο του κομφορμισμού συνθλίβει τα οστά των αποκλίσεων αλλά μέσα στην έρημη γειτονιά δεν τρέχει κάστανο. Ο θάνατος ανάγεται σε αμάρτημα και σε αποτυχία, η ζωή γίνεται ταμπού και όλοι πρέπει να κρατάμε μυστικά, μη σώσει και τολμήσουμε να κοιτάξουμε την αγωνία στα μάτια. Η διδαχή του Θρασύβουλου για τη φροντίδα των χωραφιών ακολουθήθηκε πιστά, και έτσι ανθίζει ο πολιτισμός -πώς αλλιώς; Οι ηδονιστικές κοινωνίες της ραστώνης ξεριζώθηκαν με μένος στο όνομα του Θεού στις ατόλες του Ειρηνικού, η σύφιλη των εξερευνητών έσπειρε τα πρώτα ψίχουλα ενοχής στους κήπους της Καραϊβικής, η παρφουμαρισμένη δυσωδία του πολιτισμού εξαπλώθηκε με μια μικρή πνοή, ραίνοντας από άκρη σ’άκρη τον πλανήτη με τη χρυσόσκονη του ψέματος, χάρτινη διαστρωμάτωση, καθωσπρεπισμό και ενάρετες ψυχές με τις «σωστές» αξίες στον κόρφο, ευλογίες ισχυρών ανδρείκελων, δημοκρατικές διαδικασίες διά στόματος κακοήθους εξεργασίας από τη μούργα της ημιμάθειας και της παντογνωσίας στο χέρι και στην κάλπη και μέσα από τα παχάντερα της διαφθοράς αναδύονται ως αχνιστά σκατά από τα λαρύγγια των λαδωμένων φερέφωνων, παρωπίδες ραμμένες στη σάρκα των παιδιών που μεγαλώνουνε μαζί τους, το ασφυκτικό πέπλο της κατασκευασμένης φτώχειας, πλαφόν στις χαρές, πλαφόν στις λύπες, μονοπώλια ελευθερίας, δουλεύουμε το φτυάρι για να ζήσουμε, δουλεύουμε το φτυάρι και σκάβουμε τον τάφο μας.

Hope dies all the time

Ήταν μια από τις τελευταίες μου εφημερίες πριν με αποσπάσουν στο πανεπιστημιακό, συνεφημέρευα με τη Γ. Φ., μια θαρραλέα ανειδίκευτη από το Αφγανιστάν, με τα σμαραγδένια μάτια χωμένα στο σκοτάδι του προσώπου της στάμπα καταγωγής, ήμουν ηγούμενος στα ΤΕΠ κατά τα γνωστά, αβάσταχτα κουρασμένος και διψασμένος, περίμενα πώς και πώς να δείξει το ρολόι πάνω από τα τηλεμόνιτορ 0100 για να ανέβω στο εφημερείο και να κοιμηθώ καθιστός στο μπλε καναπέ ως την επόμενη ανακοπή ή το επόμενο πολυτραύμα, ο καιρός είχε ανοίξει, κόντευε καλοκαίρι, μεσάνυχτα και ακόμα ημίφως, στάνταρ κίνηση και λίγη πανούκλα για το αλάτι της ζωής. Δέκα λεπτά πριν την ευλογημένη ώρα εμφανίστηκε η Γ. Φ. με τη ραδιοφωνική φωνή της και μου είπε μπορείς να με βοηθήσεις, χωρίς ερωτηματικό. Πού; -Στην πνευμονολογική. Περπατήσαμε από τη μια στην άλλη άκρη του κτιρίου, έκανε να πάρει τις σκάλες, της έκανα νόημα να περιμένει το ασανσέρ, μου παρουσίασε εν συντομία το περιστατικό ενώ κοιταζόμασταν στο καθρεφτόκουτο και το ρομπότ έλεγε anden etage, άνοιξαν οι πόρτες, με τύφλωσε η τιτάνια επιγραφή ΟΧΙ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ και από κάτω ένα βάζο με ανθοδέσμη διαγραμμένο για να συνεννοούμαστε, κάπου στο βάθος σε έναν από τους πίσω μονόκλινους μπήκε η Γ. Φ. με τη ρόμπα της να θροΐζει και το στηθοσκόπιο κολιέ και στο κατόπι της εγώ ντυμένος τραυματιοφορέας, μια γυναίκα στο κρεβάτι και τρία μεγάλα παιδιά γύρω, και κάπου δίπλα ένα βάζο με ανθοδέσμη ολοζωντανό, κανόνες και αρχίδια, η Γ. Φ. με σύστησε και μου έδειξε τις εξετάσεις του τριημέρου, ήταν καλές ως χτες που η γυναίκα ήταν σπίτι της και τώρα είχε ξαφνικά νιώσει αδιαθεσία και είχε οξεία νεφρική ανεπάρκεια και από κάπου αιμορραγούσε εντός της και τα κάλια και τα νάτρια ήταν άνω κάτω, ca. πνεύμονα νεοδιαγνωσθέν, ούτε μηνός, η πρώτη έκπληξη δεν είχε ακόμα ξεθυμάνει, την κοίταξα καλά και στο σβέρκο μου ένιωσα τα γνώριμα μακρυά παγωμένα δάχτυλα, πέθαινε, το έβλεπα παντού πάνω της, ένα μυστικό ανάμεσα σ'αυτήν και σ'εμένα, την εξέτασα για το τυπικό, τα παιδιά περίμεναν ν'ακούσουν στρατηγική θεραπείας, η Γ. Φ. λούφαξε στην άκρη του ματιού μου δίπλα στο λαβομάνο, Έφτασες στο τέλος της διαδρομής, θα σε βοηθήσουμε να μην πονάς, η άρρωστη με κοιτούσε τελειωμένη, έγνεψε, η κόρη έκλαψε χωρίς λυγμούς, οι γιοι ήταν βουρκωμένοι. Φεύγοντας έδωσα οδηγίες στη Γ. Φ. για tryghedskasse, ένα βαλιτσάκι για την ευκολία του προσωπικού με τα λίγα μοιραία φάρμακα που δίνουμε στους ετοιμοθάνατους, επισήμως παρηγοριά, ανεπισήμως ενίοτε και ευθανασία. Όταν κατέβηκα στο ισόγειο σταμάτησα να πάρω ένα τόνικ από τον αυτόματο πωλητή δίπλα στο κλειδωμένο κυλικείο, και ενώ το μηχάνημα γουργούριζε και κουνούσε τα εξαρτήματά του, αναλογίστηκα τι είχα κάνει, αν είχα πέσει έξω, αν δεν πέθαινε σε εύθετο χρόνο την είχα βαμμένη, πήγα να ιδρώσω, αλλά πάνω στην ώρα γεννήθηκε το αλουμινόκουτο από το μηχανικό μουνί με το τσίγκινο κλαπέτο και ήμουν πάλι ευχαριστημένος.

Η Γ. Φ. με βρήκε τα χαράματα, την είχαν πριν λίγο καλέσει να αναγγείλει ένα θάνατο στην πνευμονολογική, το θάνατο που είχα ο ίδιος μου ευλογήσει, δε νομίζεις πως έπρεπε να προσπαθήσουμε, να κάνουμε έναν απεικονιστικό, να δώσουμε μια μετάγγιση, είπε πάλι χωρίς ερωτηματικό. Στεκόμουν με την πλάτη στο ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε στην αυλή, η τελευταία δροσιά της νύχτας και η πρώτη η πρωινή μου πάγωνε τα μαλλιά, αφού ξέρεις τι νομίζω, τι ρωτάς;

/

זה כתוב לי על המצח

Ο ήλιος απ'τα νοτιοδυτικά παράθυρα το απώγειο του μεσημεριού, ξέρω και δεν ξέρω τι θα βρω γυρνώντας σπίτι μετά από δυο βδομάδες από πόστο σε πόστο πετάλι στο λιμάνι και πήδος στο Έσβαγκτ Ντάνα, και παγετός και πατινάζ και τα αιώνια εφημερεία και τα μεταλλικά σεντόνια τους και το θείο έργο, καλβινισμός και αφοσίωση, κόμποι τίμιου ιδρώτα στους κροτάφους, μαλλιά κολλημένα στο κρανίο, αυτιά μπλαβιά από το κρύο, κι αναθέματα σ'εφτά γλώσσες, ένα για κάθε μέρα της εργατικής βδομάδας

το παράθυρο του δωματίου είναι ανοιχτό και το'χει φυσήξει το αεράκι κόντρα στο ντουβάρι και από μέσα η κοφτή κουρτίνα κάνει φουπ φουπ και πάει μέσα έξω σαν σωλήνας και χύνεται στην κοιμισμένη γειτονιά ξε-χαλέβ σελί πατουάχ και "πάκι" ντάχτιρι (εδώ στις άσπρες χώρες ό,τι έχει μυρωδιά ανατολής είναι πακιστανικό) και είναι γραφτό μόλις βάλω το κλειδί στην κλειδαριά το τραγούδι να λέει ατ αούβατι λανέτζαχ ζε κατούβ λι αλ χαμέτζαχ δηλαδή είσαι η παντοτινή μου αγάπη, το γράφει στο κούτελό μου

βγάζω τα χοντροπάπουτσα με τις σιδερένιες μύτες και το πρώτο βήμα μέσα πέρασμα σ'άλλο κόσμο η απροσδιόριστη μυρωδιά σπιτιού η ορκισμένη νότια μουσική σου ο ήλιος απ'τα νοτιοδυτικά παράθυρα και στο κέντρο εκεί που συναντιούνται οι ακτίνες εσύ τσουλοκώλι τρίβεις με τη βούρτσα το χαλί πετάω το σάκο στο χωλ τέσσερεις δρασκελιές σηκώνεσαι χορεύοντας και τραγουδάς εδώ κι εκεί τους στίχους και ανάμεσα στα εβραϊκά που δεν πολυκαταλαβαίνω στριμώνεις ένα πριν πας για μπάνιο καθάρισε πάνω απ'τα ντουλάπια, δεν ξεχνιόμαστε ποτέ κι όμως είμαστε πάντα ξεχασμένοι
ξένοι, ξενιτεμένοι, ξεγραμμένοι, 
γνωστά παιδιά της Διασποράς, που όταν κόβονται στα δυο το αίμα που κυλά αφηγείται χιλιάδες χρόνια πέρα δώθε, βρώμας και τυχοδιωκτισμού, 
και αυτές και όλες οι άλλες σκονισμένες ψηφίδες που σε κάνουνε εικόνα είναι ο μαγικός χυλός
η λάσπη η ιερή

είναι ο θρασύς εξωτισμός που μου'φερνε αμηχανία από παιδί και ρίχνει χαστούκια στο στόμα του βορρά, είναι τα σοκάκια και το διψασμένο χώμα που γίνεται ατμός, είναι η μπουγάδα που ιδρώνει κάτω απ'το αυγουστιάτικο φεγγάρι, είναι το ένωμα του εδώ και του εκεί και του τότε και του τώρα, το χάος των πληθών, τα κούτελα που γυαλίζουν, οι λιαστές ευτυχίες και δυστυχίες, οι ταφόπλακες στις αυλές και στα κατώγια, οι δέκα πύργοι της Βαβέλ και οι πάσης φύσεως κοψιές, η σκερτσόζα γεωγραφία, είναι οι αστράγαλοι του ασβεστίτη που σε οδηγάνε στη μεσογειακή ακτή, το λουλουδένιο στόμα που με φτύνει μες στο μάτι, το μέλι των μαλλιών σου, τα δάκρυα της μαρεσιάλας, η μεσημεριανή σιωπή, είναι αυτό που κρύβεται εντός μου, είναι μια λέρα ζηλευτή

σ'αντικρύζω με όλο μου το θράσος
έχω φτάσει τα χρόνια του Σταυρού, έχω προσευχηθεί απελπισμένα, δε φοβάμαι
ανοίγω το στόμα, χώνεις το χέρι στα έγκατά μου και τραβάς έξω ό,τι είναι μυστικό
τους ιδιωτικούς μου εμφυλίους, τα λεπτά της ασφυξίας, τις νυχτόβιες αγωνίες, τις παλιές ντροπές
και όλες τις άλλες φτήνιες της κασέττας
σ'αντικρύζω με όλο μου το θράσος και επιτέλους με βλέπω καθαρά
ανάσκελα στο κρεβάτι τριγυρισμένο απ'τα πλεχτά σου και πάνω μου η πείνα το κτήνος το θηρίο τα χέρια σου μου σβήνουνε το φως απ'το λαιμό αλλά εγώ είμαι εδώ για σένα, χύνεις και σου τρέχουνε τα σάλια γραμμή στη μούρη μου και γελάω θα πάρει δυο στιγμές να πάρεις πρέφα και να πεις αυτή είμαι
ναι, αυτή

Και με ρώτησε η Άλις 
Σε ποια γλώσσα ονειρεύεσαι; Η ερώτηση αυτή κρώζει, δεν έχω περάσει ποτέ κανένα σύνορο.
Αλλιώς δε θα ρωτούσε.

Temperance

Έχει ήδη νυχτώσει, το χιόνι αντανακλά κάποιο μυστικό φως, από το στενό διάδρομο δίπλα στα παράθυρα γουργουρίζουν τα κλειδωμένα ψυγεία, οι ραφιέρες με τους πύργους ποτηριών σκονίζονται αργά αργά, ήσυχα βήματα με τα κατασκοπευτικά παπούτσια, οι καρέκλες και τα τραπέζια άδεια, ένα καραφλό σκιάχτρο που φοράει τη στολή του δούλου κάθεται στη σκοτεινή γωνιά. Γνώριμο πλάσμα, είναι το φάντασμα που περιφερόταν στην κοιλάδα του Σορέκ για χρόνια, γύρω τα βουνά της Ιερουσαλήμ που κρύβουν όλους τους ορίζοντες, πέτρες και φαρμακερά σταφύλια, ώσπου κάποια μέρα βροχών το πήρε το ποτάμι και το ξέρασε στο αμμουδερό δέλτα κι έτσι ελευθερώθηκε. Παγώνι χωρίς ουρά, σκιάχτρο μαδημένο, αν βράσεις την ψυχή εξατμίζεται και μένει στον πάτο λίγο αλάτι που σκορπίζεται σαν άμμος. Τι θες να κάνω; ρωτάω απελπισμένος και με βρίσκει κατακούτελα μια καλοκουρδισμένη φωνή, Υπομονή, είναι αυτή, με το ένα πόδι στην όχθη και το άλλο βουλιαγμένο στην ποταμίσια λάσπη το νερό κυλάει από το ένα στο άλλο χέρι και χερουβείμ κρυμμένα στις καλαμιές κάνουν λογαριασμό, απεσταλμένη του Θεού και υβρίδιο πτηνού, γύρω από το κεφάλι το στέμμα της παράνοιας και στο κούτελο ορθάνοιχτο το τρίτο μάτι που τα βλέπει όλα. Αναδύομαι από τη γωνιά μου ντροπιασμένος, αυτό το κόλπο με το νερό δεν το κατάφερα ποτέ και ήταν η καταδίκη μου, τρυπιοχέρης, κυλούσε από το ένα και επέστρεφε στο δέλτα και το αφάνιζε το υφάρμυρο ένωμα, δεν κατάλαβα και πώς, και σιγά σιγά από το χέρι μου το νερό που έρρεε έγινε αίμα και η πλάση το ρουφούσε αδηφάγα και με στράγγισε κι έτσι έγινα διαφανής, έτσι έχασα το τσιγγάνικο σώμα, έτσι έχασα τη σκιά μου, κι έγινα το φάντασμα της κοιλάδας του Σορέκ. Μέσα στο στρογγυλό κεφάλι της όλα είναι σε τάξη, ανάμεσα στα χέρια της ο χρόνος είναι νερό, είναι σπαθί. Δεν υπάρχει τίποτα που δε γιατρεύεται με την υπομονή, το δίδαγμα της απέραντης μοναξιάς, η σοφία της Τεμπεράντσας. Ο χιτώνας της είναι υφασμένος από παγοσταλίδες, ένα πανί από το ίδιο μυστικό φως που καθρεφτίζεται στο χιόνι μες στη νύχτα, η εγκρατεία, το μέτρο, η φωνή της λογικής, και άντρας και γυναίκα και τίποτα απ'αυτά, ό,τι έχει αρχή έχει και τέλος, αλλά όχι αυτή. Δεν έχω παρά να υπακούσω, υπομονή. Η Τεμπεράντσα θα φτερουγίσει τις πελώριες φτερούγες της και η σκόνη της κοιλάδας του Σορέκ και η γη και οι σκιές κι εγώ μαζί θα φθίνουμε προς το πουθενά.

ONLY LOVE AND DEATH CHANGE ALL THINGS

-



Wheel of fortune

Στις φωτογραφίες από τα κέντρα υποδοχής στο Έλλις Άηλαντ πριν την αλλαγή του αιώνα από δεκαετία σε δεκαετία και από τη μια μεριά του Ατλαντικού στην άλλη το βλέμμα απαράλλαχτο ταξίδεψε στο χρόνο και στο χώρο το ίδιο εκείνο βλέμμα που ζητάει βουβά τα ρέστα, το βλέμμα που έχει βαθύνει και στης νύχτας το ναδίρ έχει βγάλει δόντια αστραφτερά, το ίδιο γνώριμο βλέμμα έχει και αυτή, τα χέρια σταυρωμένα εμπρός, πέρα από το σύνορο της κούρασης, πέρα από τα όριά της, στις ανοιχτές εκτάσεις της γης των ευκαιριών, στα αχανή πεδία της ανεξερεύνητης κόλασης, ένα βλέμμα που σε βλέπει μέσα απ'το φιλμ και σε καίει σαν ακτινογραφία και οι σάρκες σαθρές εγκαταλείπουν, απέναντι ο θάνατος και η ματιά του Μέδουσα και φυσικά σκοτάδι, από τους βολβούς του στους βολβούς της πέτρα όλα, πέτρα, τα νερά του ποταμιού θολά κι ορμητικά και μια ροή μπερδεμένη και τυρβώδης, Πάσχα από τη μια όχθη της απελπισίας στην άλλη, μεταναστεύοντας από τη σφύρα στον άκμονα. Η φωνή της διασχίζει την ερημιά των σηπτικών και κάνει γκελ στους κούφιους σωλήνες και γλιστράει στα πλακάκια, η άρθρωση ιστορική, το λάμβδα και το κλειστό όμικρον της Βόλβης και του Στρυμονικού τα δυο νερά τα δυο αρχέγονα πηγάδια, μια φωνή που τα ξέρει όλα και επιτάσσει, ίδιον του επαγγέλματος, και στις άκρες των χορδών ένα λίγο νοιάξιμο, κανένας δε γίνεται τραχύς χωρίς να έχει νοιαστεί, στις φωτογραφίες από τα κέντρα υποδοχής στο Έλλις Άηλαντ συνοψίζονται οι λέξεις που παίζει στο αυστηρό της στόμα, χτυκιό, πανούκλα και κολούμπρα, μέσα στο συρφετό δεν ξεχωρίζει η μια κωμωδία από την άλλη, ένα φίδι καρφί στον κόσμο της σαρκός, από τις παραλίμνιες δροσοσταλίδες μ'ένα τίναγμα μαύρων φτερών παφ στη γκρίζα μάκα των απρόσωπων πολλών, ρόδα είναι και γυρίζει, ο διάολος τιμονεύει στο απύξιδο ταξίδι, βασιλιάδες και θεοί και ο κάτω κόσμος σε μόνιμη εναλλαγή καθώς πέφτει το χαρτί και η τύχη αποφασίζει κι εμπρός της άντρες γυμνοί πότε νεκροί και πότε αναστημένοι εκτελούν αδιαμαρτύρητα τις διαταγές του πεπρωμένου.

-

Έξη μήνες μιλούσαν στο τηλέφωνο σύμφωνα με τις περιστάσεις, ο Τόμας την έπαιρνε γιατί μια καρδιά του πνιγότανε στο αίμα, αυτή έπαιρνε τον Τόμας επειδή μια μισάνοιχτη κοιλιά της στραγγάλιζε την καρδιά, κι ο ένας πήγαινε κι ο άλλος ερχόταν και δε συναντιόντουσαν ποτέ. Ο Τόμας μιλούσε πάντα πολύ σιγανά, τόσο ήπια που της προκαλούσε ανυπομονησία, δεν τον καλοάκουγε κιόλας από τα αυτιά τα ταλαιπωρημένα από τα ψαροντούφεκα, μερικές φορές άλλα τη ρώταγε κι άλλα του απαντούσε, στο τέλος πάντα συνεννοούνταν, όποτε άκουγε τη φωνή του χαιρόταν, θα το λύσουμε το πρόβλημα, ο Τόμας ξέρει. Αυτή κοφτή και επί του πρακτέου, αφήνοντας πάντα κάτι να εκκρεμεί με τη μυστήρια προφορά της, και πάντα τελειώνοντας την κλήση με κάτι απροσδόκητα τρυφερό, όπως Σου εύχομαι να κοιμηθείς 3 ώρες απόψε ή να έχεις ειρηνική εφημερία, έκανε τον Τόμας να στέκεται προσοχή με όλη του την ήπια πανοπλία. Έξη μήνες τηλεφωνικού επαγγελματισμού ως εχτές ημέρα Τρίτη, πήρε τηλέφωνο τον καρδιολόγο και το σήκωσε ο βραχνός Πάρε σε 15 λεπτά, κάθε φορά που απαντάει ο βραχνός ζητάει να τον πάρει σε 15 λεπτά που θα έχει πασάρει το τηλέφωνο σε κάποιον λιγότερο ανίκανο. Ξεφύλλισε αποτελέσματα εξετάσεων για 15 λεπτά και ξαναπήρε, και απάντησε ο Τόμας, και ένιωσε ανακούφιση κατά τα γνωστά. Ποιο είναι το πρόβλημα; -Περικαρδίτις και επιπωματισμός. Περικαρδίτις σαν κελαηδητό. Θα στείλω κάποιον να κάνει ένα υπέρηχο. Αυτή τεντώθηκε στη στάση των νοσηλευτριών, ταχτοποίησε ένα μάτσο φακέλους και το καροτσάκι της αλλαγής, ο ήλιος βούλιαξε πίσω απ'το ψηλό κτίριο, άκουσε τα τροχούλια του υπερήχου να κάνουν κρίκι κρίκι στο διάδρομο και βγήκε σε αργή κίνηση να πιάσει τον απεσταλμένο πριν τον καταπιεί το ασανσέρ. Σε περίμενα, πες μου αν ανεπαρκεί. Ήταν η αυταρχική κυρία του τηλεφώνου, μόνο που δεν της έμοιαζε καθόλου, ένα μελαγχολικό, κάπως φοβισμένο κορίτσι με βλέμμα σκέτο οξύμωρο σαν ακονισμένο κυρτό ξίφος, μεσολάβησε μια παύση, Πρέπει να τον παρακεντήσουμε, θα μας δυσκολέψει. Ήταν ο ήπιος διακριτικός κύριος του τηλεφώνου, πολύ πιο στιβαρός απ'ό,τι ακουγόταν, μάτια βαθιά χωμένα σε σκιερές κόγχες μα πολύ φωτεινά, μαλλιά βουρτσώδη μισοκρυμμένα κάτω από χειρουργικό σκουφάκι, χαμογέλασε πίσω από τη μάσκα Δεν ήξερα πως ήσουν τόσο νέα. -Δεν ήξερα πως ήσουν εσύ. Ο τροχός της τύχης γυρίζει σαν τα τροχούλια του υπερήχου, και ο Τόμας στάθηκε τυχερός και δεν τον έλιωσε το κύλισμα. Το επόμενο πρωί η ήπια φωνή του αναρριχήθηκε στα λυτά μαλλιά του ίδιου κοριτσιού που περνούσε από το κέντρο υποδοχής στο Έλλις Άηλαντ πριν εκατόν τριάντα χρόνια, μαλλιά από μέλι πεύκης, τα μαλακά του χέρια χάιδεψαν το παρελθόν και τα φιλντισένια της φιλιά τον πέρασαν απέναντι. Όταν χαμογελάει η μοίρα αλλάζει η ιστορία ολόκληρου του γύρω κόσμου.

ONLY LOVE AND DEATH CHANGE ALL THINGS

-