© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

We would survive even ourselves, as long as we were together

Α.

Τα χαλίκια στο πέρασμα πνίγηκαν απ'το βροχονέρι. Λάσπη ανέβηκε ανάμεσά τους. Το δέντρο ψιχάλιζε με την αύρα. Ίσιωσα το μουστάκι, έσπρωξα τα γυαλιά να κάτσουν πιο καλά στο μύτο, κατέβασα το γιακά. Κοιτούσα κάτω όπως το συνηθίζω, τα παπούτσια μου και τα παπούτσια του καλύτερού μου φίλου, λασποπιτσιλιές και κόκκοι άμμου. Το κορδόνι σου είναι λυμένο και τα πίνει. Οι συννεφιές μας προσπερνάνε από πάνω βιαστικά, στα σκοτεινά του μάτια καθρεφτίζονται εύκολα οι εναλλαγές, Και τώρα δηλαδή τι; ρώτησε, δεν παίρνει μια στιγμή και αρχίζουμε να γελάμε τρανταχτά. Ένας εβραίος και ένας προτεστάντης, ένας ψηλός και ένας κοντός, ένας άτριχος και ένας τριχωτός, δυο ζευγάρια πλακέ κιτσομπλέ πούμα που δεν πολυσηκώνουν τον υγρό καιρό του WATTEN, κι οι δυο μας ασταθείς σαν αδυνατισμένοι πύργοι Τζένγκα και ταυτόχρονα τελείως ριζωμένοι

Ω.

Έξω από την εκκλησία που ίδρυσε ο Άνσγκαρ πολύ πολύ παλιά μ'έπιασε η μικρή μεγάλη αγάπη της ζωής μου απ'το χέρι και τον ώμο και τραγούδησε μουρμουριστά βαλσάκι και χορέψαμε είκοσι βήματα, και ξαφνικά με άφησε, και μ'έσπρωξε πέρα και στάθηκε ακίνητη απέναντί μου, με τον αυστηρό καθολικό της λαιμοδέτη, το δαχτυλίδι με τη χάμσα και ένα άπιστο μειδίαμα, Μα ποιος είστε; Δε σας γνωρίζω! και στα πεταχτά απ'την κατάμεστη ταράτσα στην Όλγας στις νύχτες στο Σταυρό γυμνοί στο Στρατόνι ντυμένοι στη Ρεντίνα, Α, μη μου δίνετε σημασία, περαστικός είμαι. Ένα ψάρι έξω απ'το νερό και μια θάλασσα που πλημμυρίζει τη στεριά, ο Κρεμασμένος και η Τεμπεράντσα, δυο παλιοκέρματα της διασποράς, πάνω απ'το δεξί της νεφρό γράφει o mar não é um obstáculo é um caminho πάνω απ'το δεξί μου νεφρό γράφει incertum quo fata ferunt, κι οι δυο μας χαμένοι μονίμως στ'ανοιχτά

...

Seewärts

 






You want to know my history?
Ask the sea.

D. Walcott

To be able to forget means sanity

Στο ντιβάνι στο σκοτεινό παρασάλονο με τα παντζούρια ο αέρας είναι σα δεύτερο πετσί φοβάμαι τις ρίγες της κουρελούς φοβάμαι τις σκιές στο μαξιλάρι μου ξαπλώνει ο Ινδιάνος με τ'άλογό του και κανένας απ'τους δυο δε βλεφαρίζει δίπλα κοιμάται μια μάνα ένας πατέρας μια ανάσα πιο εκεί κοιμάται η θεία Ντίνα και στην κουζίνα κοιμούνται οι κουραμπιέδες της εχτές με πήρε τηλέφωνο εκείνος ο πατέρας από εκείνον τον Αύγουστο από εκείνο το κρεβάτι και μου είπε υπηρεσιακά πέθανε η θεία Ντίνα στην άλλη πλευρά του ακουστικού καρφί στα περασμένα κατάπια ένα κιχ μισοκρυφά και είπα σαν άντρας σταθερά έζησε μακρά ζωή

Η βεράντα έβλεπε ένα βαθύ και σκοτεινό Ιόνιο, η κληματαριά δε φτουρούσε να σε κρύψει από την πρωινή λιακάδα, η μονοκοττούρα φιλόξενη κάτω απ'τις πατούσες, το δεντρολίβανο σωροί θάμνοι στο ένα πλευρό του σπιτιού, η βεράντα έβλεπε την εποχή της αθωότητας, τα ξύλινα κουφώματα έτριζαν στο πέρασμα της μαϊστραλάδας, οι μοναχικοί σκορπιοί σέρνονταν στις παρυφές της πίσω αυλής, η Τραχειά λιγόστευε πέτρα πέτρα, το κυάλι στο τραπέζι με το σκούρο τραπεζομάντηλο για να δούμε ποιος έρχεται, ποιος φεύγει κι ένα ποτήρι ούζο

σημεία στατικά που τα διαπερνάει ο χρόνος και κομματιάζονται και σβήνουνε προς σκόνη
γεννήθηκα σε ένα υπέροχο θαλπερό φως και έκτοτε κατρακυλώ σε ένα ατέρμονο απόβραδο
και η νύχτα βαραίνει και πυκνώνει και εκείνη η παλιά θάλπη απομακρύνεται ολοένα
αδύναμο αστέρι σε ένα άγνωστο στερέωμα και κάτω μια γη που μαστίζεται από ομίχλες
ο χρόνος ανελέητος και σε πλήρη ανάπτυξη το πυροτέχνημα της δυστυχίας
θέλω να γυρίσω πίσω

Θάνατος σε βουβή εικόνα


 

Το πόδι μου βρίσκει σε κάθε βήμα μια έτοιμη πατημασιά, έχει περάσει κι άλλος από εδώ, δεν είναι η νέα γη, δε γράφω ιστορία, ακολουθώ μια ρότα πολύ γνωστή, το πλοίο της γραμμής, μια μπάτσα στο κεφάλι, μια στην πλάτη και δυο κλωτσιές πίσω απ'τα γόνατα μη σώσει και σηκωθείς καριόλη,
εμπρός τους έχει βρει ήδη η μπόρα, η πλάτη μου έχει διαλυθεί και ενώνομαι σιγά σιγά με τη σκιά μου, είσαι η μόνη άγκυρα που μου έχει μείνει, κρατιέμαι απελπισμένα από κτηνώδες ένστικτο, παρότι ξέρω πως μόλις με καταπιεί το σκοτάδι όλα θα πάψουν.
Το ελάφι που πυροβόλησες εκείνη τη μέρα κυνηγώντας δεν πέθανε ακαριαία
και όταν το πλησιάσαμε είχε την υπομονετική μελαγχολία στο βλέμμα καθώς ψυχορραγούσε.


Θάνατος σε βουβή εικόνα, ένα όνειρο του ματιού, σχήματα που εξαφανίζονται σαν οφθαλμαπάτη. 
H. Melville

Αχαρτογράφητες ακτές

Πλύμα αρμύρας πρωινό
πέπλα που μυρίζουνε κλεισούρα στ'ανοιχτά
το μόνο που ακούγεται είναι το μικρό τρίξιμο της βάρκας που αιωρείται εδώ και πουθενά 
μια κεχριμπαρένια γλύκα ξημερώνει

έχω χαθεί

-

σβήνω απ'το χάρτη καθώς λιώνει στο νερό
προσεύχομαι ξανά
όπως τότε έτσι τώρα
ανθεκτική ανίατη απελπισία
και ο χρόνιος πυρετός της ερημιάς

αίμα δηλητήριο αίμα φαρμακωμένο και πικρό
απόσταγμα δάκρυ δάκρυ μια μυστήρια δροσιά
στα πλατιά φύκια που επιπλέουν ακίνητα στην άπνοια
μια πνιγμονή βραδεία και υπομονετική

ένας θάνατος κρυφός

-

το νερό ρηχαίνει και ρηχαίνει
και ζεσταίνει και ζεσταίνει
οι πρώτες πέτρες οι πρώτες καλαμιές
η λάσπη που ξύνει την καρίνα

αχαρτογράφητες ακτές
μες απ'το μυωπικό θάμβος της αυγής
αναδύεται το όπιο σαν αντικατοπτρισμός
τα μαλλιά περικοκλάδες υδρόβιου κισσού

Θεέ μου, έχω χαθεί

-






F32 επί F33
η σύνοψίς μου και
οι συντεταγμένες
ο χρόνιος πυρετός της ερημιάς