© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

To be able to forget means sanity

Στο ντιβάνι στο σκοτεινό παρασάλονο με τα παντζούρια ο αέρας είναι σα δεύτερο πετσί φοβάμαι τις ρίγες της κουρελούς φοβάμαι τις σκιές στο μαξιλάρι μου ξαπλώνει ο Ινδιάνος με τ'άλογό του και κανένας απ'τους δυο δε βλεφαρίζει δίπλα κοιμάται μια μάνα ένας πατέρας μια ανάσα πιο εκεί κοιμάται η θεία Ντίνα και στην κουζίνα κοιμούνται οι κουραμπιέδες της εχτές με πήρε τηλέφωνο εκείνος ο πατέρας από εκείνον τον Αύγουστο από εκείνο το κρεβάτι και μου είπε υπηρεσιακά πέθανε η θεία Ντίνα στην άλλη πλευρά του ακουστικού καρφί στα περασμένα κατάπια ένα κιχ μισοκρυφά και είπα σαν άντρας σταθερά έζησε μακρά ζωή

Η βεράντα έβλεπε ένα βαθύ και σκοτεινό Ιόνιο, η κληματαριά δε φτουρούσε να σε κρύψει από την πρωινή λιακάδα, η μονοκοττούρα φιλόξενη κάτω απ'τις πατούσες, το δεντρολίβανο σωροί θάμνοι στο ένα πλευρό του σπιτιού, η βεράντα έβλεπε την εποχή της αθωότητας, τα ξύλινα κουφώματα έτριζαν στο πέρασμα της μαϊστραλάδας, οι μοναχικοί σκορπιοί σέρνονταν στις παρυφές της πίσω αυλής, η Τραχειά λιγόστευε πέτρα πέτρα, το κυάλι στο τραπέζι με το σκούρο τραπεζομάντηλο για να δούμε ποιος έρχεται, ποιος φεύγει κι ένα ποτήρι ούζο

σημεία στατικά που τα διαπερνάει ο χρόνος και κομματιάζονται και σβήνουνε προς σκόνη
γεννήθηκα σε ένα υπέροχο θαλπερό φως και έκτοτε κατρακυλώ σε ένα ατέρμονο απόβραδο
και η νύχτα βαραίνει και πυκνώνει και εκείνη η παλιά θάλπη απομακρύνεται ολοένα
αδύναμο αστέρι σε ένα άγνωστο στερέωμα και κάτω μια γη που μαστίζεται από ομίχλες
ο χρόνος ανελέητος και σε πλήρη ανάπτυξη το πυροτέχνημα της δυστυχίας
θέλω να γυρίσω πίσω

Θάνατος σε βουβή εικόνα


 

Το πόδι μου βρίσκει σε κάθε βήμα μια έτοιμη πατημασιά, έχει περάσει κι άλλος από εδώ, δεν είναι η νέα γη, δε γράφω ιστορία, ακολουθώ μια ρότα πολύ γνωστή, το πλοίο της γραμμής, μια μπάτσα στο κεφάλι, μια στην πλάτη και δυο κλωτσιές πίσω απ'τα γόνατα μη σώσει και σηκωθείς καριόλη,
εμπρός τους έχει βρει ήδη η μπόρα, η πλάτη μου έχει διαλυθεί και ενώνομαι σιγά σιγά με τη σκιά μου, είσαι η μόνη άγκυρα που μου έχει μείνει, κρατιέμαι απελπισμένα από κτηνώδες ένστικτο, παρότι ξέρω πως μόλις με καταπιεί το σκοτάδι όλα θα πάψουν.
Το ελάφι που πυροβόλησες εκείνη τη μέρα κυνηγώντας δεν πέθανε ακαριαία
και όταν το πλησιάσαμε είχε την υπομονετική μελαγχολία στο βλέμμα καθώς ψυχορραγούσε.


Θάνατος σε βουβή εικόνα, ένα όνειρο του ματιού, σχήματα που εξαφανίζονται σαν οφθαλμαπάτη. 
H. Melville

Αχαρτογράφητες ακτές

Πλύμα αρμύρας πρωινό
πέπλα που μυρίζουνε κλεισούρα στ'ανοιχτά
το μόνο που ακούγεται είναι το μικρό τρίξιμο της βάρκας που αιωρείται εδώ και πουθενά 
μια κεχριμπαρένια γλύκα ξημερώνει

έχω χαθεί

-

σβήνω απ'το χάρτη καθώς λιώνει στο νερό
προσεύχομαι ξανά
όπως τότε έτσι τώρα
ανθεκτική ανίατη απελπισία
και ο χρόνιος πυρετός της ερημιάς

αίμα δηλητήριο αίμα φαρμακωμένο και πικρό
απόσταγμα δάκρυ δάκρυ μια μυστήρια δροσιά
στα πλατιά φύκια που επιπλέουν ακίνητα στην άπνοια
μια πνιγμονή βραδεία και υπομονετική

ένας θάνατος κρυφός

-

το νερό ρηχαίνει και ρηχαίνει
και ζεσταίνει και ζεσταίνει
οι πρώτες πέτρες οι πρώτες καλαμιές
η λάσπη που ξύνει την καρίνα

αχαρτογράφητες ακτές
μες απ'το μυωπικό θάμβος της αυγής
αναδύεται το όπιο σαν αντικατοπτρισμός
τα μαλλιά περικοκλάδες υδρόβιου κισσού

Θεέ μου, έχω χαθεί

-






F32 επί F33
η σύνοψίς μου και
οι συντεταγμένες
ο χρόνιος πυρετός της ερημιάς

Næste station Lunderskov

Μακάρι να μπορούσα να σου πω γιατί, δέκα λέξεις παραταγμένες σε σειρά, δέκα λέξεις πιστολιά στο κούτελο, γιατί όταν καταλαβαίνεις χάνεται η ομίχλη του μυστηρίου και ξημερώνει ξαφνικά. Το τραίνο παίρνει το δρόμο του, τα λιβάδια ποτισμένα από την ασταμάτητη βροχή ξεχύνονται κι αφήνονται στους ορίζοντές μας και κυνηγώ το ένα μοναχικό σπιτάκι κάπου στους χαμηλούς λόφους γύρω απ'το Κόλινγκ ανάμεσα σε μια δεντροσυστάδα και μας παίρνω απ'τα μαλλιά (εσένα, γιατί εγώ τώρα είμαι καραφλός) και μας φυτεύω στην αυλή σαν πλεϋμομπιλένιους και ευτυχισμένους χωρίς χτες, χωρίς αύριο, χωρίς χρόνους εξακολουθητικούς, απλά στίγματα στο ραδιοεντοπιστή, τώρα όχι τώρα ναι, ένα ψήγμα Σαββατιάτικης σιωπής, μια στάλα αρχαίο λικεράκι αγριοφράουλας, μια κλεφτή ματιά του διψασμένου στη βρύση στην Κατάρα, ένα κάτι ελάχιστο, ανύπαρκτο απ'την προσωρινότητά του,  οι πρώτες δυο συγχορδίες του Clair de lune, χάδι στα βρύα στο ντουβάρι της εισόδου ένα βιαστικό απόγευμα, μακάρι να μπορούσα να σου πω γιατί και να σ'ελευθερώσω, αλλά δεν καταλαβαίνω, ψαύω σαν αμβλυωπικός στη νύχτα και ποτέ δεν ξημερώνει. Έτσι είναι τα πράγματα, έτσι κατηφορίζω, γράφοντας γκέλες ανάμεσα στις αγωνίες και μαρτυρώντας σιωπηλά, χωρίς να μπορώ ποτέ να σου εξηγήσω. Το δάχτυλό σου κολλάει στο ζυγωματικό μου, Μη, μέσα στο βαγόνι γκρι και μπλε ταπετσαρία, εμείς και δυο νοσοκόμες του γηροκομείου που δεν έχουν σταματήσει να κουτσομπολεύουν, να πάρει πόσο κουρασμένος είμαι.

511 Space rendezvous

Ο Κ. Σ. ήταν ένας χαρισματικός ορθοπεδικός από τότε που τον γνώρισα, εξωστρεφής και γελαστός. Πιο παλιά είχε φυσιοθεραπευτήριο αλλά δεν του ήταν αρκετό. Σπούδασε ξανά αργότερα, γύρω στα τριάντα. Πρωτοετής στη Σχολή γνώρισε τη νοσοκόμα γυναίκα του με την οποία έκαναν στα γρήγορα δυο τρία παιδιά. Τώρα ο Κ. Σ. ήταν ακριβώς σαρανταπέντε, απαράλλαχτα μυώδης, στιβαρός, με δυνατά χέρια. Είχε ρυτίδες στους έξω κανθούς, που όταν γελούσε γίνονταν γεροντικές και ομολογούσαν τα όσα έπονταν. Κουρεμένος ένα αστείο καπελάκι και μετά βίας λίγα ίχνη γκρίζου εδώ κι εκεί στο ξανθωπό του, με μεγάλα τετράγωνα γυαλιά, πάντα ξυρισμένος φράπα, δεν τον ξεχνούσες εύκολα. Το πρωί το κορίτσι πήγε και τον βρήκε στο εφημερείο 511. Η καφετιέρα έχεζε ζορισμένα λίγο λίγο στο γυάλινο περιέκτη. Ήπιαν καφέ απ'τη σακούλα με την αραπίνα. Ο Κ. Σ. της μίλησε για το διευθυντή που δεν πλήρωνε υπερωρίες και είχε μαζέψει όλους τους επικουρικούς ρόλους στο όνομά του για να αυτοεπιδοτείται ενώ έσκαγε μύτη δυο φορές τη βδομάδα και δεν έβλεπε ποτέ αρρώστους γιατί ήταν πολύ απασχολημένος με το διοικητικό του έργο. Είχε τραβήξει το θέμα στα άκρα, και ο διευθυντής έβαλε τους δικούς του στο σύλλογο για να του κλείσουν το στόμα και να θάψουν την υπόθεση. Την ιστορία αυτήν δεν την ήξερε σχεδόν κανείς γιατί ο Κ.Σ. δεν ανοιγόταν. Ήταν όμως φανερό πως ήταν στα μαχαίρια με το διευθυντή και θα του πήγαινε ανελέητη κόντρα ώσπου ένας από τους δυο να φύγει ντροπιασμένος, και ο σβέρκος του Κ.Σ. ήταν ο πιο χοντρός οπότε δεν έπαιζα τα λεφτά μου στον ξερακιανό πολύτεκνο τεμπέλη. 

Ο Κ. Σ. είχε μια σπάνια ιδιότητα. Σε έναν κλάδο πολιτικά ευνούχο και βαθύτατα συντηρητικό, ήταν αφοσιωμένος του εργατικού συνδικαλισμού με αγνές ρομαντικές ιδέες, ίσως ο μοναδικός αυτής της ράτσας που γνώρισα όλα αυτά τα χρόνια. Η σάρκα που κρυβόταν μέσα από το τσόφλι της ωριμότητάς του είχε μείνει παιδική, είχε μάθει από τα λάθη του αλλά δεν τον είχαν απελπίσει. Το κορίτσι ήταν υπαινιγμός, είχε εκείνη τη διαχρονική φωτεινή περιέργεια στο βλέμμα που είχε ρίξει στα γόνατα άντρες πολύ πιο ανένδωτους από τον Κ. Σ. Δεν ήθελε και πολύ. Ανάθεμα, δε θέλησε καθόλου. Αργότερα εκείνη τη μέρα του κράτησε ανοιχτή τη βαριά πόρτα για το κλιμακοστάσιο, αυτός κοντοστάθηκε και θυμήθηκε την καφετιέρα στο εφημερείο 511. Ανέβηκαν παρέα στον πέμπτο. Η καφετιέρα ξερόχεζε, το νερό κόντευε να σωθεί. Η νυχτοβάρδια θα αργούσε να φανεί, κάτω γινόταν της μουρλής. Το κορίτσι τον άγγιξε στον πονεμένο αριστερό καρπό που είχε επιδέσει με φυσιοθεραπευτική ταινία, τον τράβηξε πολύ απαλά κοντά της. Ο Κ. Σ. ένιωθε σα να τον είχε διαπεράσει το διάφανο κορμί ενός φαντάσματος σε ένα ήσυχο ξέφωτο, σα να τον είχαν ποτίσει δροσοσταλίδες ένα πρωί καλοκαιριού. Ο Κ. Σ. ήταν από εκείνους που πάντα ζεσταίνονται και ιδρώνουν κουβάδες αλλά ακτινοβολούσε ευρωστία. Αυτή υπερθερμαινόταν ξερά, το δέρμα της ήταν συχνά σαν αναμμένο μετάξι. Αυτός ήταν σταχυόχρους, αυτή ήταν φεγγαράδα. Τα σαρανταπέντε χρόνια εξαφανίστηκαν από τους έξω του κανθούς και έγινε όλος νέος. Η μυρωδιά του καφέ, ο απογευματινός ήλιος, το ολόλευκο εφημερείο, τα κολλαριστά σεντόνια, το ανένδωτο στρώμα το σχεδόν σαν πάγκος, τα πράσινά τους πεταμένα εδώ κι εκεί, οι σωρείτες, τα πεύκα και η θάλασσα, δυο ζευγάρια επιδέξια χέρια αγκιστρωμένα σφιχτά το ένα απ'τ'άλλο, κοσμογονία.

Το εφημερείο 511 ήταν γνωστό ως η σουΐτα. Ήταν το μοναδικό γωνιακό με βορειοδυτικό προσανατολισμό και πλατειά παράθυρα και στις δυο πλευρές, λουζόταν γλυκά στο φως και ήταν πάντα ευχάριστα ζεστό. Οργανωνόταν λοταρία κάθε χρόνο γιατί όλες οι ειδικότητες κωλοσκίζονταν για το 511 και πριν εφαρμοστεί αυτή η δίκαια μέθοδος, οι εφημερεύοντες έπαιζαν  ενίοτε σούτια στο διάδρομο. Εγώ εκείνο το διάστημα ήμουν εν πλω, συντεταγμένος πολύ μακρυά από το εφημερείο 511 και ό,τι διημειβόταν εκεί μέσα. Αλλά η εγκατάλειψη που σε ζώνει στην πλατφόρμα δίπλα στον αυτόματο πωλητή σνακς τις βουβές ώρες μου τράβαγε βιαίως τα βλέφαρα ανοιχτά και έβλεπα με ισχυρά κυάλια εντός μου και εκτός μου με τρομακτική ευκρίνεια. Το πρόσωπο του Κ. Σ. το φέρνω ακόμα στο νου μου. Δεν είχε τίποτα μεμπτό. Δεν τολμούσα καν να τον ζηλέψω. Ερωτεύτηκε τρυφερά και βραδυφλεγώς, έδωσε το όμορφο σώμα του θυσία και υπηρέτησε το κορίτσι σα μυστικός σταυροφόρος. Είχαν συναντηθεί στο αχανές κενό του διαστήματος υπό τη στιγμιαία απλάνεια αστεριών και πλανητών.