© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

El amor en los tiempos del cólera

Los síntomas del amor son los mismos del cólera.
-GGM

Κατεβήκαμε εχτές το απόγευμα στο ποτάμι. Είχε απονεριά και το μονοπάτι ήταν ανοιχτό σχεδόν μέχρι το δέλτα. Περπατήσαμε μέσα στις λασπουριές. Τα χόρτα ως το μπούτι, τσουκνίδες, καλέντουλες και χαμομήλια. Οι αγελάδες έβοσκαν στην απέναντι μεριά. Είχε ήλιο, φυσούσε ένας μικρός ψυχρός πουνέντες. Κάποιοι λιάζονταν στα ποταμοβαρκάκια τους αρόδο, το νερό ήταν σκέτη μούργα. Σύννεφα από μυγάκια εδώ κι εκεί κολλούσανε στα χείλια αν δεν πρόσεχες. Σταθήκαμε στην τελευταία σκάλα πριν το άνοιγμα, έβλεπες ακριβώς πού τέλειωνε η λάσπη και πού άρχιζε η θάλασσα. Όταν ο ήλιος άρχισε να πέφτει πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Πάνω που άρχιζαν τα κράσπεδα μετά τη μαρινούλα, ένας θείος στεκότανε με το τσιγάρο στο στόμα δίπλα σε έναν πεσμένο καταγής. Σπαστά ρώτησε αν τον ξέρουμε. Δε φαινόταν καν η φάτσα του, ήταν πεσμένος μπρούμυτα, τα πόδια ακόμα πιασμένα στα πετάλια, ένα ποδήλατο με βαγονάκι γεμάτο μπυροκούτια, ένας αναγεννησιακός πίνακας. Η Ν. γονάτισε και τον τραβολόγησε απ'τον ώμο του μπουφάν. Ε, μπάρμπα! Μπάρμπα! Είσαι ξύπνιος; Ο πεσμένος δεν αντέδρασε. Τον έπιασε απ'το μπουφάν και τον ανασήκωσε. Σιελορροούσε, ήταν τύφλα. Μπάρμπα, ξύπνα να πας σπίτι. Αυτός μούγκρισε πνιχτά. Τον σήκωσε να σταθεί, αυτός ήταν σακί, όχι τόσο γρήγορα. -Σήκω ρε δεν έχω όλη μέρα! Σήκω να μην αρχίσω τις σφαλιάρες. Και μετά γυρνώντας σε μένα: Έχει ένα σάπιο πλεούμενο στη μαρίνα παρακάτω. Θα'ρθει η μέρα που θα τον βρούμε με τα πόδια πάνω δίπλα στο παλούκι της δέστρας. Έχει χέσει και το βρακί του, πουχά, πουχά. Ο πεσμένος άρχιζε τώρα σαν παγωμένο ερπετό να προσπαθεί να κινηθεί. Ρέγχαζε κάθε τόσο χωρίς να βγάζει τίποτ'άλλο παρά φτύμα. Η Ν. του'ριξε δυο και δυο χαστούκια, αυτός άνοιξε δυο μάτια υπεραιμικά και θολωμένα, δεν ήταν καν ενοχλημένος, ήταν πίτα, έμοιαζε εβδομηντακαί αλλά μ'αυτούς ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να'ταν και πενήντα. Σύρε σπίτι να το κοιμηθείς. Και άλλαξε και κάνα βρακί. -Ναιιι κυρία... Του φόρεσα το κασκέτο που'χε παραπέσει, έστησα το ποδήλατο, το πήρε σαν περπατούρα κι έφυγε σέρνοντας τα πόδια του. Ο θείος θεατής κάπνιζε δεύτερο τσιγάρο, και ρώταγε ακόμα αν τον ξέραμε. Άντ'από 'δω κι εσύ... ήταν η απάντησή της. Μπήκαμε στ'αμάξι, καθάρισε τα χέρια της με οινόπνευμα, μου'δωσε και μένα, έβαλε μπρος, έβαλε να παίζει κάντρυ και φύγαμε.


...και τότε ο νεκρός μίλησε από τη μόνιμή του κλίνη, και είπε, σε βαφτίζω τώρα, σε χρήζω τώρα, άντρα της Ντάγκμαρ. Σήκω! 
Και σηκώθηκα.

Live by the sword, die by the sword

νυκτὸς ἀπερχομένης γεννώμεθα ἦμαρ ἐπ᾽ ἦμαρ,
τοῦ προτέρου βιότου μηδὲν ἔχοντες ἔτι,
ἀλλοτριωθέντες τῆς ἐχθεσινῆς διαγωγῆς,
τοῦ λοιποῦ δὲ βίου σήμερον ἀρχόμενοι.
μὴ τοίνυν λέγε σαυτὸν ἐτῶν, πρεσβῦτα, περισσῶν
τῶν γὰρ ἀπελθόντων σήμερον οὐ μετέχεις.

Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς


Περνώ έξω απ'το τσιμεντοκούτι στα ρεπώ και με λούζει κρύος ιδρώτας και δεν προλαβαίνω την ανάσα μου. Όταν έχω υπηρεσία, είμαι συνήθως σε μια κατάσταση αποπροσωποποίησης. Παλιά κατέρρεα στα κρυφά αλλά όχι πια, έχω σκευρώσει. Όταν λυγάς το μαρκούτσι συνεχώς το τσακίζεις και χάνει τη συνοχή του. Χρόνια αυτό το βιολί. Προσδοκούσα πως θα σκλήραινα σαν τις προπονημένες γροθιές σου, μου είχες πει τότε λίγο πριν ορκιστώ: πολλά μικρά τραύματα κάνουν το οστό να επουλώνεται στιβαρότερο, ήταν κάτι που έλεγε ο πατέρας σου πριν από σένα. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για τη νευρασθενική μου ιδιοσυγκρασία και τα έκανα ακόμα δυσκολότερα προσπαθώντας να την απαρνηθώ. Έσπασα στα δυο εκείνη την πρώτη Αυγούστου του '17. Τα βράδια ταλαιπωρούμαι από εφιάλτες. Συχνά ξυπνάω τρομοκρατημένος. Μερικές φορές χτυπάω τον διπλανό μου, ή το ντουβάρι, χωρίς να το καταλαβαίνω, παρά όταν είναι ήδη αργά. Κάποια πρωινά σηκώνομαι με μυστήριες μελανιές και εκδορές που την προέλευσή τους δε θυμάμαι ακριβώς. Φοβάμαι να πέσω για ύπνο γιατί φοβάμαι τους εφιάλτες. Δουλεύω όταν είμαι ξυπνητός και δουλεύω και κοιμισμένος και η αλήθεια του πόστου μου ασήκωτα με βαραίνει. Ανήκω στο φάντασμα του άγνωστου στρατιώτη. Ο θάνατος και το χτικιό ξεσκίζουν κάθε στρατό στη μάχη. Ο θάνατος και το χτικιό. Ο θάνατος και το χτικιό. Ο θάνατος και το χτικιό.

Σε θαυμάζω γιατί δεν έσπασες ποτέ. Τα κομψά σου χέρια κρύβουν μαρμάρινα κόκκαλα από χρόνια επιμονής. Δε θα σπάσεις ποτέ. Υποφέρεις αξιοπρεπώς χωρίς να φανερώνεις αδυναμία, σα ζώο. Όσο πιο πολύ ζορίζει η κατάσταση, τόσο πιο ζόρικη γίνεσαι κι εσύ. Το πρόσωπό σου γεμίζει γωνίες και τριγυρνάς με μια πέτρινη συνοφρύωση. Στην ανάπαυλα ανάβεις τσιγάρο, φτιάχνεις καφέ στο κόκκινο μαραφέτι, βάζεις να παίξει Κερομύτης και σε κατευνάζεις, κι έπειτα τα μάτια σου γίνονται τόσο γλυκά. Πέφτεις για ύπνο πάντα κατά παραγγελία. Μετράς αναπνοές και κοιμάσαι στρατιωτικά. Ξυπνάς σε πλήρη διαύγεια, δίνεις οδηγίες από τηλεφώνου και κοιμάσαι ξανά σε ένα πεντάλεπτο. Είσαι η αρχή μέσα σ'εκείνο το κρανίο. Οι σκέψεις βαράνε προσοχή, όταν είναι ώρα της σιωπής δεν τολμούν πολλά πολλά. Έχεις προικιστεί με την καρτερία των βουκώλων. Πέφτεις και τρως το ποδοπάτημα με τη μούρη μες τη λάσπη αδιαμαρτύρητα. Και μόλις περάσει η διμοιρία, ορθώνεσαι ξανά και τους παίρνεις στο κατόπι. Δάκρυα ποτέ - παρά μόνο για μένα, τη φρικτή σου αδυναμία, τι κάκιστη, τι σπάνια τιμή. Είσαι κι εσύ, όπως κι εγώ, όπως και τόσοι άλλοι καταραμένοι, ορκισμένη στο σπαθί. Ανήκεις στο φάντασμα του άγνωστου στρατιώτη. Είσαι κι εσύ ένα από τα πρόσωπα της ήττας, είσαι κι εσύ ένα κοκκίο του πολέμου που δε μπορεί να κερδηθεί. Ο θάνατος και το χτικιό ξεσκίζουν κάθε στρατό στη μάχη. Ο θάνατος και το χτικιό. Ο θάνατος και το χτικιό. Ο θάνατος και το χτικιό.

Η λευκωπή ομίχλη που αργοπορεί πάνω απ'τα αιμοβαφή πεδία το χάραμα μετά τη σφαγή
η δροσιά στο βελονένιο ντύμα των δασών την πρώιμη άνοιξη που γλείφει τα κουφάρια
το πούσι το άπνοο πρωί πριν την κακοκαιρία που κάνει το κατάστρωμα να γλιτσιάζει
η αχλή της παγωνιάς στα πλακόστρωτα της μαύρης πόλης
το χνώτο του αλόγου που το'τρεξες μέχρι τα όριά του
το υπερχειλίζον ήσυχο κλάμα
ο θάνατος και το χτικιό
η μαρτυρία
ο πόνος
το φάντασμα του άγνωστου στρατιώτη.

Εσπερία

    A woman in the shape of a monster
a monster in the shape of a woman
the skies are full of them

a woman      ‘in the snow
among the Clocks and instruments
or measuring the ground with poles’

in her 98 years to discover
8 comets

she whom the moon ruled
like us
levitating into the night sky
riding the polished lenses

Galaxies of women, there
doing penance for impetuousness
ribs chilled
in those spaces    of the mind

An eye,

          ‘virile, precise and absolutely certain’
          from the mad webs of Uranusborg

                                                            encountering the NOVA

every impulse of light exploding

from the core
as life flies out of us

             Tycho whispering at last
             ‘Let me not seem to have lived in vain’

What we see, we see
and seeing is changing

the light that shrivels a mountain
and leaves a man alive

Heartbeat of the pulsar
heart sweating through my body

The radio impulse
pouring in from Taurus

         I am bombarded yet         I stand

I have been standing all my life in the
direct path of a battery of signals
the most accurately transmitted most
untranslatable language in the universe
I am a galactic cloud so deep      so invo-
luted that a light wave could take 15
years to travel through me       And has
taken      I am an instrument in the shape
of a woman trying to translate pulsations
into images    for the relief of the body
and the reconstruction of the mind.

A. Rich



Stella splendens

Τις ώρες εκείνες τις αναθεματισμένες τις μικρές τις ώρες τις δικές σου στον πάτο του βραδιού ο κοκκινολαίμης κελαηδά. Στο υπόγειο η λάμψη λευκή κατάλευκη λευκή σπρώχνει πέρα το σκοτάδι, ο θάνατος σαν έντομο στη λάμπα και γύρω σύννεφο νεκροί. Τσαλαβουτώ στο αίμα και οι λακκούβες γεμίζουν στα στεγνά, ντουβάρια υποπράσινα με μάτια με αυτιά - από χρόνια, από χρόνια στο Ασκληπιείο οι βαρυποινίτες ψάχνουν φτερά θεραπειών, από χρόνια απελπισμένοι γεννιούνται, γεννάνε και πεθαίνουν, κι ο κύκλος συνεχίζει να κυλά σα σκευρωμένη κακή ρόδα. Παλουκωμένοι σ'όλες τις τρύπες και ξαπλωμένοι στην κοιλιά, τα ψυγεία ροχαλίζουν από τα μέσα τους, και οι νοσοκόμες που ήξεραν οι άρρωστοι παλιά με τα ψιλά χεράκια και τις πέρλες νύχια είναι τώρα αγριεμένες στιβαρές κυρές με χαρτοπλαστικές ποδιές και αρκουδοπούστηδες με καθαρά κούτελα και πόδια πύργους και γδέρνουν ανελέητα κώλους εκτεθειμένους. Και στο κεφάλι του ιερού λόχου των Θηβών στέκομαι για τη νύχτα εγώ, με έναν ηλίθιο λιωμένο ακινάκη, διπλά γυαλιά και φωτοστέφανο από τρίχες. Επιθεωρώ περπατώντας νωθρά απ'τον τεκέ της αιμοκάθαρσης ως την τέντα των εξεταστηρίων, η λάμα χτυπάει στα κλειδιά, με ανακοινώνει η τρομπέτα του ασυρμάτου που βαραίνει το τελειωμένο λάστιχο του παντελονιού. Θα σας ξαποστείλουμε όλους, ζώα καταραμένα, έναν έναν, υπομονετικά με ωρομίσθια μέθοδο, και οι μούρες σας θα κολλήσουνε στον κατουρλιάρη μουσαμά και η γαλότσα η ποδοναριασμένη θα σπάσει δόντια, θα αλέσει ζυγωματικά, θα συνθλίψει σαγόνια αδηφάγα, και τελειώνοντας τη μάχη θα βάλουμε φωτιά τόσο πικρή που τα παλιοτσίμεντα θα λιώσουν σαν ώριμες ντομάτες στη χούφτα της γριάς.

-

Τις ώρες εκείνες τις αναθεματισμένες τις μικρές τις ώρες τις δικές σου στον πάτο του βραδιού ακούμε τα αηδόνια στο Σταυρό. Στο μάρμαρο του περβαζιού παίζεις με μια κωλοφωτιά. Δίπλα σου στέκομαι απόστρατος εγώ, το κεφάλι μου ακουμπά τις σανίδες της δρυός του ταβανιού που γέρνει, απέναντι στην άλλη μεριά του δρόμου η λεύκα ψιθυρίζει, η λεύκα τραγουδά και ρίχνει μια χούφτα φύλλα στη βάρκα που μας περιμένει να τη σύρουμε την Κυριακή στη σκάλα. Οι μυρωδιές... οι μυρωδιές του κήπου της Εδέμ, η ψιλοδακρυσμένη χλόη, τα κρυψίνοα βουνά, το χώμα που μου'δωσε το χαλκό του, οι πέτρες του σπιτιού, της μάνας σου η απαλή φωνή και το χλωμό της δέρμα φάντασμα στο φως του φεγγαριού, το μυστήριο του Στρυμονικού και τα λουλούδια της Ρεντίνας, και παρελθόν και μέλλον, θυμάμαι και σιωπώ, να ελπίσω δεν τολμάω. Στο Γιέλλερουπ τις ώρες εκείνες τις αναθεματισμένες τις μικρές τις ώρες τις δικές σου στη χυλωμένη ζέστη του Ιουλίου στο μπάνιο του Χόλτεγκααρντ σου ζήτησα να με παντρευτείς κι έπειτα βγήκαμε στη νύχτα. Κάπνιζα ακόμα τη μπαγιάτικη Αμφορά που κρατούσα στο ψυγείο, άπνοια, ξαστεριά και ο καπνός κοντοστεκόταν. Το πρωί μας ξύπνησαν οι φασιανοί. Οι κυρίες έπιναν μαύρο τσάι στην αυλή. Από τότε υπομονή, λίγη ακόμα υπομονή, να τελειώσει ο πόλεμος και να σε ξαναδώ.

-

Stella splendens in monte
ut solis radium /



ΜΙ

Δε θα ξεχάσω ποτέ τον Τάτση να λέει όλοι περαστικοί είμαστε, όλοι περαστικοί. Τρώγαμε την ίδια ώρα κάθε μέρα με στρατιωτική πειθαρχία. Αν δεν πήγαινα στο γιατρείο επειδή ήταν Σάββατο μερικές φορές ξεχνούσε και μπερδευόταν. Οτιδήποτε δεν ακολουθούσε το πρόγραμμα τον τάραζε όπως ακριβώς κι εμένα. Ήθελε κάθε μέρα να έχει τις ίδιες τελετουργίες, να ξέρει τι να περιμένει, και να μην τον ενοχλεί κανείς, όπως κι εγώ. Η δική μου παρουσία δεν τον ενοχλούσε, με ζητούσε πάντα όταν ήταν στο νησί. Όταν έλειπε μου άφηνε τα κλειδιά για το μεγάλο σπίτι. Εκεί θυμόμουν τα παιδικά μου καλοκαίρια, με το μόνιμο φλοίσβο και τους μπούφους τα βράδια. Μπορούσα να διαλέξω όποιο κρεβάτι ήθελα, ακόμα και το υπέρδιπλο με τα αρχαία κομοδίνα που είχανε μέσα τα Ρισπερντάλια, αλλά κοιμόμουν πάντα στο κρεβάτι εκείνο που κοιμόμουν και μικρός. Τα ίδια σεντόνια στις ντουλάπες, το ίδιο απαράλλαχτο ντεκόρ, οι ίδιες οικοσκευές, η ίδια σκόνη, η ίδια μυρωδιά. Οι αναμνήσεις με ταράζουν πλέον περισσότερο από ό,τι δεν ακολουθεί το πρόγραμμα. Φοβάμαι να θυμάμαι, γιατί φοβάμαι πως θα πιάσω πράγματα που δε θα ξαναδώ. Και έτσι τις περισσότερες φορές με ξαπλώνω αυστηρά στο σημερινό χαράκωμα με σφιχτές τις παρωπίδες και όλα παίρνουν το δρόμο τους. Αλλά κατάλαβέ με, για ένα πλάσμα της συνήθειας είναι δύσκολο να κάνει συνέχεια καινούριες διαδρομές.