© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

TERRAFORMING




Βοριαδάκι, οι κουρτίνες φούσκωναν και ξεφούσκωναν, μύριζε ψωμί. Το Ντεπώ και οι αρχές του '90, στην ακτή της λίμνης της δυστοπίας, στις αμμουδιές της σκοτεινής συνείδησης. Τα δωμάτια στις άκρες με τα πέτρινα ντουβάρια είχαν ένα παρήγορο φως, ακτίνες μέσα απ'τις γρίλλιες των πατζουριών και ο χορός της σκόνης. Ο λευκός γρανίτης μου'λεγε πως οι πατούσες μου δεν ήταν πάνω από 3-4 χρονών, ήμουν για μια ακόμα φορά παιδί. Αν υπήρχε παράδεισος και μετά θάνατον ζωή, θα ήταν εκεί, ξαπλωμένοι σαν πάχνη πάνω απ'το γρανίτη του σπιτιού, το μόνο που θα χρειαζόταν να κάνεις θα ήταν ν'αφήσεις τα πόδια σου να σ'εγκαταλείψουν. Η χοντρή γάτα τρίφτηκε στις γάμπες μου και με αποσταθεροποίησε. Η θεία έστρωνε τραπέζι, σε μια καρέκλα καθόταν το φουσκωτό σοβιετικό κουνέλι, σε μιαν άλλη ο θείος έπινε τσίπουρο χωρίς, έφερα την πορτοκαλιά μου πιρούνα. Κανένας δε μιλούσε, αλλά η θεία ήταν χαμογελαστή, ήταν η ΕΣΤΙΑ. Δίπλα στο τραπέζι που στεκόμουν είδα στο χέρι μου το γνώριμο δαχτυλίδι, και είχα τα δυο καμένα δάχτυλα απ'το προχτεσινό ατύχημα, ο χρόνος δίπλωσε και συναντήθηκαν τα τότε και τα τώρα δα, έστρωσα το γιακά μου, και τότε είπα στα πόδια μου Αρκετά!, τα γόνατα λύγισαν και μ'ένα μαλακό παφ έγινα ανάμνηση

Τώρα είσαι δίπλα μου για πάντα, πέρα από τους φυσικούς περιορισμούς του PQRST
ηλεκτρικές αναλαμπές και στίγματα άνθρακα γράφουμε ο ένας στον άλλον από ΤΕΠ σε ΤΕΠ
από κελί σε κελί από αγωνία σε αγωνία από πλανήτη σε πλανήτη από τότε σε άλλοτε
προσωρινά πάθη, προσωρινές ανωμαλίες, προσωρινές παθολογίες
Ναυσικά, τώρα για λίγο είσαι δίπλα μου για πάντα
και είμαι ξεχωρισμένος απ'το σώμα, είμαι το φάντασμα και το σακί του
πανέτοιμος να σβήσω μες στην πάχνη

Ο ΑΡΗΣ ΔΕ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΓΗ ΟΣΟ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝ ΖΩΗ
ΟΠΩΣ ΤΟΣΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΡΙΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ

Ρεπώ #3


Μια βρέχει μια δε βρέχει, τα ρεπώ περνάνε ταχέως, πότε στέκομαι πάλι στην αίθουσα της ανάνηψης με τ'ακουστικά στ'αυτιά ούτε που το παίρνω πρέφα, αλλά σήμερα κρύβομαι στο ωραίο νοικιασμένο μου διαμέρισμα σε έναν ωραίο ήσυχο παράλληλο κόσμο, με το σωρτς που ξέβαψε σε δυο σημεία από κάποια παλιά χλωρίνη, λουσμένος και μοσχομυριστός.

Ρεπώ #2


η λέζελάμπε τυλιγμένη με τεϊοσακούλα για να μην τυφλώνομαι το χάραμα

ῥίζα

Ο προπαππούς μου Ν.Λ. γεννήθηκε το 1886 σε ένα κωλοχώρι της σημερινής Λευκορωσίας, το Ανανίτσι, τέταρτος από έξη αδέρφια. Σπούδασε παιδαγωγικά στην Οδησσό. Πρόσφυγας στη Γερμανία απ'την ΕΣΣΔ και ο μόνος που έφυγε. Έχασε τρία αδέρφια από αυτοχειρία και ένα από καρκίνο. Παντρεύτηκε το 1924, έκανε ένα παιδί και χώρισε, αλλά συνέχισε να μένει με τη σύζυγο και μετά το διαζύγιο. Μιλούσε καλά αρκετές γλώσσες και δε δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά. Όταν τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν, η γυναίκα και το παιδί του φυγαδεύτηκαν στο Σλέσβιχ Χόλστειν. Μόνο το παιδί τα κατάφερε, η γυναίκα σβήνεται από το χάρτη. Το πήρε υπό την προστασία της μια καλή οικογένεια στο νησί. Αυτός συνελήφθη στο Βερολίνο και πέρασε ένα μήνα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ζάχζενχάουζεν στο Ορανίενμπουργκ, από όπου διέφυγε με άγνωστες τακτικές. Παρέμεινε όμως στο Βερολίνο, κρυμμένος εδώ κι εκεί, μέχρι το τέλος του πολέμου. Τελικά εμφανίστηκε πάλι στα χαρτιά στο βρετανικό τομέα της πόλης. Μετακόμισε στο Αμβούργο, ελπίζοντας να ξαναδεί το παιδί. Εκεί έζησε άνεργος για κάποια χρόνια. Συναντήθηκε με το γιο του δυο φορές μεταξύ 1948 και 1950. Το 1950 μετανάστευσε στη Βοστώνη και λίγα χρόνια αργότερα πέθανε καθιστός στην καρέκλα μπροστά στη σόμπα από εγκεφαλικό.

Ο παππούς μου Ε.Λ. γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1924. Κατάφερε να γλυτώσει από τον πόλεμο σαν μια υποσημείωση στον ποδόγυρο εκτενούς κειμένου, περνώντας στην ασημαντότητα. Δε μιλούσε ποτέ πολύ γι'αυτό, παρότι μιλούσε πολύ γενικώς. Στο Νορντφρήσλαντ, στη μέση του πουθενά, υπήρχε υψηλή καθαρότητα στον πληθυσμό. Παλιοί γηγενείς, το τοπικό μείγμα Ολλανδών, Γερμανών και Δανών, περικυκλωμένοι και ταυτόχρονα φυλαγμένοι από τις λάσπες για αιώνες, κάθε νησί τη δική του διάλεκτο, προτεσταντισμός και ομοιομορφία. Ο Ε.Λ. είχε έναν εντυπωσιακό στόμφο και μια αδιάκριτη αυτοπεποίθηση, καταπιανόταν με κάθε λογής ασχολία χωρίς να τα καταφέρνει ιδιαίτερα σε τίποτα, αλλά δεν καμπτόταν ποτέ. Παρότι μεγάλωσε σε μια ομίχλη ανυπαρξίας, δεν ξέχασε ποτέ τα γίντις, και οι προτεστάντες που τον υιοθέτησαν τύποις δεν προσπάθησαν να τον κάνουν να ξεχάσει, απεναντίας τον έφεραν σ'έπαφή με την κοινότητα στο Αμβούργο. Δούλεψε αρχικά ως τραπεζοκόμος, και μετά ως νοσοκόμος στο Αμβούργο, έπειτα στο μικρό νοσοκομείο του Χούζουμ και τελικά στην κλινική του νησιού, το οποίο θεωρούσε επίγειο παράδεισο, μάλλον γιατί του έσωσε τη ζωή. Παντρεύτηκε μια γνήσια νησιώτισσα, πολύ έξυπνη, δημιουργική και με αγάπη για την αισθητική, η οποία σοκάροντας την τακτική της οικογένεια αλλαξοπίστησε, ίσως η μόνη επαναστατική κίνηση στη στωική ζωή της, το 1956 απέκτησαν τον πατέρα μου και δέκα χρόνια αργότερα την αδερφή του, που ήταν επιληπτική αλλά το ξεπέρασε. Ο παππούς ήταν κακός χαρακτήρας, αντιπαθής, αυταρχικός, ξερόλας και ξεροκέφαλος και δε φερόταν καλά στη γυναίκα του, την οποία μείωνε διαρκώς, πιθανώς γιατί ένιωθε μειονεκτικά. Τα τελευταία χρόνια ακολούθησε μια κατιούσα πορεία, ώσπου έφτασε να βράζει ακτινίδια αντί για πατάτες, να νομίζει πως τα ρολόγια το βράδυ πήγαιναν προς τα πίσω, στο τέλος μιλώντας μόνο γίντις, αρνούμενος κάθε βοήθεια. Τον είδα τελευταία φορά το 2016, στο σπίτι του στο νησί, πλέον βρώμικο, θλιβερό και παραμελημένο, δε με αναγνώρισε, του προκαλούσα αμηχανία, και ρωτούσε ξανά και ξανά τον πατέρα μου ver iz der har (ποιος είναι ο κύριος). Καυγάδιζε αχόρταγα με τον πατέρα μου μέχρι που πέθανε πέρσι, σε πλήρη αποδιοργάνωση, από βαριά καρδιακή ανεπάρκεια.


Ν.Λ., από τα αρχεία των επιβιωσάντων του Ολοκαυτώματος