© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Gott ist Liebe


Δευτέρα βράδυ στην ουρά του κάψωνα εσωτερική εφημερία στην Εξοχή, γρύλλοι χορωδιακοί και τέτοια ησυχία που άκουγες τις πευκοβελόνες να πέφτουν μια εδώ και μια εκεί, πήγα απ'την παραπηγμένη πύλη με τη λουκεταριά για να μη μας δει ο θυρωρός. Μας παρέλαβε με ξένα πράσινα με όνομα αλλουνού στο γείσο της βυζοτσέπης με τα μαλλιά ξανά στις περασμένες δόξες. Πιάσαμε την ψιλή κουβέντα στο ελεεινό γραφείο. Το μαστίγιο του ΕΣΥ η θεότητα του τόπου, οι καμτσικιές παντού, στους χαρτονένιους φακέλους, στα σαμπώ των νοσοκόμων, στο παλιομοδίτικο τηλέφωνο με καντράν, στο πράσινο μωσαϊκό με τους σεληνιακούς κρατήρες, αυτή η ιδιωτική μας οικειότητα, η πριβέ μας παρακμή στο ναΐσκο της κλινικής. Έχει μετανιώσει. Το γήρας σα να επισημοποιείται μόλις περάσεις το διακριτικό σύνορο του ενός ανήκεστου σφάλματος. Μοιάζει ολοένα στον πατέρα της. Και ο πατέρας της τώρα βετεράνος της ορθοπεδικής κάθεται παρέα με την κοιλιά και το κρασί του  στο λιτό ντιβάνι της φωτογραφίας, μια φανταστική σύνοψη της βορειοελλαδίτικης επαρχίας που κλείνει με το μάλλινο σκούρο κεραμιδί ριχτάρι. Η γοητεία είναι κληρονομική και, αν είσαι τυχερός, διαχρονική. Από τις αρχές του '90 έχω στη Σαλονίκη μια φωτογραφία με μένα νήπιο βολεμένο στο στιβαρό μπράτσο του πατέρα της, που χαμογελάει λοξά κάτω από ένα λεπτοφροντισμένο μουστάκι, με την ίδια πονηριά στο βλέμμα. Της γνωρίζω τη γυναίκα, από εδώ η γυναίκα, τι δουλειά κάνεις, τράσμαν λέει, γυρνάει και με κοιτάει, σκουπιδιάρης δηλαδή, σωστά; Σωστά. Κάθεται πίσω στη σάπια καρέκλα που της φυτρώνουνε τα σφουγγαρογεμίδια στην κωλήθρα, το πρόσωπό της γίνεται αφηρημένο, κλασσική στιγμή αμπελοφιλοσοφίας, και με το τσιγάρο στο στόμα λέει, καθαρή, ειλικρινής δουλειά, όχι σαν τη δική μας λέρα. Το ΕΣΥ έχωσε στομίδα στο ατίθασο παιδί της Χαλκιδικής, και τώρα το αόρατο χέρι τραβάει τα λουριά, ανάθεμα πόση πίκρα φέρνει ο καιρός. 
-Σ'ακούω, πες μου.
-Δεν ανήκες ποτέ εδώ, χαίρομαι για σένα τώρα. Όχι, αλήθεια. Ντάζεντ χι λουκ ντένις; Χι λουκς βέρυ ντένις., γυρνάει στη γυναίκα.
-No, not really. He doesn't look Greek though either.
-Ω γιες, εγκζότικ μπιούτυ, ε;
Ρουφάει μαύρο καφέ από τη βρώμικη κούπα, γκλουπ γκλουπ η γουλιά κατεβαίνει ζεστή μέσα στη ζέστη, έτσι έκανε πάντα.

Οι αρχαίοι σατανάδες όλοι δίνουν αναφορά σε έναν στρατηγό, και κόβουμε δρόμο μήπως και δε μας πάρει είδηση εκείνο το αχ-και-δάγκωμα-του-δείκτη αλλά θες δε θες η σκέψη θα σε βρει γυμνό και θα σου τσιμπήσει τα καπουλάκια. Κανένας τόπος δε σε χωράει παρά αυτός, ούτε στην κωλο-Βέροια δεν άντεξες έξη μήνες, και εκεί στην Εξοχή σα σκυλί με κοντό σκοινί δε βλέπεις την ώρα να γυρίσεις στο Σταυρό, κι εγώ δε βλέπω την ώρα να σε φαντάζομαι εκεί να καλαμπουρίζεις στην προβλήτα με τους Ρώσους απ'το εμπορικό που ξεφορτώνει τζάμια, να ξέρω πως βρήκες τη θεραπεία της μοναξιάς
Ναυσικά, αλάτι της πληγής μου,
Ναυσικά, αλάτι της ζωής μου.

Συναδερφικότητα

Έναστρη γλυκιά νύχτα αρχές καλοκαιριού. Έξω από το πλουσιόμερος αμαξοσυρροή. Έδωσα τα κλειδιά σε έναν κυστικά ακμαίο παρκαδόρο με κάθε επιφύλαξη. Στο φουαγιέ ίσα που χωρούσε να σταθείς. Όλοι οι ρευματολόγοι της χώρας καλεσμένοι, σπουδαίο γεγονός. Από τα όψιμα είκοσι ως τα χρόνια της βετερανίας, καλοπλυμένοι, καλοντυμένοι και ευδιάθετοι. Φορούσα κάλτσες πάκμαν και ξεκούμπωτη ζακέτα και ήμουν πιθανώς ο πρωταθλητής του κάζουαλ εκεί μέσα. Είχα όμως περάσει κεδρόλαδο τις τρίχες και είχα πλύνει τα γυαλιά, είχε γίνει μια προσπάθεια. Σερβιτόροι τριγυρνούσαν με ψηλόκωλα σαμπανοπότηρα. Η τιμώμενη τροφαντή θεία έκανε εντυπωσιακή εμφάνιση από τις κύριες σκάλες με ολόκληρο επιτελείο σφουγγοκωλάριων, της δίνανε ανθοδέσμες, τις πέρναγε υπηρεσιακά στα χέρια του επιτελείου, έκλεινε τόσα χρόνια πρόεδρος της ένωσης, είχε συνεισφέρει πολλά, τώρα θα αποσυρόταν αλλά όλοι ήταν ευγνώμονες και θα τους έλειπε και τα λοιπά. Ήξερα πολλές φάτσες, αλλά κατά το σύνηθες δε θυμόμουν ονόματα και ιστορίες, και αγαρμπωνόμουν κάθε φορά που έπρεπε να απαντήσω στη φιλοσοφικά φορτισμένη ερώτηση τι κάνεις. Αιωρούμουν με μια συνεχή μικρή γουλιά σαμπάνιας στο στόμα. Είχανε προσλάβει λευκοντυμένη τζαζ μπάντα στη μια άκρη, κάποτε παίξανε και ένα παρένθετο βαλσάκι για να χορέψει η θεία με τους υποστηρικτές. Μας σέρβιραν ωμό γουρούνι και περίεργα λαχανικά, κάποιος χτύπησε το κρασοπότηρο με το κουτάλι και έβγαλε λόγο. Κάπου εκεί, μετά το ελαφρύ γκουρμεδοδείπνο, αρχίζει το μπέρδεμα. Είχα πιει τρεις σαμπάνιες και μισό ποτήρι κρασί όταν μαζέψανε τα πιατικά και εμφανίστηκαν οι μπάρμεν. Πήρα μια μπύρα την οποία κατέβασα πολύ διψασμένος και μέσα σε ένα τέταρτο κάτι με χτύπησε κατακούτελα. Αποφάσισα να μου δώσω μια ευκαιρία στην τουαλέτα, δε μπορούσα να ξεκουμπώσω το παντελόνι, μετά χρειάστηκα μια αιωνιότητα για να ξεκλειδώσω την πόρτα από το μοντέρνο σύρτη. Έψαξα μέσα στον κόσμο το διευθυντή. Ενοχλήθηκε, τι στην ευχή; Αύριο το πρωί έχετε την ανακοίνωση. Πάνε σπίτι να το κοιμηθείς. -Πού να οδηγήσει έτσι; Ο συνάδερφος Α. προσφέρθηκε ιπποτικά να με πάει σπίτι με το Νισσάν. Πάντον και ξαναέλα. 

Ο συνάδερφος Α. είναι για μένα μια ιδιαίτερη ιστορία. Πριν τον γνωρίσω έμαθα πως χώρισε τη γυναίκα του, με την οποία οι γονείς του τον πάντρεψαν συστημένο στα δεκατέσσερα για να έρθει απ'την Καμπούλ στο Ώρχους. Έχουν κι ένα παιδί στην αρχή της εφηβείας. Περνούσε ζόρι και επιδώθηκε σε ανεύθυνες επενδύσεις, ακριβό σπίτι με αυλή, τρία αυτοκίνητα, έξη βδομάδες το χρόνο στον Καναδά και την Ελβετία για σκι. Όταν δεν ήταν εκτός, δούλευε βάρδιες σε τρία διαφορετικά νοσοκομεία. Τον γνώρισα τελικά ένα Πάσχα, πριν επιστρέψει στην κλινική, σε ένα μπάρμπεκιου του διευθυντή. Εγώ ήμουν χτεσινός από εφημερία, αυτός φρεσκαδούρα διακοπίσια, του έκανα κάποια εντύπωση αλλά δεν είπε πολλά, κι εγώ ζήτημα να είπα δέκα λέξεις όλο το απόγευμα. Η επόμενη φορά που τον είδα ήταν στην κλινική, να λέει μαλακίες για το Ντόναλντ Τραμπ με το διευθυντή, και επιδεικτικά εγκατέλειψα το γραφείο γιατί μου καίγανε το χρόνο. Ο διευθυντής ένιωσε τότε την ανάγκη να με πιάσει πριβέ να με ρωτήσει αν είχα προσβληθεί, και εξήγησε πως ο Α. είναι καλαμπουρτζής. Δεν είχα προσβληθεί, αλλά την επόμενη ο Α. με πέτυχε στο διάδρομο και απολογήθηκε που καταχράστηκε την ενημέρωση για τις μαλακίες του. Έκτοτε συνεργαζόμαστε πολύ ομαλά, είναι καλός γιατρός και χρήσιμος συνάδερφος, και οι μαλακίες την ώρα της ενημέρωσης έχουν περιοριστεί όταν ο πάρτυ πούπερ είναι παρών.  Ο Α. είναι άθεος, τρώει γουρούνι αντιδραστικά και έχει μεσόκοπου τύπου καραφλίαση την οποία ξυρίζει ευλαβικά, αλλά όταν είναι ζορισμένος, μπορείς να δεις τα γκριζομελαχροινά μαλλιά της περιφέρειας να κάνουν πιεστικά την εμφάνισή τους. Έχει σχήμα Σπάηκ, εικάζω λόγω μονοπαντίασης στο γυμναστήριο, μιλάει αργά με απροσδιόριστο αξάν, φοράει διαννοουμενίστικα γυαλιά και έχει ένα χαρακτηριστικό βήμα, σα να ακροπατάει φοβισμένα αλλά να μη θέλει να το παραδεχτεί. 

Με πήρε προστατευτικά και με φόρτωσε στο Νισσάν, έβαλε ήπιο ράδιο και με ρώτησε αν μ'ενοχλούσε στο κεφάλι, οδήγησε τα ογδόντα χιλιόμετρα για το διαμέρισμά μου σταθερά είκοσι πάνω από το όριο. Θυμάμαι πολύ καθαρά την έναστρη νύχτα της διαδρομής, τη θαύμαζα μισοξαπλωμένος από τη θέση του συνοδηγού, τόσα πολλά αστέρια, αφέγγαρη νύχτα, γλυκιά νύχτα με μυρωδιά φρέσκιας χλόης. Όταν φτάσαμε, με ανέβασε τους δυο ορόφους, περάσαμε τα γείτονα διαμερίσματα, πού μένεις; Εδώ δε μένεις; Είναι κανείς στο σπίτι; Η γυναίκα σου είναι στο σπίτι; Δε μπορούσα να απαντήσω. Πήγαμε πόρτα πόρτα, μ'εμένα κρεμασμένο απ'τις μασχάλες και τον Α. να κοιτάει τα ονόματα στις πόρτες πάνω από το κεφάλι μου. Τελικά το βρήκε, 2ΤΒ. Έψαξε αργά αργά στις τσέπες μου, έβγαλε τα κλειδιά, η αντίληψή μου είχε στενέψει τρομερά, χέρι, τσέπη, δάχτυλα, κλειδιά, κλειδιά, κλειδαριά, χέρι, στέρνο, χέρι, τι γλυκιά ζέστη, μπήκαμε στο διαμέρισμα που φωτιζόταν από τις πορτοκαλιές οδολάμπες. Με το που έκλεισε η εξώπορτα ήταν σα να άλλαξαν οι νόμοι της φυσικής του κόσμου εκείνου, και βούλιαξα σε μια πολύ περίεργη ησυχία, στην οποία άκουγα μονωμένα και διαδοχικά την ανάσα του Α., τον ήχο του φάρυγγά του καθώς κατάπινε το σάλιο του, το δέρμα των χεριών του που μ'έπιανε πιο καλά από τις μασχάλες, τα γένια του που τρίβονταν στην κορυφή του κεφαλιού μου, και μετά δεν άκουγα τίποτα. Ένιωθα τη θέρμη του κορμιού του να πλησιάζει παράδοξα, ήμουν ντυμένος ακόμα γιατί έβλεπα τις άκρες της μπλε ζακέτας μου, τα γόνατά μου μέσα στο παντελόνι, τις κάλτσες πάκμαν, αλλά ο Α. ήταν εντελώς γυμνός. Γύρισα και τον φίλησα εδώ κι εκεί, δε θυμάμαι τη μυρωδιά του στόματός του, θυμάμαι μόνο τη στιβαρή κατασκευή του που με έκανε να φαίνομαι ακριβά εύθραυστος, με μεταχειριζόταν σα να ήμουν ακριβά εύθραυστος, και ήμουν, ήμουν ένα πολύ ραγισμένο διακοσμητικό πιάτο με πορτοκαλί ανθάκια. Με έπιανε πολύ τρυφερά, σα να με αγαπούσε, ήμουν αφημένος με όλη μου την εμπιστοσύνη, σα να τον αγαπούσα, έριξα κατά λάθος το βασιλικό από το περβάζι με το πόδι μου, είπε με τα χείλη θα το μαζέψω εγώ, χωρίς ήχο, πάνω στα δικά μου.

Το επόμενο πρωί το ξυπνητήρι που δεν είχα βάλει εγώ χτύπησε στις εφτά, ο Α. περίμενε ξυρισμένος και παρφουμαρισμένος με τη δικιά μου κολώνια στο σαλόνι πίνοντας καφέ που δεν ήξερα καν πως είχαμε στο διαμέρισμα. Πήγαμε με το Νισσάν πίσω στο πλουσιόμερος, δώσαμε την ανακοίνωση για τη ρευματική πολυμυαλγία και τη γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα και ο διευθυντής ήταν ικανοποιημένος. Ο Α. κι εγώ δε μιλάμε πολύ, αλλά κάθε φορά που συναντιόμαστε σε κάποιο διάλειμμα, με χαιρετάει πολύ ντροπαλά και πολύ τρυφερά με ένα χαμηλόφωνο, μαλακό hej που με καυλώνει τρομερά, μετά βγάζει το κινητό του, το χαζεύει για δυο τρία λεπτά, και μετά με τη συνηθισμένη αντρώδη φωνή του, σε αλλαγμένο τόνο, σίγουρο και αυτοπεποιθησάτο, μου παραπονιέται για ό,τι τον ενοχλεί, και τον ακούω, και το διάλειμμα σα να κρατάει μια στιγμή.

Κοντή ενδοσκόπηση


Ώρα χέσε μας το πρωί η αναστήλωση της πλάτης από το μικρούλη λήθαργο της νύχτας. Τρώω γουήταμπηξ με ξινόγαλο ρομποτικά, σαπουνίζω τα κρουστιασμένα βλέφαρά μου, βουρτσίζω την κώμη και περνάω πέντε λάστιχα για να μη φεύγει τρίχα. Ντυμένος εισέρχομαι στα φωσφορούχα ποδοβράκια, αμπαρώνω το μπουφάν και φορτώνω τις γαλότσες. Πιο έτοιμος από ποτέ κατηφορίζω τα διακόσια μέτρα απ'το σπίτι στην προβλήτα. Με παίρνει το S&S για Γκορμ. Στο καμπούνι διαβάζω το δελτίο καιρού. Τέσσερεις με δώδεκα, σποραδικές βροχές, εφτά οχτώ μποφώρ Δ-ΒΔ, στανταριές. Το ξέρω πως δε γράφω όπως παλιά. Η νιότη μου έδινε μια φανταστική πολυχρωμία στις σκέψεις. Τώρα γύρω στο ζενίθ μου οι μπογιές έχουν ξεπλυθεί. Δεν τα έχω δει όλα, η γραφική παράσταση αυτής της διαδικασίας είναι ασύμπτωτη, αλλά πλησιάζω και θα πλησιάζω και θα πλησιάζω χωρίς ποτέ να αγγίξω τα όλα αυτά, τελεολογικά και πάντα προλαβαίνει ο θάνατος. Ο περιέχτης μου λικνιέται δώθε κείθε μες στο πλεούμενο και τα γόνατά μου βρίσκουν στα γόνατα του Σόφους του αυτοματιστή που κάθεται αντίκρυ και παίζει ποδοσφαιράκι στο κινητό του. Πίσω μας χαράζει, εμπρός ομιχλοσκόταδο. Τρεις μέρες στη μεταλλοσημαδούρα με το βραδύ της βόμβο, με τον ύπουλο σφυγμό της, με το μόνιμο τικ τοκ τακ τικ τοκ τακ της πινγκπονγκιέρας και το σσσσσς των αυτόματων πωλητών Μαρς, Σνίκερς και πατατακίων. Υπηρετώ απρόθυμα τους πάντες απ'τα δεκαοχτώ τους και μετά, μετέφηβα πρεζούλια, δύστυχα λιγνά δράματα, καθωσπρέπει κύριους και κυρίες, γηραλέα κατάλοιπα, επισκόπηση, ακρόαση, επίκρουση, ψηλάφηση, διάγνωση και θεραπεία ή διάγνωση και αναγγελία, η δουλειά μου είναι να υπηρετώ όποιον κακοτύχησε τη μέρα της υπηρεσίας μου, αλλά η εξειδίκευσή μου είναι αυτή: ο άτυχος εργάτης. Πρόκειται περί πολιτικής δήλωσης, η διαιώνιση του είδους μου είναι μια ιδέα απορριπτέα - ο έντιμος θάνατος και η εν ζωή παρηγορία όμως είναι μια άλλη ιστορία, και η συμπόνια μου αφορά αποκλειστικά τα μπλε κολάρα και το χειρονάκτη, όπου και εκεί εξαντλείται. Μεγαλώνοντας μεγάλωσε και η αποστροφή μου για τη διανόηση, τους σοσιετέδες και τους μαξιλαρωμένους κώλους, ως εκπρόσωποι της κάστας του συμβιβασμένου γλείφτη του συστήματος μου είναι αηδείς. Ναι, διακρίνω βάσει επαγγέλματος, δυο άλλωστε κατάρες σε βρίσκουν κατάσβερκα, κάποιος που σε πετάει στη ζωή απ'το πουθενά και μετά κάποιος που σου ζητάει νοίκι ώσπου να γίνεις σκόνη. Οι τυχεροί που τους γέννησε μουνί λουσάτο είναι χωριστή κατηγορία και απογειώνονται αλλιώς, οι μακρογλώσσηδες σκαρφαλώνουν χρησιμοποιώντας το φτύμα τους για κόλλα, κάτω μένουν αυτοί που πάνε μήνα μήνα, και θέλω να σου πω, δε φταις εσύ που είσαι εδώ, δε φταίω εγώ που είμαι εδώ, αλλά ανάθεμά με φταίμε για όλα τα υπόλοιπα. Κάπου στο βάθος κρύβεται ένας σαδομαζοχισμός. Η ζωή που σώζω με όρεξη είναι μονάχα η ζωή της βιοπάλης, η ζωή στο ζόρι, και όταν αδειάζει η αίθουσα της ανάνηψης και μένω μόνος με τον κύριο της καθαριότητας και τα μηχανήματα ρεύομαι μια πίκρα, έζησε άλλη μια μέρα για να δουλέψει άλλη μια μέρα, γιατί; Και με πιάνω απ'το γιακά-αγιακά του Μάο και με ταρακουνάω: έζησε άλλη μια μέρα για να χαρεί άλλη μια μέρα, κάποια μέρα, ίσως, όπως εσύ όταν ξυπνάς δίπλα μου ένα Σάββατο πρωί με ένα χαμόγελο απ'το ένα στο άλλο αυτί. Ίσα που έφυγα και δε βλέπω την ώρα να γυρίσω. Τα γνωστά.

Dagmars mand

Πήγαμε στην εκκλησία την προτεσταντική όπως μας είχαν διατάξει, κανείς μας δεν ήξερε τι με περίμενε. Ήμουν ντυμένος κυριακάτικα, πουκάμισο ριγέ και μάλλινο πουλόβερ και καλό πανταλόνι, από κάτω κρυμμένες οι κάλτσες με τις μπυρίτσες, φαίνονταν μόνο όταν καθόμουν και κόνταινε το μπατζάκι. Η εκκλησία από τα χίλια εξακόσα τόσα, και μέσα έμοιαζε ολόκληρη σαν κιβωτός από υπερώριμο μελωμένο ξύλο, αλλά ήταν στ'αλήθεια μαυσωλείο. Τα ντουβάρια όλα είχαν ράφια ράφια και στις εσοχές κοιμόντουσαν αιωνίως χίλιοι πεθαμένοι. Ο παπάς, μια παραδοσιακή στιβαρή Σκανδιναβή ντυμένη με λευκά πλεχτά, μας υποδέχτηκε σε παλιομοδίτικα νοτιοδανέζικα - βορειογερμανικά. Με οδήγησε ενώπιον ενός ξύπνιου νεκρού που είχε τα μάτια ανοιχτά και παρακολουθούσε. Ήταν καλυμμένος ως τη μέση του στήθους με ένα βαθύ κόκκινο βελούδο. Όλα τα μαλακά μέρη του προσώπου ήταν φύλλα χρυσού, και τα μαλλιά ήταν συστάδες ιξού σε πλήρη  εντυπωσιακή ζουμερή καρποφορία. Τα μάτια ήταν μάτια νεκρού, το στόμα ήταν στόμα νεκρού, το σώμα, υποψιαζόμουν, ήταν σώμα νεκρού. Εξηγούσε ο παπάς, εκτελούσα εγώ. Κρύος πηλός απ'τον κουβά, βουλιαγμένα τα πόδια μου ως τους μηρούς, ένα απόγευμα άμφω φλαμίνγκο να στεγνώσει το μείγμα, κι έπειτα με το βαρύ εκείνο εξάρτημα, ξάπλωσα ανάσκελα πάνω στο νεκρό, με προσοχή να μη μετακινήσω το βελούδο, κι ο νεκρός δεν κουνήθηκε τρίχα, μα έβγαλε έναν αναστεναγμό που με πάγωσε ολόκληρον, και ένα, μόνο ένα καρδιοχτύπι, με πέταξε βίαια στο λιωμένο μάρμαρο, και το εκμαγείο έσπασε σε τέσσερα - πέντε μεγάλα αδρά κομμάτια, και τα πόδια μου από μέσα χωρίς δέρμα πια πότισαν τους πόρους και τα χαραγμένα ονόματα και ημερομηνίες από τις ταφόπλακες του πατώματος με αίμα εβραϊκό, με αίμα μακρυνό. Ο παπάς στάθηκε από πάνω μου, μια τεράστια Σκανδιναβή με το έμφυτο θάρρος της φυλής της να πέφτει σαν ηλιόπεπλο στο πρόσωπό μου που ακουμπούσε καταγής, και τότε ο νεκρός μίλησε από τη μόνιμή του κλίνη, και είπε, σε βαφτίζω τώρα, σε χρήζω τώρα, άντρα της Ντάγκμαρ. Σήκω! 
Και σηκώθηκα.
Η Ντάγκμαρ στεκόταν στο κέντρο του ιερού, το πρωινό χειμωνιάτικο φως αναδείκνυε κάθε κόκκο αρχαίας σκόνης στον αέρα, η ανάσα της καπνός μέσα στο κρύο του ναού, φόρεμα λευκό με κεντήματα αιματιά, η αυθόρμητη, φυσική θέρμη του κορμιού που φυτρώνει σε άδεντρα, επίπεδα, χαμηλά λιβάδια που τα ξυρίζει η παγωνιά, η φλόγα τυλιγμένη στον ατέλειωτο Δεκέμβρη, τα παγερά μάτια, τα χλωμόχρυσα μαλλιά, το λείο, ήπια στάχυνο δέρμα, το πιο απαλό δέρμα που φτιάχτηκε ποτέ. Άπλωσε το χέρι, με τράβηξε μαλακά, πλησίασα, το μουσούδι της μύριζε ζεστό βούτυρο, ολόκληρο το σώμα της κέρας της Αμάλθειας, μου'πε στ'αυτί κάτι που δεν αφορά κανέναν παρά εμάς, με την κομψή, σταθερή φωνή της, και δάκρυα σαν από λιωμένο χιόνι κύλησαν στα μάγουλά της, και από τα δάκρυα αυτά ήπια κι έπαψα να αιμορραγώ-

24-08-19

Τα γεγονότα του Χολομώντα

Μια καλύβα στην πλαγιά κρυμμένη ανάμεσα στα μαύρα πεύκα, το πατρικό μου σπίτι. Ύστερα από χρόνια αποχής απ'το βουνό, επέστρεψα στα τριαντακάτι. Οι γονείς μου ήταν το ζευγάρι που θα γίνονταν αν δεν αυτό και δεν εκείνο, και ήταν σκαλωμένοι στα σαράντα. Δεν το αμφισβήτησα, ήταν η φυσική τάξη του κόσμου, οι κανόνες με συμπαθούσαν πάντα. Ίσως ήταν βράδυ του Σαμπάτ, ίσως ήταν και χειμώνας, κρύο υγρό σε αιώρηση, γάλα σε ροδακινοζούμι. Καθόμασταν γύρω απ'το βαρύ τραπέζι καρυδιάς, πιατάκια με κάθε λογής νοστιμιές από όλες μας τις χώρες, και χτύπησε η πόρτα, και η μάνα μου άνοιξε για να μπει η γυναίκα που δε γνώρισα ποτέ. Ήμασταν κάποτε συμμαθητές, δεν τη θυμάσαι από παιδί; ρωτούσαν οι γονείς με δικιολογημένη απορία στα σιωπηλά χωρίς ν'ανοίγουν τα στόματά τους, κι εγώ κοιτούσα σαν ηλίθιος, μπερδεμένος ως το μεδούλι. Η γυναίκα αναθάρρησε μόλις με είδε δίπλα στο τραπέζι, τα σφιχτοδεμένα μαλλιά δεν άφηναν πολύ μπόσκο στα φρύδια, φάνηκε όμως που δεν ενέκρινε το θέαμα. Στρογγυλά αυτιά σαν πεταλίδες, μάγουλα με γλυκές καμπύλες, αποσπασματικές μαρτυρίες, οι αργές μου αισθήσεις μ'άφησαν πρώτα να χρονοτριβήσω με τα ψιλά, προτού να δω την έγκαστρη κοιλιά. Δεν υπήρχαν περιστροφές στον κόσμο μας, δεν υπάρχουν περιστροφές στον κόσμο μου, βραχνοκόκκορας απ'το λαιμό ξεραμένο απ'το μελτέμι δεν έχασα λεπτό: Ποιανού; Κι αυτή παίζοντας επιδέξια το σκάκι του μυαλού μου, απάντησε αμέσως. Του Μπέρτι. Έκλεισα τα μάτια μου, το αριστερό ημιθωράκιο με τις ζωγραφιές που είχε φιλοξενήσει το δεξί μου μάγουλο ξανά και ξανά, εκείνο το ζεστό ημιθωράκιο είχε αγγίξει τις ροζέτες της των άλλων εποχών, τώρα οι κόσμοι μου κατέρρεαν ο ένας μέσα στον άλλο. Ο πατέρας μου είχε τη φαεινή ιδέα να οδηγήσουμε στο χάνι, ψηφίδα άλλης περιοχής, στην προκειμένη σκαρφαλωμένο στο βουνό αντί για το λάκκωμα της άλοφης πατρίδας. Τους φόρτωσα όλους στο 19 και τότε η γυναίκα που δε γνώρισα ποτέ ανακοίνωσε πως γεννάει. Κουβάλησε τον εαυτό της στο άδειο πορτ μπαγκάζ, ξάπλωσε πάνω στο κιλίμι που έχω για τους υπνάκους στις ερημιές, τα φιλντισένια πόδια της κρεμασμένα έξω από το αμάξι, το μακρύ μάλλινο φουστάνι ανεβασμένο ίσα ίσα. Ο πατέρας στάθηκε δίπλα, άναψε τσιγάρο και είπε έλα λοιπόν, γιατρός δεν είσαι; Στερέωσα τις πατούσες μου στη γη, μισόσκυψα και περίμενα τη γυναίκα να κάνει ό,τι ήτανε να κάνει. Ο πόνος της ακουγόταν σα μακρυνό τριζόνι, οξύς τοκετός, γλίστρησε στα έτοιμα χέρια μου ένα μωρό διαφανές, ένα μεδουσομωρό. Δια της ζελεδένιας σάρκας το μόνο περιεχόμενο εκείνου του κορμιού που διακρινόταν ήταν ένα ζευγάρι πλακέ ατροφικά πνευμόνια. Το γύρισα ανάποδα και το ταρακούνησα κρατώντας το απ'το ένα πόδι. Θεός του κεφαλιού μου του έδωσα πνοή στόμα με τσουχτροστόμα και του μασάζωσα το στήθος, δεν έμοιαζε ν'αλλάζει, ήμουν έτοιμος να το βαφτίσω νεκρογέννητο, για μια στιγμή, το'βαλα πάνω στην κοιλιά της, κάτω από τη σκέπη του φουστανιού, και τότε πήρε χρώμα, τότε πήρε δέρμα, αίμα, οστά, τότε ανάσανε και τότε ήρθε στη ζωή. Αυτή το άρπαξε αμέσως και το πέταξε πάνω μου, κι έτρεξε ξεβράκωτη μέσα στο δασένιο πούσι. Η μάνα μου, δυνατή όπως τη θυμάμαι, την πήρε στο κατόπι, την κεφαλοκλείδωσε και ριχτήκανε στο κρεβάτι από κοκκινόχωμα και πευκοβελόνες, ο πατέρας μου, αδύνατος ακόμα, βοήθησε στο κουβάλημα και τήνε φέραν πίσω, την κάτσανε στο πίσω κάθισμα, σφάδαζε, οδυρόταν. Η μάνα κάλεσε τους ασθενοφορτζήδες απ'το μαρμάρινο τηλέφωνο στο σπίτι, που ήρθαν σε ένα δεκάλεπτο και πήραν το μωρό, και μου είπε, οδήγα στο νοσοκομείο. Καβάλησα το αμάξι, συνοδηγός ο πατέρας μου, και πίσω η μάνα μπράτσωνε τη γυναίκα να μη συστρέφεται πολύ. Πάρε τηλέφωνο το Μπέρτι. Πήρα τηλέφωνο το Μπέρτι. Κι εκεί ήρθε επιτέλους η στιγμή η ίδια διψασμένη γουλιά φρέσκο νερό, η βαθειά φωνή του το ανθρώπινό του πάθος
-Τι θες;
-Γέννησε η γυναίκα σου.
-Α, ναι;
-Θέλεις να της μιλήσεις;
-Όχι.
Το είδωλο της μάνας μου στον κεντρικό καθρέφτη έγειρε στο αυτί της τρελαμένης γυναίκας και της ψιθύρισε κάτι θεραπευτικό, και την έστειλε κάπου κάτω από τους κώνους της πυκνής ελάτης πιο ψηλά στο βουνό, την σκέπασε μ'ένα σαγρέ πλεχτό σκοτάδι, την έβαλε για ύπνο, και τότε οι τρεις τους χάθηκαν. Οδηγούσα κατηφόρα φουρκετίδι ομίχλη μες στο δάσος κατάβαση προς Αδάμ τιμονιά με το ένα χέρι και με το άλλο κρατούσα το τηλέφωνο στο αυτί χωρίς κανείς μας να μιλάει.