© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθη

11 Μαΐου

Κάθεται με το γυμνό κωλί της στην τυρκουάζ πολυθρόνα. Απ'το παράθυρο έρχεται και βρίσκει τον ώμο και την κλείδα της το φως της μέρας του βραδιού. Τα φρύδια της έχουν σμίξει σαν ταξιδιώτες στο Βαρδάρη, κι ανάμεσά τους στενεύει άδεια η Λαγκαδά. Τα δάκρυά της βρίσκουν δρόμο και γλείφουν το λαιμό της. Οι λεπτές της φαβορίτες έχουν κολλήσει στα μάγουλα κι έχουνε σγουρύνει. Κάθομαι με το σώβρακο στην κουνιστή καρέκλα της απεναντινής γωνίας και πάω μπρος πίσω. Έχω πιάσει τα μαλλιά μου παραμάσχαλα. Σφίγγω τα χείλη, δαγκώνω το μουστάκι, ρίχνω ένα βλέμμα στα ποδοδάχτυλά μου πάνω στο χαλί, κι έπειτα πίσω σ'αυτήν, στα πόδια της τα διπλωμένα και χωμένα στο ύφασμα και στο ίδιο το κορμί της. Στο δέρμα της που μαρμαρώνει φαίνονται οι φυλλωσιές φαντάσματα σαν της λιακάδας στους εξάκλινους του Παπανικολάου, οι εφημερίες έχουν κι αυτές το τίμημά τους. Όλοι οι νεκροί της στις μυστικές πτυχές της, κι όλοι οι ζωντανοί στο διάολο. Στον άλλο ώμο που δε φωτίζεται βλέπω το βάρος των αγκίστρων και το παπαγαλάκι των εξωτερικών. Κανείς απ'όσους τη δοκίμασαν δε μπόρεσε να την ξεχάσει, ούτε εγώ. Καμιά απ'όσες με δοκίμασαν δε μπόρεσε να με ξεχάσει, ούτε αυτή. Κι έτσι γελαστήκαμε, χα - χα. Ρωτάω, πόσο μπορεί η ηλίθιά μου σάρκα να κοστολογηθεί; Στη δημοπρασία είχε ερημιά, αλλά έπεσε ένα χιλιάρικο και τρεις μέρες αναρρωτική, και να, και να! Ο γιατρός της ζεστός και ζωντανός και έκπληκτος εμπρός της. Τα πράματα έχουν έρθει τούμπα, είναι δύσκολο να πω ποιος είναι ο πάτρονας και ποιος η παλλακίδα, στο ράδιο Δεκέμβρη στη Σαλονίκη έπεσε εκ προμελέτης Από τις άκρες των δακτύλων της... και αυτή έπιασε εκείνον τον αργό χορό που μύριζε όπως η γη του Ισραήλ στη ντάλα του μεσημεριού μ'ένα χαμσίνι, και πίσω της έλαμπε ένας ήλιος περίλαμπρος κι αυτή ήταν σκιά. Τώρα το απέραντο ανέλπιδο σκοτάδι με τυφλώνει, διάσπαρτα ανάμεσα σ'εκείνα και σ'αυτά δε βλέπω παρά μόνο τους θανάτους, τους θανάτους, στο τραπέζι της νεκροτομής κάτω απ'το παρεκκλήσι ένας τριών ημερών σβηστός, το αίμα του έχει πήξει κι έχει βάψει τη μύτη και το στόμα, τα μάτια του ορθάνοιχτα ακόμα αγωνιούν κι έχουν αρχίσει να μαυρίζουν, ψηλαφώ τα παραστερνικά μην έχει βηματοδότη, και παίρνω πάνω μου λίγο απ'το θάνατό του, πέθανε ασφυκτιώντας μόνος του σε ένα άδειο σπίτι, όπως η σχιστομάτα με τα σκουλαρίκια μικρά τριαντάφυλλα, που όταν την έπιασα ήταν ακόμα μαλακή, στον κουβά με ρόδες γι'ασθενοφόρο το παιδί και η φρέσκια θωρακοτομή του υποχωρούν κάτω απ'τα χέρια μου και η ψυχή του θα φύγει σαν κομμάτι ξύλου που ξεφεύγει από την καρότσα φορτηγού, ο δύστροπος ο Ζ. και οι εστενωμένες του καρωτίδες που δεν υπάρχουν πια, τον έχω βάρος στη συνείδηση σα να τον έστειλα εγώ, ενώ πέθανε μήνες αφότου άφησα το πόστο, ο κολυμβηταράς μύριζε χλωρίνη και η καρδιά του παραδόθηκε μια στιγμή που είχα στρέψει το βλέμμα αλλού κι έμεινα με την απορία Από τι;, η μάνα του σπάραζε δίπλα στην πόρτα, η μάνα της χώθηκε σε μια σχισμή ανάμεσα στη μια και την άλλη επιληψία και εξαφανίστηκε, με το κεφάλι ξυρισμένο, τα κάποτε στωικά της μάτια τότε με το σημείο του δύοντος ηλίου, τι σκεφτόμουν όταν πήγα να τη δω; η μάνα μου σύρθηκε δυόμισι μέτρα με το μισό σπλαγχνικό κρανίο της ζουμί, οι θάνατοι είναι όλοι τιμωρητικοί, το παλιό αίμα έχει στάξει κι έχει βάψει την άσπρη μου στολή. Κάθε κοκκίνισμα ντροπής είναι υποστάσεις, κάθε πείσμα είναι ακαμψία, και μερικές φορές από τη μυστήρια σιωπή τους είναι λες και όλοι αυτοί οι χαμένοι μουρμουρίζουν εξιστορώντας θανάτους που δεν έχω ακόμα δει αλλά είναι γραφτό και σίγουρο να δω, κι όλοι τριγύρω μου οι εν ζωή γράφουν στα μάτια μου μελλοθάνατοι. Το δέρμα των γοφών της το απαλό σαν ανθοπέταλο, τα δυο χαλίκια του νεφρίτη, το ύφασμα που τη φτιάχνει όπως τη φτιάχνει, όλα θα φθίνουν από τη θάλλη και θα φυλλοβολήσουν στη μέλαινα γη της ορεινής Χαλκιδικής. Αν τη σκότωνα τώρα δα θα τη μάζευε αχάλαστη το δρεπάνι, θα'πεφτε σαν εξωτικός καρπός στις ξανθωπές ακτές του Σλέσβιχ, και το αίμα της θα μ'έπλενε, θα με βάφτιζε και θα σούρωνε στις πλαγιές των αμμοθινών, ποτίζοντας τις δυνατές ρίζες της αρενάρια... και δε θα την ξανάβλεπα και δε θα με ξανάβλεπε ποτέ.

O rubor sanguinis,
qui de excelso illo fluxisti,
quod divinitas tetigit,

tu flos es,
quem hiems de flatu serpentis
num quam lesit.

My shell seeker




Η μέρα ήταν ζεστή σαν αγκαλιά και πάει τώρα. Η σκατά παραλία σου είδε το αναιμικό πετσί μου το πρωί, ξάπλωσα στην άμμο, οι συννεφιές κυλούσαν, έψαξα με τα δάχτυλα τα κομμάτια των οστράκων.

Η παλίρροια ανέβηκε στις τρεις, τα ξέπλυνε όλα.

Μπρούμυτος στον καναπέ πνίγομαι στα μαλλιά μου για να γράψω πέντε σειρές σαν φτηνός αισθηματίας, όπως

ένας κόκκος αλατιού αλάτι του κορμιού σου
ένα θρύψαλο πιασμένο κι αφημένο στα ρηχά
ασήμαντες αγωνίες κάθε ώρας
αργός βουβός χορός το μέτωπο σου ακουμπισμένο στο λαιμό μου
πάσο, πάσο! αλλιώς θα χάσω κι ό,τι μένει.

Παλίνδρομος και αναγεννηθείς

για σένα που με διαβάζεις ακόμα κι όταν δε γράφω λέξη

Λάμπον όμμα, ρηχή αναπνοή, ιδρώλουσμα, νυχτερινό κυνηγητό. Λίγο πριν το χάραμα η άσπρη ρόμπα θα θροΐσει δίπλα στο ένοχο κρεβάτι. Lysstive pupiller. Ingen puls. Ingen respiratio. Patienten mors. Λίγο πριν το χάραμα, κάθε χάραμα. Και όλες οι μέρες ξεκινάνε απ'το τέλος. Λάμπον όμμα, ρηχή αναπνοή, ιδρώλουσμα, ο φόβος του θανάτου. Και όλες οι μέρες ξεκινάνε απ'την αρχή.

Πίσω από τις επικλινείς στέγες, πίσω από τα λιγνά φουγάρα και τους ανεμόμυλους, πίσω από τις πλατφόρμες του πετρελαίου είναι μια ίνα κρύας θάλασσας που μου πλημμυρίζει το κεφάλι. Ο γιακάς είναι η λαιμητόμος. Γελάω μόνος μου στο κουζινέτο, ένας σακάτης στα γκουλάγκ σπάει πέτρες με το νευρολογικό σφυρί. Το ξινό τσάι κουνιέται στη ρηχή κούπα που έκλεψα από το ρεστωράν και με πιτσιλάει στη στολή, ανάθεμά το. Στο στόμα έχω ακόμα τη γεύση της σάπιας μπανάνας. Η ανάσα μου μυρίζει σκουπίδια. Οι συνεννοήσεις γίνονται με λέξεις των δυο συλλαβών και συναιρέσεις. Οι κουβέντες είναι προσωρινές, μετέωρες, ασήμαντες σαν άμμος. Προχτές στο σουπερμάρκετ βρήκα το φίλο μου τον ουρακοτάγκο και καθόταν με τα χέρια κρεμασμένα πάνω από το μισοάδειο σταντ. Τον χάιδεψα για λίγο. Ήταν κετσεδιασμένος. Το τρίχωμα είχε γίνει αψύ από τη σκόνη. Ένιωσα οίκτο. Ένιωσα, τι αρχέγονο σφάλμα, τι αυταπάτη.

Τα βλέφαρά μου καίνε. Οπισθοχωρώ και προσδοκώ να βρω κόντρα στη ζέστη ενός κορμιού. Αυτό είναι θετικό Ρόμπεργκ. Η γυναίκα το Μέγα Σάββατο βούτηξε δυο δάχτυλα στο αίμα της και μου'δωσε να φιλήσω. Η γυναίκα το Μέγα Σάββατο! Όλες οι αρρώστιες της, όλοι οι καημένοι περασμένοι απελπισμένοι εραστές της στα πληγιασμένα χείλια μου. Ό,τι πλύθηκε και ξεπλύθηκε μ'εκείνο το ιερό ζουμί κατέληξε δικό μου.

Στο ημερολόγιο του έτους, ημερολόγιο ευτυχίας, τραβάω μια γραμμή πάνω σε κάθε μέρα της καταδίκης για ζωή, και περιμένω πότε θα σε λιώσω στην αγκαλιά μου στο Μαντούκι στη ζέστη τη σεπτεμβριανή. Τα πριν και τα μετά είναι αδιαπέραστα, ύπουλα και απειλητικά όπως τα γαλάζια σκοτάδια του Ιονίου. Απέναντι ο Αρίλλας, η θάλασσα ως το λαιμό, τα πόδια θαμμένα στη λάσπη του νησιού, το βάρος της ιστορίας μου πλάκωσε το στέρνο, η θάλασσα ως το κούτελο, η δροσιά μέσα στ'αυτιά, εκείνο το σκαλί λευκής άμμου πάνω στο κεραμιδένιο κατακάθι, ο κόσμος πέρα, ο φόβος του θανάτου. Έχυσα άφθονα, άφθονα πηχτά δάκρυα πάνω στα πλακάκια από τερακότα του Άγιου Σπυρίδωνα, χωρίς λυγμούς, χωρίς άλλες αδυναμίες, δάκρυα που δε θα παραγραφούν ποτέ.

Η Κέρκυρα δεν είναι αλληγορία.
Ο παπάς Ροδίτης και τρελός όπως όλοι οι νησιώτες όταν έψελνε ήταν άλλος, μια σκιά Χριστού που μια φορά με κοίταξε ίσια μέσα στα μάτια και με φαντάστηκε γυμνό. Είπε θα σου φέρω εκείνη την εικόνα που της μοιάζεις και θα προσευχηθώ για σένα. Έπειτα πέρασε όλη τη νύχτα στα γόνατα στο ξωκλήσι απέναντι απ'το γιατρείο και το άλλο πρωί συνήρθε. Κάποιος άλλος ίσως υπέφερε βδομάδες για λογαριασμό του, ποιος είμαι όμως για να πω; Η όστρια φέρνει κόλλα. Η βάρκα και το καράβι γράφουν παράξενους πλισέδες στα νερά. Στις δυο το μεσημεριανό, το δείπνο στις εννιά. Ο Ερωτόκριτος καπετανεύει ισόβια την κολοκύθα της γραμμής κι εγώ κρατώ σφιχτά το μυστικό του. Οι τοίχοι όλοι στικτοί απ'τα σαμιαμίδια. Οχτώ η ώρα του βραδιού και θα νυχτώσει. Ακούω τη φωνή της μάνας μου στο τηλέφωνο, πίσω απ'το βουητό των καλωδίων, και λέει τραγουδιστά, καλησπέεερα σου, πώς είιισαι; και με ζώνει η ερημιά, με σκίζει ο φόβος του θανάτου.

Νησί τρίμμα ιριδίζοντος οστράκου, μαϊστραλάδα, Ναυσικά γυναίκα του Σαββάτου
μονοπώλιο όλων μου των απιστιών, σύνοψη των λαθών μου,
σ'αγαπώ



Η ανακάλυψη της Αμερικής

--

Ο Μ. κάθισε απέναντί μου στην αρχή. Ήταν πιο αμήχανος ακόμα και από μένα. Σκούντηξε το τραπέζι κι έχυσε τον καφέ του μέσα στο πιατάκι. Λίγο πιο μετά με μια σαχλή δικαιολογία ήρθε δίπλα μου. Κρατήσαμε μισό κοινωνικό μέτρο ανάμεσά μας. Πριν δέκα χρόνια το έβαλα σκοπό να πάψω να είμαι αφοριστικός. Αφού απέτυχα, με άφησα να παραδοθώ: ό,τι γράφω είναι αφορισμός. Αν δεν είναι, δεν το γράφω.

Αυτή είναι λοιπόν η αλήθεια για τον Μ., τον ακριβό ηθοποιό. Ο Μ. είναι όμορφα λεπτός, σαν χειμωνιάτικη ηλιαχτίδα. Είναι ψηλός, πολύ ψηλότερός μου, και όταν τον κοιτώ, βλέπω σε στιγμιότυπα το γήρας που τον περιμένει συν Θεώ. Έχει ένα ευάλωτο, κομψό σβέρκο, μια κάτω γνάθο φλεγματική σαν του Έγκμπερτ του βασιλιά. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ για τους άντρες με τη γυναίκεια γοητεία του κρυφού, ξέρω όμως πως μ'έχουν ταλαιπωρήσει κάπως. Είναι πολλά πράγματα κοσμικά που δεν καταλαβαίνω. Είναι πολλά που δε θα παραδεχτώ ποτέ και άρα δε θα καταφέρω να καταλάβω. Οι δυστυχίες του Μ. χάνονταν και ανθίζανε εμπρός μου τόσον καιρό. Ήμουν όμως τόσο κοντόφθαλμος που πίστεψα πως η μόνιμη ομίχλη δεν έντυνε τίποτε που δε θα μπορούσα να μαντέψω.

Λόγια που λέγονται και ξεχνιούνται, λόγια που λέγονται και αιωρούνται σαν φτερά, αυτές είναι οι σπάνιες σύντομες συναντήσεις. Σήμερα όμως, σαφώς πληγωμένος, μου είπε (sic) it was a long way to get here. Πήγα να απαντήσω αλλά μπερδεύτηκαν τα αγγλικά με τα δανέζικα και τα γερμανικά στο κωλόστομά μου και το μόνο που ακούστηκε εν τέλει ήταν ένα μμ. Now, είπε, I'm seeing a girl from Århus.
Συρροή, ο Έλβας, ο Αλιάκμωνας, ο Ω.
Τα λιπαρά ποταμίσια τους νερά δεν αφήνουν χώρο για ενοχή. Πόσο που αν σέρνεσαι μέσα τους ολόγυμνος και κόντρα. Και αν πηγαίνω κόντρα! Όσο για το άλλο, δε θα πω.

--

Βγήκα από το κτίριο Λ. Μισόχασα το φως μου από το φως. Δώδεκα ώρες στο προσεγμένο καταγώγι κάτω από τις λάμπες οικονομίας, μετά δεν ξέρω πού πέφτει η δύση και πού η ανατολή. Κούμπωσα το παλτώ και έστρωσα το γιακά. Έπιασα την τσέπη για να σιγουρευτώ για τα κλειδιά του αυτοκινήτου (τα κλειδιά της ελευθερίας). Η Ν. με περίμενε με τον κώλο ακουμπισμένο στα ποδηλατοπάλουκα. Περπατήσαμε ως το πάρκην, φορτωθήκαμε στο αμάξι και οδήγησα μέχρι το μέρος της ανακύκλωσης. Σουτάραμε τα χαρτόνια στον περιέχτη με την υδραυλική πρέσσα. Ρίξαμε τα προσμειγμένα φελιζόλια στο κουτί που έγραφε μόνο λευκό φελιζόλ, επαναστάτες, όχι αστεία. Στο ισιάδι απ'το Βάρντε για το Μπλώβεν έφαγε μισή ντουζίνα καραμέλες για το βήχα μονολογώντας Σκατά καραμέλες. Μόλις πάρκαρα πίσω απ'τους αμμόλοφους της μεγάλης παραλίας φάνηκε ένας ήλιος υπέρλαμπρος απογεματινός σκόνη διάσπαρτη ανάμεσα στις φτέρες της αρμύρας. Τι λες τώρα; τη ρώτησα. Σκατά παραλία. Πήρε τα καλτσοπάπουτσα στο χέρι, ανηφόρισε το λόφο και λίγο αφότου έφτασε στην κορφή, έπαψα να τη βλέπω.


--

Σφίγγω το ζεσταμένο τιμόνι. Καθώς βγαίνω στη Στόρεγκαιε το ηθικό μου με αφήνει εντελώς μόνο. Η πίπα μου φεύγει απ'το στόμα στο φανάρι και οι στάχτες χύνονται στα μπούτια. Στο ράδιο παίζει το 1492. Πίντα, Νίνια, Σάντα Μαρία.

Σε μια κοντή νύχτα πρόλαβαν και βάφτηκαν κίτρινοι οι αγροί απ'τα άνθη της ελαιοκράμβης.

ΠΑΣΧΩΝ

(μανιφέστο)

Τα σκοτάδια των ανεξερεύνητων δασών
τα φίδια τους, η χολέρα, οι πυρετοί
κάθε κλήμα και μια κρυφή μας καταδίκη
κάθε πιθήκι που χαμογελά τέσσερεις λάμες δόντια

η σιωπή θανάτου της άπνοιας η σιωπή
το κύλισμα το στάλαγμα το αίμα
ο ίκτερος λιακάδα, η φθίση διαδοχή των εποχών
η απέραντη ομορφιά στα δυσδιάκριτα κορμιά

ιδρώτας στην εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών
ένα μελαχροινό βλέμμα όλο λάμψη ένα δέρμα όλο χρυσό
εστάδου πορτουγκές ντα ίντια νέα στέμματα για παλιά κεφάλια
σταφύλια χάντρες αλεξανδρίτη καταμεσιού Γενάρη

νόμος του Γιέντε, ευμάρεια και αρετή
η έπαρση των αποικιοκρατών συν Θεώ και φιλιόκβε
ο φόβος για τη μεσοποτάμια αναρχία, τις τιμωρίες της ερήμου
τα ανελέητα καλοκαίρια, η ξεδιαντροπιά, η σκληρή γη

ποιος είναι τελοσπάντων στο κουπί;
από τη γάστρα ανεβαίνει μια μπόχα ιστορική
εβραίοι Ινδοί και μουσουλμάνοι απολίτιστοι μελαμψοί
κάποιος ψάχνει πάλι να δει ποιος στάζει σάπιο αίμα

αλλά δεν είμαστε εμείς
contre vents et marées

είστε εσείς, οι καθαροί