© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Φτηνές συγκινήσεις, ακριβές συγκινήσεις Τ. 2

ΦΤΗΝΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Ο ήλιος με βρίσκει κατάφατσα κάθε πρωί στις έξη. Το νησί είναι τόσο μικρό που μοιάζει με καράβι. Η υγρασία γλείφει τα πάντα. Η πετσέτα η χτεσινή κάνει δυο μεσημέρια να στεγνώσει. Οι ασθενείς τα ξέρουν όλα. Δεν έχω τίποτε καινούριο να τους πω, ούτε και θέλω. Κουβαλώ το ηλίθιο κεφάλι μου στο σπίτι εδώ, στο σπίτι εκεί και παίζω την παράσταση του μικρού καθηγητή. Μετρώ σφυγμούς, μετρώ αναπνοές, μετρώ τις μέρες που απομένουν, και με ακρίβεια λεπτού χάνω το λογαριασμό. Κάθε φορά που χτυπάει το τηλέφωνο, είμαι σίγουρος πως κάποιος πάλι ψευτοπεθαίνει. Σπάνια σπαρμένη στους κατά φαντασίαν ασθενείς όμως είσαι εσύ, ή ο πατέρας που καλεί ανάμεσα στο ένα και στο άλλο πολιτισμένο περιστατικό (βλέπει τριάντα στο οχτάωρο, βλέπω εφτά). Ξαφνικά η χάλκινη γραμμή έχει χωρέσει όλη τη Γερμανία διπλωμένη σαν το πανάκι που καθαρίζεις τα γυαλιά. Η τάση φυγής με ακολουθεί ακόμα και όταν φεύγω, και τώρα τουλάχιστον έχω καταλάβει: η θεραπεία είναι η επιστροφή.

ΑΚΡΙΒΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Η λάμψη των ματιών της Ν. όταν με καλημερίζει την κάνει να μοιάζει με παιδούλα. Μου φέρνει λουλούδια κάθε Τρίτη και Παρασκευή. Τα πετάω από το παράθυρο του υπνοδωματίου. Έχει χτιστεί ένα νεκρό βουνό από γαρύφαλλα και ορτανσίες που σαπίζουν πάνω στα άγρια χόρτα. Τα κύματα γυρίζουν σαν κορδέλες όταν τα βλέπω κάτω από το νερό. Ο ήλιος σκεδάζεται στους μικρούς στροβιλισμούς της άμμου. Αν από τα εφτά μέτρα αργήσω να ανεβώ για αναπνοή, η καρδιά μου βραδυπορεί, βραδυπορεί ώσπου αρχίζω να ξεπλένομαι από τα δάχτυλα προς το κέντρο. Οι καπεταναίοι της περιοχής είναι πρώτοι στο κέρατο και στο κακό τιμόνι. Τα μισά βράδια φεύγουν ήσυχα παρέα με ανθρώπους που φυτρώνουν απ'το χώμα. Η μία γάτα πέθανε έναν αιφνίδιο θάνατο. Την πέταξα στην τάφρο με τα φύκια. Το βιβλίο που είχε αφήσει η γκόμενα του Δ. δίπλα στο κρεβάτι που της πήρε την παρθενιά είναι το μοναδικό που ακόμα μπορεί να με δακρύσει. Τώρα κάθε τρίτη νύχτα κοιμάμαι σ'εκείνο το στρώμα το αιμομειχτικό. Πότε θα έρθεις πάλι για να σε συνοδέψω στα καντούνια να κοιταχτείς με τον άντρα που αρέσει και στους δυο; Πότε θα πιω μια σόδα απέναντι από το μαγαζί; Πότε θα ξαναφύγω; Είδα ένα πεφταστέρι κι έκανα μια ευχή. Τις Τετάρτες προσεύχομαι. Τα Σάββατα δουλεύω. Ο Θεός να συγχωρεί.

When you live a long way out, you make your own fun

Κάθε απόγεμα κάθομαι στο γραφείο, κάτω από το ανοιχτό παράθυρο, πίσω από την ψευτοσίτα που φυσιέται σα σκισμένο πανί ιστιοφόρου, και βάζω καθολικούς κανόνες να παίζουν δυνατά. Η καρέκλα μου είναι η φτηνότερη που κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη της ευμάρειας, αναρωτιέμαι σε τι επενδύθηκε η διαφορά. Στο ντουβάρι που είναι βαμμένο με κάτουρο αραιό ξεκουράζονται σιφωνόμυγες και κουνούπια τρισδιάστατη ταπετσαρία. Η σκοτώστρα κρέμεται από ένα καρφί πάνω από το διακόπτη των φωτιστικών, αλλά έχω παραιτηθεί απ'το κυνήγι. Είμαι ήδη γελοία ηλιοκαμένος και τσιμπημένος σε όση σάρκα περισσεύει από τα ρούχα που δεν έχω πλύνει από τα μέσα του Μαΐου.

Μερικές φορές ο τεμπέλης γιος του προέδρου της κοινότητας έρχεται με το δεξιοτίμονο βαν, παρκάρει πάνω στο δρόμο και ψαχουλεύει στην πετρόχτιστη αποθήκη που είναι απέναντι από το παράθυρό μου. Η γυναίκα του καπνίζει κρακ ή κάποια άλλη αμερικανόφερτη μαλακία και είναι σαν ισχνό ρακούν που δύσκολα το ξεχωρίζεις από τις σκουπιδοσακούλες. Έχουν παντρευτεί και οι δυο τους δυο φορές κι έχουν αθροίσει δέκα ή δώδεκα παιδιά. Είναι πρώτα ξαδέρφια. Τις πρώτες μέρες όταν άκουγα βήματα στα χόρτα έκλεινα τους ψαλμούς και έσκυβα το κεφάλι για να μη με βλέπει απ'έξω ο γιος του προέδρου. Αλλά μόλις αναλογίστηκα πόσες νύχτες θα περάσω με τη μούρη χωμένη στα κωλομέρια του χωριού, παραιτήθηκα και από τις ντροπές.

Σήμερα μόλις έκλεισα το μαγαζί ακούμπησα τον κώλο στο ξεμπριζωμένο πλυντήριο Άλτους που έχει βουλωμένη τη θυρίδα του μαλαχτικού. Απέναντι είναι ένας θολός καθρέφτης με δυο λάμπες που δεν έχουν παροχή και ένα λαβομάνο που έχει καταθαμπώσει από το υφάρμυρο νερό. Κάπνισα με το παράθυρο κλειστό και την πόρτα κλειδωμένη στο πλυσταριό το ένα επί δύο ώσπου έγινα μέσα ένα με την ομίχλη που μυρίζει καραμέλες. Στον καθρέφτη που έχει κλίση πένθους, έβλεπα τις κλείδες μου σαν σκαλοπατιές να οδηγούν στους ώμους που δεν ομολογούν και με πανικόβαλε η σκέψη πως αυτά ακριβώς είδαν ανάσκελοι ή μπρούμυτοι όσοι έχω αγκαλιάσει. Κωλόκατσα στα άσπρα πλακάκια και μέτρησα πόσες φορές έχω κάνει λάθος. Για να παρηγορηθώ, έπαιξα το πουλί μου και έχυσα στις πέντε παιξιές σα να ήμουν δεκαεφτά, με τη μέση να στέλνει σουβλιές ως την κνήμη για να μην αυταπατώμαι. Μετά θυμήθηκα πως είχα ένα τέταρτο πεπόνι στο ψυγείο.

Το έβγαλα, το έφαγα άκοφτο με τα ζουμιά να τρέχουν στους αγκώνες, στο νεροχύτη, στο πάτωμα, στις παντόφλες, κι έπειτα έπιασα με δάχτυλα που κολλούσαν να ανεβάσω το σώβρακο και το ρουμπινί μήντιουμ Τσάμπηον σωρτς. Η βρύση δεν έσταζε σταγόνα. Έμεινα για λίγο δίπλα στο πλυσταριό, μέσα στο κουζινάκι, σκεφτικός, πασαλειμμένος με δυο ειδών... τελοσπάντων, αυτό είναι σαφές. Όταν ξεμπέρδεψα με την κατάρρευσή μου, άνοιξα το παράθυρο πάνω από το γραφείο, και έβαλα πάλι τους καθολικούς κανόνες.

Φτηνές συγκινήσεις, ακριβές συγκινήσεις T. 1

ΦΤΗΝΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Το σκυλί με τα θλιμμένα μάτια σύμφωνο με το είδος
το σπίτι τα γκρέμια η σκόνη η μεσανατολική
το φυσίγγι στο χώμα η αρκούδα χαλί το αρκουδάκι ακόμα στο βυζί
οι αιωνόβιοι στην πλαγιά που κρεμιούνται ρίζα ρίζα

τα κουφάρια που επιπλέουν και ξεβράζονται
οι βόλτες στις πρωτεύουσες
τα ψάρια που τρώνε τους νεκρούς που τρώνε οι ζωντανοί απ'τα θολά νερά του ποταμού
άστυ, βουνό, πολιτισμός

ο έρωτας που αντέχει σε όλες τις φθορές ραμολιά που πάνε αγκαζέ
οι κόποι του βαθύτατα ακαδημαϊκού η σκόνη της κιμωλίας που έχει παρωχυθεί
η μητέρα που έρχεται σε όλα δεύτερη όπως πρέπει
και πρώτο το παιδί

η ιστορία και τα κυλήσματά της
το κλάμα που σπανίζει
το σάλιο κορδόνι του γιου του μεγαλογιατρού
η προσπάθεια που δεν καρποφορεί

ο τζάνκης που ξαιματώνει στη γαλαρία και όλοι μαζεύονται μπροστά
η γυναίκα που χάνεται ολομόναχη στα ΤΕΠ
.
.
.

το χαμόγελό μου στον καθρέφτη


ΑΚΡΙΒΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Ένας κόκκος άμμου μες στο μάτι
το είμαι πάντα εδώ για σένα
η Β. Όλγας
o Achtzehnruthengraben

η μυρωδιά της μούχλας στο χωλ της πολυκατοικίας
το αυτοκίνητο του μακαρίτη που ρημάζει στη γωνία
οι επιβεβλημένοι χωρισμοί
τα νιάτα στο ημιυπόγειο

τα ποντίκια στα σκουπίδια
εκείνη η αρθρίτιδα στο γόνυ που σε άφησε κουτσό
όσα δεν έχουν ειπωθεί
όσα δίνει ο τυφλός για να αγοράσει την όρασή του και μια θέα στην ακτή

το παλούκι, το σκοινί
ένα καθαρό ανένδοτο στρώμα στο κρεβάτι
η σωτηρία της ψυχής και του κορμιού
τα ιερά βιβλία

το φιλοδώρημα στο ντελιβερά τις νύχτες που βρέχει, τις νύχτες που δε βρέχει
οι αρμονικές στα πρίμα της κιθάρας
το Mohnkuchen, η τελευταία γουλιά της Jever
το πάτωμα του Ζύθου
.
.
.

όσα ξεχνιούνται κρυφά μέσα στα σπίτια