© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

#28

Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν.
Μας φοβούνται κι όταν μας σκοτώνουν.
Νεκρούς μας φοβούνται πιο πολύ.

Τάσος Λειβαδίτης

---


Τα άρρωστα παιδιά με περιμένουν με σάλια να ρέουν
απ'τα σαγόνια του τρισμού και το κόχλασμα στο στήθος

το ίδιο κι οι μάνες που τα γέννησαν για να τις συλλυπηθούμε
καθώς πηγαίνουν απ'την ιλαρή προσμονή στη μαρτυρία

δεν προλαβαίνω να τις δω ούτε καν τη δική μου 
τα δε παιδιά γεμάτα πηγαίους πυρήνες μπορούν να κάνουν κι άλλη, κι άλλη υπομονή... 

μετά, κάποιος άλλος θα τα σώσει ή θα τους δώσει 
δεύτερες τρίτες ζωές.

Είμαι ένα άδειο κρεβάτι κάτω από μια στοίβα κουβέρτες
η θειοπεντάλη λιώνει τη μεσοβασιλική, όλοι οι δρόμοι

αρπάζουν μια φλόγα απ'αυτήν που αρέσει στους επαναστάτες
πίσω απ'τα βλέφαρά μου που πέφτουν βαριά θα φανούν

με όλα τα περιγράμματα γλειμμένα από ακονισμένες λάμες
οι πρόσκαιρες χαρές, οι εφήμεροί μου πόνοι

το νοσοκομείο κρουσταλλιασμένο στην ηπειρωτική παγωνιά
όλοι οι εφιάλτες τη στιγμή της προδοσίας, χαμογελάνε στο απόσπασμα
κι εγώ, φυσικά, κι εγώ μαζί τους



-Αν δε σε φύραινε ο φόβος γιατρέ, θ'άκουγες καλύτερα το φλοίσβο
που'ρχεται από μακρυά για το 0,9% του
τώρα γελάς, γελάς.

---

Προσμένω πώς και πώς το φως της τελειωμένης μέρας που θα με βρει στο αίθριο πίσω απ'το φουαγιέ, γύρω οι συνοδοί κι αυτοί που συνεχίζουν μεγάλες βάρδιες θα τρων και θα καπνίζουν. Φεύγοντας ακούω μουρμουρητά συνθετικών χαιρετισμών. Η βρώμα των μισοπεθαμένων κι εκείνων που ξεχνούν τη θέση τους του σκλάβου στους ναούς της ζωής και του θανάτου μετράει αντίστροφα προς το βρεγμένο χώμα, τις ακακίες με τα κίτρινα άνθη και τις αλυσίδες των νυμφών.  Όταν σκάει η μίζα ξεθωριάζει η θέα του ψυχοπομπού όσες φορές κοιμήθηκα στο εφημερείο δίπλα στον Μπερτ  τον παθολόγο που'κανε χίλιες άπνοιες, ο κόκκινος χρυσός που εμφανίστηκε στο μέσα του γαντιού σαν υδράργυρος σε ποτήρι του νερού και μ'άλλη τόση πίκρα, η κάθε μια αποκάλυψη στο τράβηγμα των ρούχων κι η επίκτητη ντροπή, τα παρελκόμενα της τέχνης. Η μόνη πίστη η πίστη της δεκαετίας του πενήντα χιλιόμετρα βήματα πίσω όλα στ'όνομα της ελευθερίας που μου δίνει που δεν αξίζω δάκρυ μήτε εδώ μήτε κι αλλού. Στην άκρη κάθε απλήρωτης ληστείας θα'ρχομαι σπίτι όπου θ'ακούμε την εκβολή του ποταμού να ενώνεται με το μεσογειακό αλάτι και τους τροχούς των τραίνων να διαβάζουν τα χάσματα της συστολοδιαστολής σε κάθε ράγα ξαπλωμένοι στον αιώνιο βυθό μας.

---

Προς τιμήν

Πρέπει να βρέχει στον Ωρίωνα
το σήμα που φτάνει στους φασματογράφους
είναι οι από ετών φωτός σταγόνες που διαλύονται
στ'ανοιχτά του κόλπου της Βεγγάλης


λουσμένοι στο υπεριώδες φως
κάτω από αμέτρητη, αμέτρητη σκόνη
ο κόσμος μας δεν τελειώνει
ο κόσμος μας δεν τελειώνει στις ακτές
















---

12.12 / Β' Παν. Καρδιολογική, ΓΝΘ Ιπποκράτειο

#26

Your mother will leave her gloves to dry over the washing machine
the giant grasshopper will overwinter over the sink

this, this mumbling of the house is something else it is
something else we find our ways in. I forget what hangs over my head and you


fall asleep well-fed and educated noon finds me beyond the demanding body
transforming into an echo a
saturated sound escaped an oscillation. You radiate your velvet love the blurry lights from the living people on the other side the chess they use to play in the frost holding their spirits in wide glasses the voices the creaks of their own blessed beds they're gathering on myopic retinas and we can't, we can't make them out





only a sequence of twin blood drops from their dry tuberculous lips will do
this, this mumbling of the house is something else it is
something else the thin texture of our skins that fuse separated by their blood

like a rattling mechanical valve like the rusty mechanical failure
I open my mouth to say you

you hold a pair of thin shoulders, a stained face
and you forgive what hangs over my head

these hands tremble always apart from/and 
when they break that's how they stay quiet.

Κύνες θηρευτικοί

.
σε βλέπω καλοκαιρινή λευκή μες στο σκοτάδι και χορταίνει η όρασή μου
κάτω απ'το στέρνο μου οι ανάσες περισσεύουν
το αίμα μου αλλόμενο στ'αγγεία

όπως αλλάζεις κίνηση συστρέφεσαι σαν πλαστικό που λιώνει
τα σάλια σου στην παλάμη μου
παίρνεις μαζί και τα μαλλιά μου κι όλες τις δόξες του Σαμσών απ'το Σεφέρ Σοφετίμ
τα χέρια μου δε χάνουνε ποτέ τη δύναμή τους όταν σου σφίγγουν το λαιμό
το πρόσωπό σου ζωντανεύει απ'τον πόνο

τα δόντια φανερωμένα και σφιχτά η άκρη του στόματος γελάει
η μόνη μνήμη σου οι πρωινές γουλιές του κόκκινου τσαγιού και τ'όνομά σου
.




κάθομαι στην άκρη του σκαμνιού
απ'το παράθυρο μπαίνει η υγρασία και το κρύο που κάνει τέτοιο καιρό τους τελευταίους χειμώνες στο νησί
σβήνει μόνο το μάγουλο, τις παγωμένες μου παλάμες
η λύσσα είναι ρευστή σα να τη φέρνει η αύρα της θαλάσσης
τα μάτια γλαυκά τα ξύλα θολωμένα
μι'αρρωστημένη κυρία 

καθρεφτίζει τα γόνατα της στο τζάμι του φούρνου κι οι 
σκύλοι που δε φαίνονται
γαυγίζουν πειναλέοι
.