© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

lost and loved / lost and found



The art of losing isn’t hard to master;
so many things seem filled with the intent
to be lost that their loss is no disaster.

Lose something every day. Accept the fluster
of lost door keys, the hour badly spent.
The art of losing isn’t hard to master.

Then practice losing farther, losing faster:
places, and names, and where it was you meant
to travel. None of these will bring disaster.
[...]

E. Bishop

Μ03

Η Μαριέττα είχε πέσει και όλοι κάνανε μόκο. 
-Δεν κοιμάται τα βράδια, μας κρατάει όλους ξυπνούς. 
-Έπεσε, χτύπησε; 
-Όχι βέβαια, την προσέχουμε σαν τα μάτια μας. 
Μούχρα θεία με τα βρώμικα χέρια, όπως κάθε γυναίκα στο νησί πίστευε πως θα με έκανε κουμάντο όπως κάθε άντρα στο νησί. Οι γυναίκες εκεί απειλούνται μόνο από άλλες γυναίκες, τα υπόλοιπα είναι σκηνικό. Το αριστερό ισχίο της Μαριέττας ήταν σε μόνιμη έξω στροφή. Όταν έκανα να το παραβιάσω άρχισε να μου ρίχνει κάτι ψιλές στα αντιβράχια. 
-Έπεσες; Η ερώτηση ήταν υπηρεσιακή. Η Μαριέττα ήταν κρετίνα, κάπου στα εξηντακαί αλλά δεν είχε μεγαλώσει ούτε μέρα πέρα απ'τα έξι. Έκανε όχι με το κεφάλι και γυρνούσε τα μάτια της γύρω γύρω μες τους κόγχους. Παρά τα αντιψυχωσικά την άκουγα που αλυχτούσε τις νύχτες. 
-Ξέρεις πόσο τρώει; Ρουμπώνει σαν να μην την έχω ταΐσει ποτέ! 
Μούχρα θεία. Σήκωσα τους ώμους. Η Μαριέττα ήταν καχεκτική, άρπαζε ό,τι φαγώσιμο της έδινες σαν πεινασμένη μαϊμού, επειδή η θεία έκανε οικονομία στο φαΐ της, αλλά αυτό δε με αφορούσε. Η μούχρα θεία και η μούχρα κόρη της είχανε αναλάβει τη Μαριέττα για να την κληρονομήσουν. Η Μαριέττα έμενε σε ένα ρημάδι παραδίπλα, μαζί με ποντίκια, γάτες, φίδια, σαύρες και όλα τα πλάσματα του Βέρνικε. Η θεία έκανε τη βρωμοδουλειά ν'ασχολείται με την κρετίνα, τώρα που είχε μυριστεί πως κόντευε το τέλος της διαδρομής.

Μεγαλώνοντας ήμουν αφελής, πολύ. Εκεί κατάλαβα πως η ευθεία οδός δεν είναι πάντα αυτή που σε πάει εκεί που θες. Κάθισα με το σύζυγο της θείας στο καφενείο, του φύτεψα την ιδέα πως κάτι συνέβαινε με το πόδι της Μαριέττας, κι αν ήταν τίποτα μολυσματικό, ποιος ξέρει; Εγώ χωρίς δυνατότητα για πλάκες, χωρίς μικροβιολογικό, είχα τα χέρια μου δεμένα. Του έπεφτε βαρύ, δεν ήταν εύκολο πράγμα να την κατεβάσουν από εκεί πάνω μέσα απ'τα αγριόχορτα και τις καλαμιές, απ'τους πετρότοιχους και τις λακκούβες ως το λιμάνι για να την περάσουν απέναντι. Τίποτα όμως που να μη χωνεύεται με δυο τρεις Πιλάβες.

Πήρα τηλέφωνο στο νοσοκομείο, έδωσα αναφορά στο λαδιάρη απ'την ορθοπεδική για να ξέρει τι θα'ρχοταν, κανονίστηκε. Και η Μαριέττα πέρασε απέναντι, και βγάλανε ακτινογραφίες, είχε κάταγμα ισχίου, της βρήκαν και κάτι αβιταμινώσεις. Χειρουργήθηκε και επέστρεψε επισκευασμένη. Η θεία πέρασε απ'το γιατρείο για τα φάρμακα, παραπονέθηκε πως ήταν ακριβά. Η οικειότητα που έδειχνε όσο νόμιζε πως με εργαζόταν είχε λήξει.

-

Πήρα άδεια από τη σημαία και πέρασα απέναντι, η Ν. ερχόταν να με δει. Ο δήμαρχος με έπιασε από τον αγκώνα μόλις έδενε το βαποράκι.
-Θα γυρίσεις, έτσι;
-Τρεις μέρες θα λείψω.
Είχαν εμπειρίες από πριν, που ο γιατρός τα μάζευε κι εξαφανιζόταν αιφνιδίως, κι όταν μ'έβλεπε να ετοιμάζομαι να σαλπάρω τον έκοβε ιδρώτας. Ήξερε κι αυτός πως ήταν σκάρτος όπως όλοι, αλλά ήταν πέρα από τις δυνάμεις του, δε μπορούσε παρά να αφεθεί στη σκατιάρα αιμομιχτική κατασκευή του, όπως όλοι, και κοντά σ'αυτούς βάζω και τον ίδιο μου.

Έπαιρνα άδεια από τη σημαία όποτε η Ν. ερχόταν να με δει. Κι ερχόταν πότε πότε, ερχόταν να δει κι εκείνον τον χλωμό Κερκυραίο με τα μαύρα μαλλιά και το μανίκι ταττουάζ (θα γράψω σύντομα ξανά γι'αυτόν), ερχόταν να κάνει παιχνίδι με τους Ρώσους σφίχτες στο λεωφορείο για Παλιοκαστρίτσα, ερχόταν να περάσει καλά. Γυρνούσαμε πολύ. Ο κόσμος στα νησιά είναι περίκλειστος σαν κήπος. Η συνονόματή της μας έστρωνε να κοιμηθούμε στο ίδιο δωμάτιο στο Τζάβρο, γιατί εγώ που την ένοιαζα είμαι άντρας και η Ν. δεν ήταν συγγενής της. Αν ήταν, θα ήταν αδιανόητο, γιατί θα την έκαιγε τι θα έλεγε ο κόσμος άπαξ και το μυριζόταν. Αλλά την άγνωστη από τη Σαλονίκη δε θα την έκανε αυτή σωστή, αφού δεν είχε προνοήσει η μάνα της και είχε γίνει πουτάνα. Η Ν. ήξερε από επαρχία και αυτά δεν την πτοούσαν. Στο δωμάτιο που έβλεπε στην πισίνα με το δελφίνι και το 1996 γραμμένο με σκούρα πλακάκια, με καβαλούσε ακάποτα και μου έβαζε τα δάχτυλα στα χείλη για να μην ακουστώ, κι έχυνε ώσπου της τρέμανε τα γόνατα και δεν καλομπορούσε να σταθεί. Εγώ έκανα αυτό που ήμουν προπονημένος να κάνω, δηλαδή να πειθαρχώ. Έπειτα βγαίναμε πλυμένοι σένιοι για κέντρο. Η πουτάνα και ο κύριος, ο κόσμος κλειστός σαν βλέφαρο αγγειοοιδηματικού, καμία φαντασία.

-

-Ο φαρμακοποιός σε βλέπει με μια μικρούλα όταν είσαι απέναντι. Και την ίδια μικρούλα τη βλέπει με το γιο αυτούνε που έχει το μαγαζί δίπλα.
Μούχρα θεία, γιόρταζε ήδη που με πυροβολούσε με το μαντάτο. Στεκόταν εκεί απέναντι από το φτηνό γραφείο του γιατρείου, την έβλεπα με φόντο το εξεταστικό κρεβάτι και τον ξεπατωμένο ηλεκτροκαρδιογράφο, ιδανικό ντεκώρ στην παρήκμα του ΕΣΥ. Περίμενε να δει την πίκρα να με παίρνει από κάτω. Έπρεπε να πληρώσω για τη Μαριέττα. Της χαμογέλασα.
-Δεν ξέρω λες από πουτάνες;
Έφερε το χέρι εμπρός από το στόμα για να δείξει σκάνδαλο, και μετά απολογητικά
-Για καλό το είπα γιατρέ, για το καλό σου.
Μούχρα θεία, γιατί σε θυμάμαι ακόμα;

-

-Δε σε ξέρω καλά, αλλά βλέπω πως τον αγαπάς. Και γι'αυτό σε αγαπώ κι εγώ.
Αυγουστιάτικο βράδυ στην κουζίνα στο Τζάβρο, η σίτα είναι σκισμένη, της τρελής από κουνούπια, ιδρώνω στην οσφύ, η συνονόματη της Ν. δίπλα μας, μας έχει στρώσει για δείπνο, τώρα η Ν. δεν είναι μια άγνωστη από τη Σαλονίκη, είναι η γυναίκα του παιδιού της, είναι μέρος της οικογένειας, η χουπά θεραπεύει φαίνεται τα πάντα, ακόμα και το πουτανιλίκι. Παρολαυτά η τρυφερότητα με αιφνιδιάζει. Η Ν. δέχεται την αβροφροσύνη με μια χάρη που δεν ήξερα καν πως έκρυβε εντός της, η ίδια Ν. που με δοκίμαζε τότε, να δει πότε θα μ'έφτανε στα όριά μου (ποτέ, εξόν από την πρώτη μας φορά), η ίδια Ν. που όλο σα να λησμονώ πού έχει μεγαλώσει, ρίξε ένα ψάρι στο νερό και δες άμα θα κολυμπήσει...
-Η Μαριέττα ζει;
-Όχι, πέθανε πέρυσι.
-Την κληρονόμησαν εντάξει;
-Τα πήραν όλα σαν τσακάλια τα μοιράσανε αναμεταξύ τους.
-Από τι πέθανε;
-Το αφήσανε να πεθάνει το καημένο. Δεν τη φρόντιζε κανείς.

-

Hvad for en mand elsker på denne måde?

/

-Viel wird geredet. Die Klatschtanten lassen sich darüber aus, dass ihr zu eng befreundet seid. Du weißt, wie das ist. 
-Worauf willst du hinaus? 
-Spielst du gleichzeitig für beide Teams? 
-Das kann man wohl sagen, ja. 
-Aber verheiratet, auf die althergebrachte Art? 
-Was meinst du damit? Was für eine Art ist die althergebrachte Art? 
Stille. Er fühlt sich gerade unbehaglich. Ich weiß, was er andeutet. Diese Frage habe ich jedoch keine Lust zu beantworten. Eine piefige Frage, ganz überraschend aus seinem Mund, ein Gedanke der ihn verätzt. Und von der piefigen Antwort erhofft er sich, sie wäre Balsam auf seiner Haut. 
-Das gesellschaftliche moralische Empfinden ist mir Latte. 
-Du hast doch dein eigenes. 
-Weit entfernt von der althergebrachten Art. 
-So scheint es nicht. Du siehst zu sauber aus. 
-Hast du mit etwas Unanständigerem gerechnet? Mit einem geilen alten Bock? Bist du enttäuscht? 
-Nein. Neugierig darauf vielleicht, sonst nichts.

/

d.d.

Jeg låser cyklen, kigger op. A. står der på altanen i sine underdrenge, smilende, og laver et hjerte med fingrene. Badet i eftermiddagens bløde lys, han ligner en drømmeminde. Hvad for en scene, vindstille, varmt, en suværen kort stund. Det kunne sagtens være en reklame for en bank, se her, så lykkelig kan du blive, hvis du låner fra os, vi har fantastiske lortevilkår, det kommer du aldrig til at fortryde, du kommer hjem til sådan noget, det betaler du smaddergerne for, det ved vi sgu. Men det er ikke noget af den slags, det er et af mit livs fragmenter. Jeg troede jeg var klar til at dø dengang jeg ikke var mange sure sild værd. Sikke et selvbedrag. Nu er jeg klar, men gider søreme ikke. 
Op ad trappen til 2. sal, døren er allerede halvåben, han står ved min kones kattedørmåtte med bare fødder og ejer hele verden.
-Du gør mig så glad.
-En ægte eventyrshelt, hva'?
Grin. Han griner.
-Lad mig elsk' dig. Lad mig endeligt.
Det kan han godt lide at sige. Det kan jeg godt lide at høre, giver mig noget at spekulere på, når jeg sidder alene.

/

S. arbejder på sin rekreation stadigvæk. Det er en lang process. Det hjælper heller ikke, at vi ikke kan undvære at ses af og til. Vi mødes i kælderen, uden for vores nye omklædningsrum herhjemme. Hun væmmes ved os, ved ham især, mig har hun jo ikke kneppet. -Hvad for en mand elsker på denne måde? Hvad for én? Var hun ikke en rigtig karrierekvinde, ville hun have spyttet på gulvet. Hun spytter med øjnene i stedet. Vi tier stille. Ingen mening i at forevige konfrontationen, det klarer hun fint selv. Hun fortsætter med mig: -Jeg vidste nok, du ikke var helt efter bogen. Der bør være noget galt, når det går så mistænkeligt godt. -Det har du ret i, så må du køre på, så længe du kan. -Fucking opportunist. Nå, ja, det har jeg bestemt hørt før.

/

What kind of man loves like this
white gold in the sun, disappearing eyebrows
in the west coast chill, a smiling child with the most tender heart
well spoken, well carved, well cast

what kind of man loves a man like this
good for nothing mouth, glistening teeth
stained by rust, easy to bleed, quick to give up, 
quick to grab and take you down, and so good

so good at making you love 
like never before
what kind of man loves like this
what kind of man

come on then, we're out.

/

Μούφα συναγερμός

Μια στα γρήγορα: ο Μαλαισιανός ξεμπουκώνει σωλήνες διαφυγής. Λούζεται με διαλυτικό. Τον ξεβρακώνουμε άρον άρον, τον πετάμε κάτω από τη χοάνη και τρώει το κρύο της ζωής του. Το ένα του μάτι βγάζει ένα αιφνίδιο εκτρόπιο, κόκκινο σαν φραουλόζουμο. Το παστώνω με θεαλόζ και κορτιζόνες. Κρέμεται σαν χαχολιασμένη σακούλα. Γράφει για το ατύχημα και βγάζει φωτογραφίες του ίδιου του από την καλή μεριά, για να μη δει η αρραβωνιαστικιά τα χάλια του και ανησυχήσει.

Κάνω να δω την ώρα, εκείνη τη στιγμή έρχεται στο τελεγράμ jeg tror fandeme min anden lunge er punkteret. Προτιμώ να πίνω κομμένο γάλα παρά να παίρνω τηλέφωνα, αλλά κάνω να πάρω τηλέφωνο. Μετά θυμάμαι πως θα βγάλω γραμμή αλλά δε θα ακούγεται τίποτα εξόν από παράσιτα και σπασμένες φωνές ενδοεπικοινωνίας. Ήρεμες αναπνοές κατέβα στο ακτινολογικό. Χώνω το κινητό στην τσέπη. Στέκομαι, θέλω ακίνητος αλλά το μπότζι δεν αφήνει. Ξανά τα ίδια σκηνικά στην ενδοκράνια τηλεόραση, η γνωστή λο-μπάτζετ επανάληψη. Τώρα είμαι έξω απ'την κορνίζα. Κάποιου άλλου τα βρωμόχερα θα καταπιαστούν με το εργόχειρο. Οι εσωτερικές δοκιμασίες μου είναι άνευ σημασίας.

Οι ντουλάπες, οι χέστρες και η αίθουσα συναντήσεων είναι δίπλα στην πετρελαιοδεξαμενή της Q8. Η πόρτα είναι σκουριάρα και βρίσκει. Τη βοηθάμε όλοι με το πόδι, βλέπε φωτογραφία. Σκέφτομαι τον Α., είναι η σωστή στιγμή να τον σκεφτώ, ενώ είμαι με το σώβρακο με τους κάκτους και το τησέρτ με το σήμα της Έσβακτ πάνω από το αριστερό βυζί, εταιρική λατρεία στο μέρος της καρδιάς, ναι μικρή μου, ξέρω, ο καπιταλισμός βγάζει κέρδος από την αδικία. Είμαι βρώμικος και κρύος και κολλώδης, αλλά πολύ συνοφρυωμένος για νεκρός. Ο υπεύθυνος βαρδιών βάζει το χέρι του στη δεξιά μου ωμοπλάτη. Θα έρθεις την Κυριακή; -Τι ώρα; -0350. -ΟΚ.

Το ποδήλατο είναι ξαπλωμένο στο απάγκιο των μεγάλων δεξαμενών. Η σέλα έχει πετάξει ραγάδες και το αφρολέξ ρουφάει τη βροχή και όταν κάθομαι κάνει πφουίιι πφστσσ και μου βρέχει τα κωλαρχίδια. Ανηφορίζω απ'το λιμάνι, βγάζω το κινητό και βλέπω ανάμεσα στ'άλλα ένα alt vel. Ανάσα και παίρνω τηλέφωνο, να ξέρω αν είναι να πάω προς το νοσοκομείο ή προς το σπίτι. Μια γυναίκα-πέτσινος-καναπές-απ'το-σολάριουμ που καβαλάει ηλεκτρικό ποδήλατο με αναθεματίζει επειδή πηγαίνω στο ρεύμα της. -Τι έγινε; -Έκανα ακτινογραφία, δεν ήταν τίποτα. Καλά είσαι; -Εγώ γιατί να μην είμαι; Σπίτι είστε; -Ναι. -Θα φέρω λουκάνικα. -Gøl, όχι πάλι από τα φτηνά. -ΟΚ.

Ήταν επάγγελμα, τώρα είναι ίδιον του χαρακτήρα μου. Όταν τα πράγματα μοιάζουν να σκουραίνουν, το χέρι κάνει να με πιάσει, ακόμα κι αν είμαι στου διαόλου τον κώλο. Επαγγελματίας παριστάμενος. Κι όταν οι άλλοι ξεχνάνε πως είμαστε όλοι αβοήθητοι, εγώ είμαι εκεί να το θυμάμαι, και να κάνω πως βοηθάω.