© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Στη φόρα 10

“THE BODY was found
      haloed by flies—& I looked beautiful

in their thousands of eyes.
             Didn’t I?”
 
M. Wasson


Ο Μίκαελ Σ. έχει περάσει τρεις φορές σύφιλη και πέρσυ είχε γονόρροια στον κώλο. Έχει τη γυαλάδα της πολύχρονης οροθετικότητας στο πετσί και η μύτη του στάζει λεπτό ζουμί. Το κασκώλ είναι προσεχτικά διαλεγμένο για να ταιριάζει με το σακάκι και τις κάλτσες, τα παπούτσια είναι βερνικωμένα, είναι καλοντυμένος. Δεν έχει την αγελαδινή έκφραση που έχουν οι περισσότεροι, είναι εύγλωττος και αυτοκαταστροφικός. Ανάταση εκατέρωθεν.

Η μούρη μου στην κάρτα του εργαζόμενου που κρέμεται απ'τη βυζοτσέπη είναι σβησμένη από μίσος. Από κάτω φαίνεται το άσπρο πλαστικό. Ένας ανίκητος εχθρός. Μισοαναίσθητος στον καναπέ και τα σάλια σε σταθερή ροή, είμαι ξύπνιος αλλά με ακούω που ροχαλίζω, οι τραγωδίες ρουτίνας. Φαινοβαρβιτάλη και ουησκάκι σαν καλός αστός. Ο Άλμπερτ πιάνει τη λαιμόκοψη του τησέρτ. Οι μετακαρπιοφαλαγγικές και οι εγγύς φαλαγγοφαλαγγικές του μου ζουλάνε το μήλο του προπάτορος. -Γιατί; με ειλικρινή απορία. Και η γυναίκα θα του πει: -Τα ήθελες και τα'παθες κι εσύ.

Ο Μπεντ Ν. αγωνίζεται λοξά στο κρεβάτι. Αν η κατάντια είχε πρόσωπο, θα ήταν το δικό του. Τα μαλλιά και η γενειάδα γνώριμο κόκκινο σύννεφο και στη μέση ένα χαντάκι απελπισίας. Τι βλέπεις; -Ποντίκια. Παντού. Και τώρα έρχονται κι άλλοι δυο. -Τους ξέρεις; -Όχι. Τρέμει από μέσα ως τα νύχια. Γύρω το σκοτάδι γραμμές από σινική μελάνη και στο κέντρο η σκηνή από εγχειρίδιο του 1800. Σε όλες τις προηγούμενες ζωές μας ήμουν ο γιατρός του και ήταν άρρωστος απ'το ποτό.

Στο σχόλασμα βγαίνω απ'την οφθαλμολογική. Είναι πιο κοντά στα αποδυτήρια. Καπνίζω στο πλατύσκαλο. Από κάτω σέρνει το ηλεκτρικό ποδήλατό της η διευθύντρια. -Σοβαρά τώρα, καπνίζεις; -Έτσι φαίνεται. Καλό απόγευμα. -Καλό απόγευμα. Με αηδιάζει τόσο που με κάνει να θέλω να πυροβοληθώ. Εδώ έγκειται και το βραχυκύκλωμα. Θα έπρεπε να είναι: με αηδιάζει τόσο που με κάνει να θέλω να την πυροβολήσω. Το σφάλμα είναι δομικό.

Μια μαύρη τρύπα που τα εξαφανίζει όλα, ein schwarzes Loch. Ένα απίστευτο κενό, ένα πεινασμένο στόμα, μια πριαπισμένη πούτσα, ένα απλωμένο χέρι, χρεία και επιθυμία. Ο άνθρωπος σε όλη τη σκατένια δόξα του. Το αίμα σαν μικρό ξερατό από τη μύτη ίσα που προλαβαίνω το χαλί. -Κι άλλο. -Όχι άλλο. -Κι άλλο, ανάθεμα! Η γυναίκα με πιάνει απ'τη γενειάδα και μου τραντάζει το κεφάλι. Η λύσσα αραιώνει και ξαφνικά θυμάμαι, υπάρχει και κόσμος έξω από εδώ, έξω από το κρανίο, ο κόσμος: ο απογευματινός ήλιος, η ανθισμένη πασχαλιά, η αύρα από τα δυτικά, ο λαιμός της, οι ώμοι της, τα βυζιά της, τα σεντόνια, το χαλί, τα ρούχα βουνό, η θέση που μέχρι προχτές στεκόταν η ντουλάπα.

Οι γκόμενες βλέπουν τα ωραία μαλλιά και το μηρυκασμό για τέχνη και σκέφτονται θα είμαστε όπως στα βιπεράκια. Η αλήθεια είναι πάντα φανερή, αλλά το μάτι συχνά την παρακάμπτει. Η αλήθεια είναι σκουπιδερή, μελανιασμένη, βαμμένη στη γλίτσα απ'το αίμα, και με τρίχες παντού, τρίχες στο πάτωμα, σε κάθε γωνία, στο φαγητό, στις οδοντόβουρτσες, με πολλά γονατίσματα, με απουσίες και εμμονές, με τις μέρες της καταστολής που τις ακολουθούνε οι μέρες του αποπάτου. Gekauft wie besichtigt.

Την επομένη οι νευροδιαβιβαστές είναι πάντα ζαρωμένοι. Τελευταία ακούω μόνιμα το σφυγμό μου στη μια μεριά. Κάποια απ'όλες τις μικρές κρεμάλες χάλασε τη ροή στη σφαγίτιδα δια παντός. Να θυμάμαι πως είμαι ζωντανός. Τικ, τοκ, το ρολόι της καρδιάς, και χουυ το φύσημα, και τα λεπτά περνάνε, και η ποινή κονταίνει.

Διαβάζω σέρβικες συνταγές από το βιβλίο που έφερε ο Μπέρτι από το ταξίδι του, το εξώφυλλο είναι σκληρό και ματ, με στρογγυλές γωνίες, σαν να αφήνει ταλκ στα ξερά χέρια. Το ψωμί του Αγίου, η συνταγή ζητάει ένα ντεσιλίτρ wholly water, ρωτάω τη γυναίκα μου, τι πάει να πει wholly water, -Αγιασμός, λέει, όταν πιστεύεις ποιος τη γαμάει την ορθογραφία

Δεν έχω ούτε έναν λεκέ, είμαι ανθεκτικός στη λάσπη, με διατηρούνε λαμπίκο τα πλυσίματα, ο μυστικισμός του επαγγέλματος, η ιερή ενδοσκόπηση, γάντια λάτεξ και γάντια νιτριλίου, η στολή και τα ελεεινά της λάστιχα, το ύφασμα που είναι πάντα τόσο αψύ. Η ιστορία του παλιού κτιρίου, ο ξερός αέρας του χειρουργικού τομέα, το κατακάθι του υπογείου, οι φαρμακοκλέφτες και οι φαρμακαστυνόμοι, οι συγγενείς, οι ασθενείς, οι αδερφές, οι προϊσταμένες, το σινάφι το κακοσίναφο, οι τραυματιοφορείς, οι κυρίες της καθαριότητας, η μιζέρια, αυτή η διαβρωτική στάμπα της δουλειάς κρυμμένη μέσα στα καθαρά.

Είμαι κουρελιασμένος, αλλά όχι απ'έξω. Απ'έξω παίζει ακόμα βιπεράκι. Η Ίρμελιν κάθεται απέναντί μου με το μεσημεριανό της χωρίς να με ρωτήσει. Όταν με πετυχαίνει μόνο πάντα έρχεται να κάτσει κοντά. Αν έρθει και τρίτος, παίρνει το πιάτο με τα σαλατικά της και εξαφανίζεται. Την έχω δει που με κοιτάει. Έχει χαμογελαστά μάτια και τους αρέσει να ψάχνουν τα δικά μου. Έχει ψωρίαση, είναι εκείνος ο φαινότυπος με τις συρρέουσες νομισματοειδείς αλλοιώσεις που πάει πακέτο με κάποια υποκλινική ιδρωταδενίτιδα και μαλλιά που δεν ξέρουν αν θέλουν να είναι λιγδερά ή αχυρένια. Δεν έχω δει την πλάτη της αλλά εμφανίζεται σαν φωτογραφία από άτλαντα δερματολογίας στο νου μου, θέλω δε θέλω να τη δω. Είσαι πολύ ανοιχτόχρωμος για μισός Έλληνας. -Υπάρχουν και χλωμιάρηδες στο Nότο. -Σου λείπει φως, λέει, το βλέμμα αμετακίνητο, αντλεί κάποια εφηβική ευχαρίστηση από το θέαμα. Τι λόγος μου πέφτει; Δεν απαγορεύεται να χαζεύει κάποιος τις βιτρίνες.

Περνάμε τα σύνορα και ο δρόμος αλλάζει. Δεν υπάρχει φυλάκιο από Πάττμπουργκ προς Χάντεβιττ, αλλά ξέρω ακριβώς πότε δεν είναι πια Δανία ακόμα και με κλειστά μάτια. Η άσφαλτος έχει αλλιώτικη αίσθηση. Ετοιμάζεται μπόρα. Ο Μπέρτι με αφήνει έξω από την κλινική. Ώρες μετά με παραλαμβάνει εκεί που με άφησε με μπανταρισμένο αυτί. Όταν κουνάω το κεφάλι μου ακούω το αίμα που έχει λιμνάσει πίσω απ'τα γαζοταμπόνια. Du blutest, du blutest unendlich και Wie manches Blut! έλεγε ο Κριστόφ ο ωριλάς και γυρίζοντας στην άλλη μεριά με αγνώριστη φωνή Bitte absaugen, Schwester, weiter, weiter κι όσο αυτός πασπάτευε επικίνδυνα κοντά στο μυαλό μου και η νοσοκόμα έβαζε κι έβγαζε την αναρρόφηση, εμένα ίδρωνε το χέρι μου που ακουμπούσε στο πετσί του τραπεζιού, και προσπαθούσα να θυμηθώ αν ήταν μπλε ή πράσινο ή γκρι και δε γινόταν.

Ο Κριστόφ μου έδειξε το ματσαλιασμένο αυτί στο βίντεο, με ρώτησε αν ζαλίζομαι, μου έγραψε δυο συνταγές και η βλάβη επισκευάστηκε. Πήγα στο dm και μύρισα τα φτηνά αφρόλουτρα, μετά πήγα στο φαρμακείο, όταν βγήκα έξω μύριζε βροχή και όλα ήταν μούσκεμα αλλά ήταν πάλι καλοκαίρι. Στην Τορπέντοστράσε ξάπλωσα ανακουφισμένος, έστω προσωρινά. Πονούσα σαν να είχα φάει κλωτσιά μέσα στο στόμα και από την ευσταγχιανή άκουγα, μύριζα και γευόμουνα το αίμα. Η μούρη αγκριμάτσιαστη και τα ρούχα σιδερωμένα και στεγνά, η αγκράφα της ζώνης γυαλιστερή, μαλλιά χτενισμένα και βουρτσισμένα ενδελεχώς, Encre Noire και αλυσίδα στο λαιμό, βέρα χρυσή και σεβαλιές, what a catch! Μέσα το μαγαζί μπορεί να είναι άνω κάτω, αλλά η μόστρα μόστρα.

Σαβουώτ στο πατρικό

Η πίστη είναι συνειδητή. Μπαίνω στο σπίτι, χαστούκι σε αργή κίνηση η γνωστή μυρωδιά
η σκόνη στα νησιώτικα σπίτια είναι πυκνή γλυκειά και νωπή
τα ντουβάρια το ταβάνι μέσα καινούριο και έξω παλιό
οι πλάκες στο ισόγειο τα σανίδια πάνω
φωτιά στην εστία την οικογενειακή
το βάρος του χρόνου

Ο πατέρας καπνίζει στην αυλή, οι γείτονες τρέχουν το πριβέ τους Flohmarkt
το νησί είναι καταπράσινο κάθε αρμός και ευχή. Χαμηλό αεράκι
η ένθεη επαρχία η φασαρία της σιωπής η ασπίδα του νερού
κρατάω την ψυχή με τα δόντια παντού παρά εδώ
εδώ βουλιάζει στα σπλάγχνα μου
όφις ουροβόρος, τέλος, αρχή
κοινό μυστικό

Ο έξω κόσμος σταματάει στο πορθμείο. Στο νησί φτάνει μόνο μια αχλή
παλιά γερμανικά στο βιβλίο μαγειρικής μια διακριτική μενορά
τα αρχικά της μάνας μου στις πετσέτες αθώο ανάθεμα
το φάντασμά μου απ'το τότε μωρό η ματιά πονηρή
άντρας διάττων, ζενίθ και ναδίρ
ο κυνηγός σημαδεύει
ώρα για προσευχή.








Du Häuschen dort am Bergesrand,
Wo einstmals meine Wiege stand.
So jugendlich und unbeschwert,
Hier lebt‘ ich an des Vaters Herd.

Heut lauter Stimmen fremder Klang,
Wo damals mir die Mutter sang.
Ein‘ feste Burg für mich erbaut,
Wie bist du mir noch so vertraut.

Vor feindlich Welt den Schutz ich fand,
Du meine Heimat – Vaterland.
Oh Elternhaus geliebtes Heim,
Wirst nie mehr meine Zuflucht sein.

H. R. Menzel




Η πίστη είναι συνειδητή. Τη θυμάσαι όταν γονατίζεις. Η μυρωδιά του πατρικού μου με βρίσκει μόνο μια στιγμή όταν επιστρέφω και αστράφει σαν λάμα πριν τη σφαγή. Έπειτα εξαφανίζεται ως την επόμενη επιστροφή. Ο Μπέρτι είχε πει πως όλα μου τα πράγματα μυρίζουν ευγενική παλιατζούρα, ακόμα και αυτά που απέκτησα μακρυά απ'το νησί. Δεν τη μυρίζω ποτέ, μάλλον επειδή τη μυρίζω πάντα. Κάποτε ήμουν καθαρός, αυτό δεν κρατάει πολύ. Σε βρίσκει ο θάνατος και σε σημαδεύει με πυρωμένη στάμπα στο κούτελο. Τη λέρα αυτή θα την κουβαλήσεις δια βίου. Το σώμα πλένεται αλλά το σημάδι επιμένει. 1898, τα ντουβάρια με τα αόρατα αυτιά έχουν ακούσει ιστορίες κι ιστορίες. Ο αέρας αραιώνεται από τότε σταθερά με νέο αέρα, όπως το αίμα αραιώνεται με νέο αίμα σε κάθε γενιά. Η ράτσα ξεθωριάζει. Η τιμωρία είναι διαχρονική, περασμένη σαν σκυτάλη από τον έναν στον άλλον. Ο πατέρας μου κάθεται στην αυλή πίσω και καπνίζει. Η μούρη και το στέρνο του είναι ντοματιά απ'τον ήλιο. 

Εχτές έκανα διάλειμμα στη δουλειά και βγήκα να καπνίσω. Καθόμουν στο παγκάκι του πικνίκ εμπρός απ'την καντίνα. Είχε τέτοια όμορφη λιακάδα. Ο Πήτερ ο Αυστριακός, ένας αναισθησιολόγος που δουλεύει μόνιμα στα επείγοντα, ήρθε και έκατσε απέναντί μου. Άναψε τσιγάρο. Είναι απ'αυτούς που κάνουν πάντα καλαμπουράκι με τις νοσοκόμες, αλλά όχι απ'το πεσιματικό, το άλλο, του οικογενειάρχη. Έχει κίτρινα νύχια και λίγα κατσιασμένα σγουρά μαλλιά και λίγη κατσιασμένη σγουρή γενειαδίτσα. Είναι βαρύς αλλά όχι χοντρός ακριβώς. -Ήσουν στο τμήμα όταν πέθανε ο Νταν; τον ρώτησα. -Ναι. Ο ήλιος τον τύφλωνε. Εμένα με έκαιγε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. -Τώρα βλέπω τα πρακτικά του και δεν υπάρχει πια. Αυτό είναι, σκέφτομαι, μια μέρα πεθαίνεις και αυτό είναι. Το χειρότερο όμως είναι άλλο. Δυο βδομάδες πριν το περιστατικό είχαμε το καλοκαιρινό σουαρέ. Ο Νταν μας είπε πως ήταν χωρισμένος με δυο παιδιά. Όταν πέθανε, έπρεπε να πάρω τηλέφωνο τους δικούς του, σωστά; Λοιπόν, δεν ήταν ούτε χωρισμένος, ούτε είχε παιδιά. Είχε μια αδερφή στην Κοπεγχάγη με την οποία δε βλέπονταν συχνά. Αυτή μου είπε πως ήταν πολύ μόνος. Δούλευε, και όταν δε δούλευε έμενε σπίτι και έβλεπε βίντεο για ενδοσκοπήσεις. -Ο φουκαράς, είπα, γιατί δεν ήθελα να είμαι αντιδραστικός. -Ναι. Γι'αυτό εγώ έχω παιδιά. Λες θα έκανε διαφορά; Ο Νταν θα πέθαινε σαν το σκυλί στ'αμπέλι έτσι κι αλλιώς. Ήταν γραφτό.

Οι τουρίστες μαζεύονται γύρω από το εποχιακό παγωτατζίδικο στο βαγονάκι. Μια φωτογραφία στο φάρο και μια στην ακτή, το χρέος πληρώθηκε. Τους ακούω να περνάνε έξω απ'το πατρικό γελαστοί όπως τους άκουγα όταν ήμουν παιδί. Στέκομαι στο σαλόνι και προσπαθώ εις μάτην να δω το μέρος σαν να είναι η πρώτη φορά. Η μνήμη έχει βελόνες μπηγμένες τόσο βαθειά στο μυαλό μου που έχουν θαφτεί στον πουρέ, πλέον αδύνατο να τις βρω χωρίς να με σπάσω σαν αυγό. Ο πατέρας μου κάθεται στην αυλή και βλεπόμαστε από τα παράθυρα. Καπνίζει την πίπα του έξω και καπνίζω την πίπα μου μέσα. Ο πατέρας κι εγώ, στο σπίτι, στο νησί. Δε θέλω να είμαι πουθενά αλλού παρά εδώ, πάντα, για πάντα. Το μόνο μέρος που ανήκω, το μόνο μέρος που θυμάμαι καθαρός. Κι όμως χρόνια τώρα από χώρα σε χώρα, εβραίος κοσμοπολίτης, στ'αλήθεια ένας σφιχτόκωλος νομάς. Και χρόνια τώρα τα χρόνια περνούν, και χρόνια τώρα από χώρα σε χώρα ταΐζω τη νοσταλγία μου αίμα. Αυτό που με σπρώχνει να φεύγω είναι ο φόβος του θανάτου.

Οι μεγάλες μέρες, ο γενναιόδωρος ήλιος του Σαβουώτ, το φέρρυ, η θάλασσα σ'ένα κέφι ασυνήθιστο, η άμμος ζεστή, οι παπαρούνες δίπλα στο δρόμο, η βλάστηση φουντωμένη, το αμάξι στο χαλίκι του στάβλου με τις αγελάδες, οι γείτονες που τρέχουν το πριβέ τους Flohmarkt, ο φάρος, οι γλάροι, η άμπωτη, η λάσπη, το νησί, το σπίτι, ο πατέρας κι εγώ, κανένα σπουδαίο γεγονός, καμιά καταστροφή. Όλα κυλάνε όπως κυλάνε, θα φάμε μπαγιάτικο ψωμί και θα πιούμε μπύρα και θα έρθει η νύχτα και θα ακούσω τα κουτσομπολιά της γειτονιάς και θα ακούσει τα νέα του πέρα κόσμου και θα μου πει πως σε δέκα μήνες θα βγει στη σύνταξη κι αυτός, εμπνευσμένος από τον συμπέθερό του (που τον λέει έτσι με χαρά), και θα κατέβει όλο το καλοκαίρι στο Σταυρό να το περάσουνε μαζί, και θα καπνίσουμε πολύ και μετά θα κοιμηθώ στο αρχαίο μου κρεβάτι και όταν ξυπνήσω θα είναι Δευτέρα και θα βρέχει.

Erwartungsgemäß


Because you were foolish enough to love one place,
now you are homeless, an orphan
in a succession of shelters.

L. Glück 

 

Τα άπλυτα υπό μάλης



    Έχω τα άπλυτα υπό μάλης. Πηγαίνω στο κτίριο 100 της πνευμονολογικής για να τα ρίξω στο καρότσι. Το δικό μας καρότσι δεν ξέρω τι απέγινε, λείπει από τη θέση του εδώ και βδομάδες. Η χοντρή κυρία της καθαριότητας δεν είχε πληροφορίες. Ένας ταρίφας κορνάρει μια γριά που περιμένει στη γωνία και δεν τον έχει δει. Κουνάω το χέρι εμπρός από την κλειδαριά αφής. Την εγκατέστησαν όταν οργίαζε η πανούκλα για να μη χουφτώνουμε την παραδοσιακή κλειδαριά, αλλά επειδή την πιάνει η βροχή συχνά δε σε βλέπει με την πρώτη. Στέκομαι σαν σκιάχτρο και αερομαλακίζω την κλειδαριά. Η τζαμόπορτα ανοίγει, τρεχάτα βήματα. Μπαίνω στον προθάλαμο των εξωτερικών της πνευμονολογικής και μαζί μου μπαίνει και η Σουκριγιέ. Καλημεριζόμαστε τύποις ευγενικά. Με βρίσκει η ίδια αίσθηση όπως όταν βγαίνω στο διάδρομο στη δουλειά και βλέπω μια θυμωμένη ασθενή με τη θυμωμένη μάνα της και δίπλα μια απολογητική γραμματέα που με πιέζει με το βλέμμα, μόνο που τώρα φοράω ήδη πολιτικά και η Σουκριγιέ τρώει τις θυμωμένες ασθενείς και τις θυμωμένες μάνες τους για πρωινό. Κατεβαίνω τις σκάλες προς το υπόγειο, το καρότσι στέκεται ανάμεσα στις δυο πόρτες πριν το τούνελ. 
    -Θέλω ν'ακούσω γιατί το έκανες. Γιατί;
    -Εδώ;
    -Τώρα σε νοιάζει η ιερότητα του χώρου;
    -Να πετάξω τα βρώμικα τουλάχιστον.
    Τραβολογάει τα ρούχα τα ξεμπογώνει και κρέμονται σαν πατσαβούρια. Μια μπλούζα πέφτει κάτω. Τη μαζεύω, πηδάω τα τέσσερα σκαλιά που έχουν μείνει, ανοίγω την πόρτα, να το καρότσι, ξεφορτώνομαι τη μάζα και το υφασμάτινο κλαπέτο μένει ανοιχτό. Το κούτελο της Σουκριγιέ φτάνει στο επιγάστριό μου, αλλά είναι τόσο θυμωμένη που έχει γίνει τεράστια, δεν τη χωράει το μέρος, και όσο με βλέπει θυμώνει πιο πολύ και βουρκώνει από την ΑΔΙΚΙΑ. Ξέρω πως έβραζε στη σκέψη της αναμέτρησής μας όλη νύχτα, ενώ εγώ περίμενα να έρθει το πρωί να πάρω το ποδήλατο για να πάω στο φούρνο, όχι επειδή είμαι απλός αλλά επειδή είμαι πολύ απασχολημένος με τον εαυτό μου, χαμένο κορμί. 
    -Γιατί; Γιατί; Γιατί;
    Το έχει ανάγκη. Όπως έχει ανάγκη η θυμωμένη ασθενής και η θυμωμένη μάνα της να αναθεματίσουν την κλινική και το νοσοκομείο και εμένα και τις νοσοκόμες και τα φάρμακα και ό,τι άλλο βρεθεί στο δρόμο της αγανάκτησής τους. Ο Κ. Σ., ο σφίχτης ορθοπεδικός που γαμούσε η γυναίκα μου όταν ήμουν στη Νορβηγία και δεν ήταν ακόμα γυναίκα μου, μου είχε μεταδώσει τη σοφία του πριν χρόνια. Είχα αρπαχτεί με έναν επιχειρηματία άρρωστο, μια μαλακία που είχε κρατήσει βδομάδες, μας είχε μάθει όλος ο χειρουργικός τομέας. Ο Κ. Σ. έκανε κωπηλασία και ήταν η επιτομή της πραότητας. Τον είχα πετύχει να ξαπλώνει στο εξεταστικό κρεβάτι στο γιατρείο και να χαλαρώνει, πιάσαμε την κουβέντα και επί του θέματος της κόντρας με τον επιχειρηματία μου είπε: Όταν έρχονται θυμωμένοι ασθενείς, εγώ ξαπλώνω κάτω και τους αφήνω να με πατήσουν. Μετά ξεθυμαίνουν και κάνεις τη δουλειά σου.
    Πρώτα θα μου κοπεί ο κώλος και μετά θα τους αφήσω να με πατήσουν, σκεφτόμουν τότε που έπαιρνα τα πάντα κατάκαρδα. Ο καιρός αυτός έχει παρέλθει, είμαι η νέα βελτιωμένη έκδοση, παίρνω τα πάντα κατάκαρδα χωρίς διαμαρτυρία, προπονήθηκα στη γκίνια. Τότε που έχανα ό,τι είχα κληρονομήσει απ'τη μάνα μου στο χαρτάκι κάπου στο Κορδελιό ήταν ακόμα φρέσκο το τραγούδι Ο χαμένος τα παίρνει όλα, μου έσπαγε τις μπάλες και το απέφευγα, είδα το έργο και γελούσα υποτιμητικά, τι μαλακία ε; Δεν είναι για μας αυτές οι δηθενιές. Το χαρτάκι και το πλουσιόπαιδο και μια αργή πτώση, και μετά μόνος με τα σπασμένα, μόκο. Ο χαμένος παίρνει τ'αρχίδια του και ιδρώνει με το μάγουλο στα πλακάκια του μπάνιου του διαμερίσματος της οδού Β.
    -Γιατί; Γιατί; Γιατί; Ξέρεις τι έκανες; Έχεις ιδέα τι έκανες; 
και άλλες παραλλαγές στο θέμα. Δεν την πειράζει που δε μιλάω. Συνήθως πειράζει περισσότερο αν μιλήσεις, γιατί ό,τι και να πεις είναι λάδι στη φωτιά. Ξαπλώνω κάτω και την αφήνω να με πατήσει, όπως έλεγε ο Κ. Σ.. Δεν το παίρνω κατάκαρδα. Θα προτιμούσα να το είχα γλιτώσει. Είμαι κουρασμένος. Δε θα προλάβω ζεστά κρουασάν στο φούρνο. Με είχα καθησυχάσει πως αν συναντιόμασταν σε κάποιο διάδρομο, δε θα αξιωνόταν να μου μιλήσει, έπεσα έξω, δε γαμείς. Δεν είμαι εγκρατής, αυτό είναι κακό ελάττωμα. Το έγκλημα είναι άλλο. Δε χορεύω μόνος μου σ'αυτό το πανηγύρι. Η ζήλεια αφήνει ουλές και αν μαζέψεις αρκετές μετά δε φυτρώνει άλλη, όπως δε φυτρώνουνε τρίχες στο πετσί που έχει καεί. Η επιθυμία σου δεν είναι αυτό που κάνει κάποιον να σου ανήκει. Η επιθυμία του άλλου είναι που τον κάνει να σου ανήκει. Αυτό είναι το δίδαγμα της ιστορίας, αλλά η Σουκριγιέ είναι πολύ θυμωμένη για να το ακούσει, κι εγώ που το βλέπω πάει στράφι, είμαι αρχίδης εγωιστής, και πώς στην ευχή συνέβη ο Άλμπερτ να πει ψέματα, ο πατρικός Άλμπερτ που ήταν το γέλιο της ζωής της Σουκριγιέ, ο Άλμπερτ που φύτευε πανσέδες, ο Άλμπερτ και τα ροδαλά του βλέφαρα, ο Άλμπερτ που είναι τόσο καλός με τα παιδιά, δε μπορεί παρά να είναι καταστροφή, κάποιου τύπου απάτη, μια χτυκιασμένη πλεκτάνη, δε μπορεί παρά να μολύνθηκε από δόντια κοφτερά μια νύχτα που έκανε το σφάλμα να μου δείξει το λαιμό του, ΧΡΑΠ.
    Ο Άλμπερτ για μένα είναι άλλος ένας στη λίστα, αλλά της Σουκριγιέ ήταν όλος της ο κόσμος. Το '16 όταν πρωτοπάτησα στο νοσοκομείο ξεκίνησα απ'την ορθοπεδική, ακόμα δε μου είχαν δώσει κλειδί για την ιματιοθήκη, ήμουν με τα πολιτικά, ο Άλμπερτ ήταν εκεί, είχανε μια ημερίδα για τις ηγετικές προσωπικότητες και μας μοίρασαν ένα χαρτί που απαντούσες δέκα παπαριές ερωτήσεις και έβγαζες το σκορ να δεις τι κουμάσι είσαι. 
    -Τι είσαι; με είχε ρωτήσει. 
    -Μηχανή. Εσύ; 
    -Άνθρωπος.
   Σκηνή από τη βιομηχανική επανάσταση, ασπρόμαυρη ταινία, χρρ-χρρ-χρρ το ρολό και οι θεατές σιωπηλοί. Η μηχανή δουλεύει, βάρδια απογευματινή, ο εργάτης κλείνει τα μάτια μια στιγμή, αρκεί. Τα δάχτυλα στο γρανάζι, ΧΡΑΠ.
    Ο χαμένος τα παίρνει όλα.

x

Κάθομαι στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Είμαι ξεφούσκωτος σαν τρύπιος μπαλονένιος κούκλος. Χάνω την όραση από το δεξί μου μάτι. Ο χρόνος σαν ατμομηχανή. Πέφτει μια ήσυχη βροχή και τα πουλιά κελαηδούνε απ'τον κήπο. Τα πόδια μου απλωμένα, το ένα στο ξύλο το άλλο στο χαλί. Τα μαλλιά μου έχουνε μισοξαναγίνει. Η φωνή μου δε φαίνεται συχνά, αλλά ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΣΥΝΩΣΤΙΖΟΝΤΑΙ.

Το χώλαιμα μια μέρα τη φορά, το μουλάρι που σήμερα δε θέλει και το καρότσι κολλημένο στη λάσπη του Σλέσβιχ. Εκεί κείται το αίμα μου, στη λάσπη αυτή, και η λάσπη αυτή περιμένει και το κορμί μου, άλλος κανείς παρά αυτή. Σκοτεινιάζει. Είναι η καταδίκη που κονταίνει, περίεργη τιμωρία η ζωή, ασυγχώρητη η μάνα. Γιατί; Δόντια κοφτερά, ένα στόμα πηγάδι σκατοπήγαδο, δηλητήριο, το πεινασμένο στόμα, το αρπαχτικό, το αποφασισμένο χέρι στο λαιμό και μια τραχεία κομμάτια, θ'αποφανθεί ο δικαστής: ο χρόνος σαν ατμομηχανή, τα σώματα εκπίπτουν. Χάνω την όραση από το δεξί μάτι αλλά το φως μου επιμένει, το φως που είναι μέσα σου. Τα πόδια εργάζονται σκληρά, το κυνηγητό συνεχίζεται, κοίτα μπροστά, τη νύχτα στο στόμα και τρέχα. Παλάμη στον κρόταφο παρωπίδα από δω κι από κει, φίδια ποτάμια κατεβαίνουν απ'τις πλαγιές, μαλλιά σκουριά και πέντε άσπρες κλωστές μισό μέτρο μακριές, ο χαλκός οξειδώνεται, μάθε να μην περιμένεις, το τραίνο δε σταματάει πουθενά.

Βήματα στη λάσπη, πορεία μέσα στην ψιλή βροχή, σε ένα αιώνιο ξημέρωμα, σε μια μόνιμη άμπωτη, τα όστρακα κόβουν γυαλί, το αίμα μου κι η λάσπη. Μια στιγμή να πέσω στα γόνατα και να μου ευχηθώ το θάνατο, ένα μαστίγιο με βρίσκει από μέσα σαν αστροπελέκι και πάλι πάνω, το αίμα μου λάσπη. Όρθιος και προχώρα. Τα νυχτοπούλια βλέπουν από ψηλά, μια φιγούρα λασπερή που περπατάει πάνω στην ίδια της τη σάρκα, το W A T T E N από ορίζοντα σε ορίζοντα, δεν υπάρχει νησί, δεν υπάρχει ούτε πίσω ούτε μπρος παρά μόνο λάσπη και οι προσεκβολές της, το έλος ανατριχιάζει. Στρατός λασποστρατός πηγαίνει και πηγαίνει, δεν είμαι μόνος, εκατέρωθεν οι συμπολεμιστές μου πεθαίνουν το δικό τους μυστήριο μαρτύριο, και όλοι εμπρός μαρς ορδή από σκατά.

Εντός μου καίει μια φλόγα πιο δυνατή από ό,τι άλλο έχω, μια φλόγα που με λιώνει. Σώμα από ξεραμένο ξύλο, στάχτη από μέσα προς τα έξω. Τέτοια φλόγα έκαιγε και μέσα στη γυναίκα που με έφερε στον κόσμο, και όταν πήδηξε στην κρύα θάλασσα φούντωσε για λίγο σαν γιγάντια τουλίπα πριν σβήσει για πάντα αφήνοντας τους εραστές της τσουρουφλισμένους να κουβαλάνε το σημάδι είκοσι έξι χρόνια μετά, η παροδική φύση της φωτιάς και η ανθεκτική σκιά της. Μπουρλότο στα κωλολεφτά που μ'άφησε για προίκα για συγγνώμη. Ήταν πολλά και τα έπαιξα όλα, μήπως και απαλλαχτώ απ'την κληρονομιά.  Ασυγχώρητη, να με φυτέψει στην ίδια τιμωρία. Ασυγχώρητη όπως κάθε επίτοκος και κάθε μια λεχώνα. Ηλίθιο παιδί, ο μελαγχολικός κρετίνος, ένα κεφάλι όλο μαλλιά, ένα λεπτό περίεργο κρανίο, το ίδιο χαμόγελο, η ίδια απελπισία, και όπως φαίνεται μια παρόμοια γοητεία, από έρωτες παράπονο κανένα, όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη, ναι, δε θα κάνω πως δεν το ξέρω από μετριοφροσύνη, η ίδια φλόγα που με λιώνει λιώνει και αυτούς που πιάνονται στο γρανάζι, ΧΡΑΠ. Στη βράση κολλάει το σίδερο, όταν με κοιτάς με μάτια ονειροπόλα, μάτια τόσο τρυφερά, και λες Άσε με να σ'αγαπήσω η χασούρα είναι δικιά σου, εγώ είμαι μηχανή. Ξέρω έτσι πως δε θα με ξεχάσεις ως το δικό σου τέλος, και θα ζήσω σαν παράσιτο παράταση ζωής μέσα στη δική σου. Αλλά προς το παρόν πάρε ό,τι θέλεις από μένα, παρ'τα όλα, σαν καλός χαμένος.