© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Τα άπλυτα υπό μάλης



    Έχω τα άπλυτα υπό μάλης. Πηγαίνω στο κτίριο 100 της πνευμονολογικής για να τα ρίξω στο καρότσι. Το δικό μας καρότσι δεν ξέρω τι απέγινε, λείπει από τη θέση του εδώ και βδομάδες. Η χοντρή κυρία της καθαριότητας δεν είχε πληροφορίες. Ένας ταρίφας κορνάρει μια γριά που περιμένει στη γωνία και δεν τον έχει δει. Κουνάω το χέρι εμπρός από την κλειδαριά αφής. Την εγκατέστησαν όταν οργίαζε η πανούκλα για να μη χουφτώνουμε την παραδοσιακή κλειδαριά, αλλά επειδή την πιάνει η βροχή συχνά δε σε βλέπει με την πρώτη. Στέκομαι σαν σκιάχτρο και αερομαλακίζω την κλειδαριά. Η τζαμόπορτα ανοίγει, τρεχάτα βήματα. Μπαίνω στον προθάλαμο των εξωτερικών της πνευμονολογικής και μαζί μου μπαίνει και η Σουκριγιέ. Καλημεριζόμαστε τύποις ευγενικά. Με βρίσκει η ίδια αίσθηση όπως όταν βγαίνω στο διάδρομο στη δουλειά και βλέπω μια θυμωμένη ασθενή με τη θυμωμένη μάνα της και δίπλα μια απολογητική γραμματέα που με πιέζει με το βλέμμα, μόνο που τώρα φοράω ήδη πολιτικά και η Σουκριγιέ τρώει τις θυμωμένες ασθενείς και τις θυμωμένες μάνες τους για πρωινό. Κατεβαίνω τις σκάλες προς το υπόγειο, το καρότσι στέκεται ανάμεσα στις δυο πόρτες πριν το τούνελ. 
    -Θέλω ν'ακούσω γιατί το έκανες. Γιατί;
    -Εδώ;
    -Τώρα σε νοιάζει η ιερότητα του χώρου;
    -Να πετάξω τα βρώμικα τουλάχιστον.
    Τραβολογάει τα ρούχα τα ξεμπογώνει και κρέμονται σαν πατσαβούρια. Μια μπλούζα πέφτει κάτω. Τη μαζεύω, πηδάω τα τέσσερα σκαλιά που έχουν μείνει, ανοίγω την πόρτα, να το καρότσι, ξεφορτώνομαι τη μάζα και το υφασμάτινο κλαπέτο μένει ανοιχτό. Το κούτελο της Σουκριγιέ φτάνει στο επιγάστριό μου, αλλά είναι τόσο θυμωμένη που έχει γίνει τεράστια, δεν τη χωράει το μέρος, και όσο με βλέπει θυμώνει πιο πολύ και βουρκώνει από την ΑΔΙΚΙΑ. Ξέρω πως έβραζε στη σκέψη της αναμέτρησής μας όλη νύχτα, ενώ εγώ περίμενα να έρθει το πρωί να πάρω το ποδήλατο για να πάω στο φούρνο, όχι επειδή είμαι απλός αλλά επειδή είμαι πολύ απασχολημένος με τον εαυτό μου, χαμένο κορμί. 
    -Γιατί; Γιατί; Γιατί;
    Το έχει ανάγκη. Όπως έχει ανάγκη η θυμωμένη ασθενής και η θυμωμένη μάνα της να αναθεματίσουν την κλινική και το νοσοκομείο και εμένα και τις νοσοκόμες και τα φάρμακα και ό,τι άλλο βρεθεί στο δρόμο της αγανάκτησής τους. Ο Κ. Σ., ο σφίχτης ορθοπεδικός που γαμούσε η γυναίκα μου όταν ήμουν στη Νορβηγία και δεν ήταν ακόμα γυναίκα μου, μου είχε μεταδώσει τη σοφία του πριν χρόνια. Είχα αρπαχτεί με έναν επιχειρηματία άρρωστο, μια μαλακία που είχε κρατήσει βδομάδες, μας είχε μάθει όλος ο χειρουργικός τομέας. Ο Κ. Σ. έκανε κωπηλασία και ήταν η επιτομή της πραότητας. Τον είχα πετύχει να ξαπλώνει στο εξεταστικό κρεβάτι στο γιατρείο και να χαλαρώνει, πιάσαμε την κουβέντα και επί του θέματος της κόντρας με τον επιχειρηματία μου είπε: Όταν έρχονται θυμωμένοι ασθενείς, εγώ ξαπλώνω κάτω και τους αφήνω να με πατήσουν. Μετά ξεθυμαίνουν και κάνεις τη δουλειά σου.
    Πρώτα θα μου κοπεί ο κώλος και μετά θα τους αφήσω να με πατήσουν, σκεφτόμουν τότε που έπαιρνα τα πάντα κατάκαρδα. Ο καιρός αυτός έχει παρέλθει, είμαι η νέα βελτιωμένη έκδοση, παίρνω τα πάντα κατάκαρδα χωρίς διαμαρτυρία, προπονήθηκα στη γκίνια. Τότε που έχανα ό,τι είχα κληρονομήσει απ'τη μάνα μου στο χαρτάκι κάπου στο Κορδελιό ήταν ακόμα φρέσκο το τραγούδι Ο χαμένος τα παίρνει όλα, μου έσπαγε τις μπάλες και το απέφευγα, είδα το έργο και γελούσα υποτιμητικά, τι μαλακία ε; Δεν είναι για μας αυτές οι δηθενιές. Το χαρτάκι και το πλουσιόπαιδο και μια αργή πτώση, και μετά μόνος με τα σπασμένα, μόκο. Ο χαμένος παίρνει τ'αρχίδια του και ιδρώνει με το μάγουλο στα πλακάκια του μπάνιου του διαμερίσματος της οδού Β.
    -Γιατί; Γιατί; Γιατί; Ξέρεις τι έκανες; Έχεις ιδέα τι έκανες; 
και άλλες παραλλαγές στο θέμα. Δεν την πειράζει που δε μιλάω. Συνήθως πειράζει περισσότερο αν μιλήσεις, γιατί ό,τι και να πεις είναι λάδι στη φωτιά. Ξαπλώνω κάτω και την αφήνω να με πατήσει, όπως έλεγε ο Κ. Σ.. Δεν το παίρνω κατάκαρδα. Θα προτιμούσα να το είχα γλιτώσει. Είμαι κουρασμένος. Δε θα προλάβω ζεστά κρουασάν στο φούρνο. Με είχα καθησυχάσει πως αν συναντιόμασταν σε κάποιο διάδρομο, δε θα αξιωνόταν να μου μιλήσει, έπεσα έξω, δε γαμείς. Δεν είμαι εγκρατής, αυτό είναι κακό ελάττωμα. Το έγκλημα είναι άλλο. Δε χορεύω μόνος μου σ'αυτό το πανηγύρι. Η ζήλεια αφήνει ουλές και αν μαζέψεις αρκετές μετά δε φυτρώνει άλλη, όπως δε φυτρώνουνε τρίχες στο πετσί που έχει καεί. Η επιθυμία σου δεν είναι αυτό που κάνει κάποιον να σου ανήκει. Η επιθυμία του άλλου είναι που τον κάνει να σου ανήκει. Αυτό είναι το δίδαγμα της ιστορίας, αλλά η Σουκριγιέ είναι πολύ θυμωμένη για να το ακούσει, κι εγώ που το βλέπω πάει στράφι, είμαι αρχίδης εγωιστής, και πώς στην ευχή συνέβη ο Άλμπερτ να πει ψέματα, ο πατρικός Άλμπερτ που ήταν το γέλιο της ζωής της Σουκριγιέ, ο Άλμπερτ που φύτευε πανσέδες, ο Άλμπερτ και τα ροδαλά του βλέφαρα, ο Άλμπερτ που είναι τόσο καλός με τα παιδιά, δε μπορεί παρά να είναι καταστροφή, κάποιου τύπου απάτη, μια χτυκιασμένη πλεκτάνη, δε μπορεί παρά να μολύνθηκε από δόντια κοφτερά μια νύχτα που έκανε το σφάλμα να μου δείξει το λαιμό του, ΧΡΑΠ.
    Ο Άλμπερτ για μένα είναι άλλος ένας στη λίστα, αλλά της Σουκριγιέ ήταν όλος της ο κόσμος. Το '16 όταν πρωτοπάτησα στο νοσοκομείο ξεκίνησα απ'την ορθοπεδική, ακόμα δε μου είχαν δώσει κλειδί για την ιματιοθήκη, ήμουν με τα πολιτικά, ο Άλμπερτ ήταν εκεί, είχανε μια ημερίδα για τις ηγετικές προσωπικότητες και μας μοίρασαν ένα χαρτί που απαντούσες δέκα παπαριές ερωτήσεις και έβγαζες το σκορ να δεις τι κουμάσι είσαι. 
    -Τι είσαι; με είχε ρωτήσει. 
    -Μηχανή. Εσύ; 
    -Άνθρωπος.
   Σκηνή από τη βιομηχανική επανάσταση, ασπρόμαυρη ταινία, χρρ-χρρ-χρρ το ρολό και οι θεατές σιωπηλοί. Η μηχανή δουλεύει, βάρδια απογευματινή, ο εργάτης κλείνει τα μάτια μια στιγμή, αρκεί. Τα δάχτυλα στο γρανάζι, ΧΡΑΠ.
    Ο χαμένος τα παίρνει όλα.

x

Κάθομαι στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Είμαι ξεφούσκωτος σαν τρύπιος μπαλονένιος κούκλος. Χάνω την όραση από το δεξί μου μάτι. Ο χρόνος σαν ατμομηχανή. Πέφτει μια ήσυχη βροχή και τα πουλιά κελαηδούνε απ'τον κήπο. Τα πόδια μου απλωμένα, το ένα στο ξύλο το άλλο στο χαλί. Τα μαλλιά μου έχουνε μισοξαναγίνει. Η φωνή μου δε φαίνεται συχνά, αλλά ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΣΥΝΩΣΤΙΖΟΝΤΑΙ.

Το χώλαιμα μια μέρα τη φορά, το μουλάρι που σήμερα δε θέλει και το καρότσι κολλημένο στη λάσπη του Σλέσβιχ. Εκεί κείται το αίμα μου, στη λάσπη αυτή, και η λάσπη αυτή περιμένει και το κορμί μου, άλλος κανείς παρά αυτή. Σκοτεινιάζει. Είναι η καταδίκη που κονταίνει, περίεργη τιμωρία η ζωή, ασυγχώρητη η μάνα. Γιατί; Δόντια κοφτερά, ένα στόμα πηγάδι σκατοπήγαδο, δηλητήριο, το πεινασμένο στόμα, το αρπαχτικό, το αποφασισμένο χέρι στο λαιμό και μια τραχεία κομμάτια, θ'αποφανθεί ο δικαστής: ο χρόνος σαν ατμομηχανή, τα σώματα εκπίπτουν. Χάνω την όραση από το δεξί μάτι αλλά το φως μου επιμένει, το φως που είναι μέσα σου. Τα πόδια εργάζονται σκληρά, το κυνηγητό συνεχίζεται, κοίτα μπροστά, τη νύχτα στο στόμα και τρέχα. Παλάμη στον κρόταφο παρωπίδα από δω κι από κει, φίδια ποτάμια κατεβαίνουν απ'τις πλαγιές, μαλλιά σκουριά και πέντε άσπρες κλωστές μισό μέτρο μακριές, ο χαλκός οξειδώνεται, μάθε να μην περιμένεις, το τραίνο δε σταματάει πουθενά.

Βήματα στη λάσπη, πορεία μέσα στην ψιλή βροχή, σε ένα αιώνιο ξημέρωμα, σε μια μόνιμη άμπωτη, τα όστρακα κόβουν γυαλί, το αίμα μου κι η λάσπη. Μια στιγμή να πέσω στα γόνατα και να μου ευχηθώ το θάνατο, ένα μαστίγιο με βρίσκει από μέσα σαν αστροπελέκι και πάλι πάνω, το αίμα μου λάσπη. Όρθιος και προχώρα. Τα νυχτοπούλια βλέπουν από ψηλά, μια φιγούρα λασπερή που περπατάει πάνω στην ίδια της τη σάρκα, το W A T T E N από ορίζοντα σε ορίζοντα, δεν υπάρχει νησί, δεν υπάρχει ούτε πίσω ούτε μπρος παρά μόνο λάσπη και οι προσεκβολές της, το έλος ανατριχιάζει. Στρατός λασποστρατός πηγαίνει και πηγαίνει, δεν είμαι μόνος, εκατέρωθεν οι συμπολεμιστές μου πεθαίνουν το δικό τους μυστήριο μαρτύριο, και όλοι εμπρός μαρς ορδή από σκατά.

Εντός μου καίει μια φλόγα πιο δυνατή από ό,τι άλλο έχω, μια φλόγα που με λιώνει. Σώμα από ξεραμένο ξύλο, στάχτη από μέσα προς τα έξω. Τέτοια φλόγα έκαιγε και μέσα στη γυναίκα που με έφερε στον κόσμο, και όταν πήδηξε στην κρύα θάλασσα φούντωσε για λίγο σαν γιγάντια τουλίπα πριν σβήσει για πάντα αφήνοντας τους εραστές της τσουρουφλισμένους να κουβαλάνε το σημάδι είκοσι έξι χρόνια μετά, η παροδική φύση της φωτιάς και η ανθεκτική σκιά της. Μπουρλότο στα κωλολεφτά που μ'άφησε για προίκα για συγγνώμη. Ήταν πολλά και τα έπαιξα όλα, μήπως και απαλλαχτώ απ'την κληρονομιά.  Ασυγχώρητη, να με φυτέψει στην ίδια τιμωρία. Ασυγχώρητη όπως κάθε επίτοκος και κάθε μια λεχώνα. Ηλίθιο παιδί, ο μελαγχολικός κρετίνος, ένα κεφάλι όλο μαλλιά, ένα λεπτό περίεργο κρανίο, το ίδιο χαμόγελο, η ίδια απελπισία, και όπως φαίνεται μια παρόμοια γοητεία, από έρωτες παράπονο κανένα, όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη, ναι, δε θα κάνω πως δεν το ξέρω από μετριοφροσύνη, η ίδια φλόγα που με λιώνει λιώνει και αυτούς που πιάνονται στο γρανάζι, ΧΡΑΠ. Στη βράση κολλάει το σίδερο, όταν με κοιτάς με μάτια ονειροπόλα, μάτια τόσο τρυφερά, και λες Άσε με να σ'αγαπήσω η χασούρα είναι δικιά σου, εγώ είμαι μηχανή. Ξέρω έτσι πως δε θα με ξεχάσεις ως το δικό σου τέλος, και θα ζήσω σαν παράσιτο παράταση ζωής μέσα στη δική σου. Αλλά προς το παρόν πάρε ό,τι θέλεις από μένα, παρ'τα όλα, σαν καλός χαμένος. 

Dinestrup Strand

Your gods in my hands
totems of salt and the end

your keen eye behind my lens
jealous of my women but never of my men

the wind lingers by the foredune at Dinestrup Strand
a sheltered little patch of sand

your boiling blood, your seeking heart
your brave lungs, your patient guard

my freediving muse
up for a breath
down for a glance
hell, what a dance

I stand by your can't-leave-behinds
you stand by my can't-press-forwards

a still war that will never be won
but don't say it hasn't been fair

give me your crabs
I'll pass them along.



Es liegt im Blute



A bow-shot from her bower-eaves,
he rode between the barley-sheaves,
the sun came dazzling thro' the leaves,
and flam'd upon the brazen greaves
       of bold Sir Lancelot.
A red-cross knight for ever kneel'd
to a lady in his shield,
that sparkled on the yellow field,
       beside remote Shalott.

Tennyson

+

 I am in blood
stepp'd in so far, that, should I wade no more
returning were as tedious as go o'er

Shakespeare

Angles morts

Ο θάνατος είναι αδιάκριτος. Βήμα ταχύ και ιδρωμένα μαξιλάρια, από θάλαμο σε θάλαμο, το φίδι του οξυγόνου απ'τα ντουβάρια και η κάπνα σε όλες τις γωνίες. Τα παραβάν της συμφοράς με τις ροδούδες που τσιρίζουν, τα κυριακάτικα καλά των πεθαμένων και η ανθοδέσμη στο χέρι αφότου υποχωρήσει η νεκρική ακαμψία. Οι ρυτίδες έρχονται να προσευχηθούνε γύρω από τα μάτια, οι σημαδεμένοι της ετοιμότητας. Στην κλειστή κάστα των εξεταστηρίων ανθίζουν οι κοινοτοπίες, οι συνάδερφοί μου κρέμονται από μια κλωστή θρησκείας και μια κλωστή τεκνογονίας που έχουν δεθεί σε εύθραυστο κόμπο, και ο αέρας που μας φυσάει όλους είναι ο αέρας του θανάτου, οι κλανιές της σάπιας κωλότρυπας, και η βροχή που μας ραίνει είναι τα ζουμιά από τις άδειες κόγχες και τα ρουθούνια με τις κρούστες. Όλα είναι αμφιθεατρικά στην ιατρική, τα αγκομαχητά, τα κλάματα και τις λιτανείες τις ακούμε ανεξαιρέτως όλοι, απ'την υπόγα ως τα παρκεταρισμένα γραφεία των γιάπηδων που το παρακάνουν με το αφτερσέηβ, όλα είναι αμφιθεατρικά στην ιατρική, όλοι βλέπουμε πάνω από τον ώμο του αλλουνού, ουδέν κρυπτόν, ουδέν μεμπτόν, κι όμως κάθε σκαλί και μυστικό, κάθε πόρτα και ιστορία με χαμηλή φωνή, κουτσομπολιό και λοξές ματιές, μην και δεν είναι όλοι πανομοιότυπα ψωμάκια στη γραμμή παραγωγής, γιατί στο τέλος του ιμάντα περιμένουν οι σακούλες και είναι όλες κομμένες ίδιες με τη στάμπα του Schulstad ή του Kohlberg.

Η φύση δεν είναι αξιοπρεπής. Οι σκηνές επαναλαμβάνονται σε παραλλαγές. Στεκόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον εμπρός από τους ανοιχτούς φωριαμούς. Δε θα αποφοιτήσουμε ποτέ, η παθολογία είναι ισόβιο αντικείμενο. Στη μέσα μεριά της πόρτας του φωριαμού του είναι κρεμασμένη η ζωγραφιά ενός σπιτιού με stråtag και η φωτογραφία του ακριβού του Pinarello. Κουμπώνω το πουκάμισο από κάτω προς τα πάνω, όλη τη διαδρομή ως το γιακά που είναι αφετηρία και τέρμα, βούρτσα στα μαλλιά και χτένα στη γενειάδα, καθαρά μάγουλα, μάτια χωρίς τσίμπλες, αλλά η σάρκα είναι αδιάκριτη, τα χείλια είναι ξεπετσιασμένα, το στόμα η πρόσθια κωλότρυπα η πόρτα της νυχτός, δεν ξεγελιόμαστε, δεν παίζουμε κρυφτό, τα δόντια μου βρίσκουνε στα δόντια του και ακούγονται μικρά τακ, η σάρκα δεν ξέρει από ντροπές και τη σφίγγουνε τα σκοινιά της σχολής του καθωσπρέπει και τα βυζιά της ζουλιούνται και μελανιάζουν και οι ευκοινώνητοι τον παίζουνε πυρετωδώς με αυτό το γελοίο μποντάζ, η επιταγή είναι σαφής, η κτηνωδία, το σκάνδαλο, όλα χορεύουν γύρω απ'τις αρμονικές της πείνας και της δίψας, λέει Σ'ευχαριστώ σαν να ονειροπολεί, δεν καταλαβαίνω γιατί μ'ευχαριστεί, το λέει συχνά τελευταία, με πλησιάζει να με φιλήσει, γυμνώνω τα δόντια μου σαν σκύλος και τα χτυπώ στα χείλια του, στα δόντια του, δαγκώνω το στόμα του, η αρμύρα του αίματος είναι ρεύμα, τα νεύρα είναι χαλκός, από το αγγείο στο μυαλό με το σούσουρο της απώλειας της παλιάς τηλεφωνογραμμής, αγκαλιά, μπουνίδι, τράβηγμα και σπρώξιμο, λέω Θέλω να σε λιώσω, είμαστε πίθηκοι, τα πουκάμισα είναι για τη μόστρα, θέλω να τον πονέσω, να χώσω τα δάχτυλά μου στην καρδιά του και ν'ανακατέψω το αίμα του, ξυρισμένος ευλαβικά σε κάθε ίντσα της μούρης του, νύχια κομμένα βαθιά, όπως τον βλέπω δια της αφής με γυρίζει μέσα έξω, ντύνομαι τις σκέψεις μου, τα αρχίδια σκαρφαλωμένα στην πύελο, η πούτσα μου παλεύει με τη ζώνη, δεν ξεχωρίζω το σάλιο μου απ'το σάλιο του, τώρα γνωριζόμαστε αρκετά καλά.

Κοιτάζω τον κόσμο αφ'υψηλού όταν το μουλάρι της υπέρβασης καταφέρνει να σταθεί στα καλαμένια ποδαράκια του. Κάτω η μούργα ανάγαπη κι εγώ χρισμένος γίγαντας στη βερνικωμένη σέλα με ένα μάτσο χαίτη ανάμεσα στα δάχτυλα, velvidende πως η σάρκα μου δουλεύει ακούραστα εναντίον μου, οπλισμένη με ένα γκασμαδάκι αρχαιολόγου με σκοτώνει λίγο λίγο, το λερό κορμί είναι πατσαβούρι εξόν από όταν στήνεται με τα ρεγκάλια του έρωτα απάνω στο μουλάρι που το έχουνε λαδώσει και το έχουν πεταλώσει τα ένστικτα, και από αυτό το λιγδοπατσάβουρο φυτρώνει ένα λεπτό φως σαν ηλιαχτίδες μέσα στο νερό πριν τις καταπιούν τα βάθη, έτσι γίνεσαι θεός, έτσι ακριβώς. Όλα τα άλλα είναι σκατά: ο Γκέοργκ ο Βερολινέζος που δίπλα μου στο διατμηματικό για τους καρκινοπαθείς είπε χαλαρά Το θέμα με τη θεραπεία του καρκίνου είναι πως πρέπει να εκτιμούμε εάν ο ασθενής αξίζει τα λεφτά της θεραπείας, και να αποφασίζουμε για μη θεραπεία όταν δεν τα αξίζει, γιατί αλλιώς πάνε χαμένα, είναι πολλά λεφτά, ο τσευδός Χένρικ που είχε πάει με τη μαλτεζογυναίκα του στην κλινική υποβοηθούμενης αναπαραγωγής μόνο και μόνο για να τους ενημερώσουν πως η γυναίκα ήταν ήδη γκαστρωμένη με το τέταρτο που τόσο είχε αργήσει και είχαν πιστέψει πως είχε πάθει υπογονιμότητα μετά από τα τρία πρώτα, ο Άλλαν με τις αρχές καράφλας που κυκλοφορεί περήφανος σαν καρδινάλιος και συζητάει με τη Σούζαν με τη φιδίσια μούρη για τους ταλαντούχους γιους τους με τα σπάνια ονόματα, η Χέλλε ο πατσάς και οι τίτλοι της, σκατά, σκατά, σκατά. Έτσι παίζεις το θεό, και αν είσαι τυχερός, ο Θεός σε βλέπει και γελάει, όπως και να'χει μένεις εκεί πατσαβουριάρης και ασήμαντος στον πάτο, αυτάρεσκος, ηλίθιος και άδειος, να παραφυλάς σαν κατινούλα πίσω από τους φωριαμούς για να δεις αν ισχύουν αυτά που λένε στα ΤΕΠ για τον υπεύθυνο της ανάνηψης και τον υπεύθυνο του τραύματος, το σημείο τομής, medicina e chirurgia, ποτέ σου δε θα καταλάβεις, ποτέ.

Η φωτιά των ζωντανών μπορεί να είναι τόσο πολύ κομψή, η μελέτη της παθολογίας γίνεται αλλωστε στη σιωπή. Τα κουμπιά κάπως ζεστά σαν φιλντισένια και τα πουκάμισα σφαλίζουν, τα ρούχα φρεσκοπλυμένα ντύνουν με το σάβανο της δυτικής υπεροχής ό,τι θα θύμιζε απολίτιστους αγρίους, και είμαστε οι δόκτωρ και δόκτωρ τάδε, και όταν κλείνει πίσω μας η βαριά πόρτα της εισόδου 136 είμαστε περαστικοί στη Σόνρε Μπουλεβάρ και μετά δεν είμαστε κανένας για κανέναν παρά για εμάς, ο κόσμος γυρίζει πλευρό και δε φάνηκε ούτε σπίθα, ο Θεός κρύβεται στο ρουμπινί αυγό στη μοναχική φωλιά στο θάμνο μες στο χιόνι, ο Θεός κρύβεται στο λάπις των ματιών σου όταν χύνεις, ο Θεός κρύβεται στη μια σταγόνα αραιό αίμα που ανατέλλει από τα χάρτινα χείλια μόλις με κάνεις να χαμογελάσω, ο Θεός κρύβεται στην ανάσα που κρατάς, στο φαλάγγι που αρνείσαι να σκοτώσεις, σε ό,τι δεν ομολογείς, σ'εκείνα που πονάνε ταυτόχρονα και όχι, ο Θεός κρύβεται στο μου λείπεις, Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΡΥΦΟΣ. Οι αγωνίες με κάλτσες και τα πρόσωπα που δεν ομολογούν, ήσυχα βήματα στο σαλονάκι την πιο μικρή μας ώρα, επίμονοι επισκέπτες επίμονοι εφιάλτες, πάλι δίπλα σ'εκείνο το καταραμένο κρεβάτι στα επείγοντα στο MODT. 7 και τα πάντα σίγουρα χέρια μου να τρέμουν γύρω από ένα νυστεράκι που πέφτει και ξαναπέφτει και ξαναπέφτει, πάλι μια τρίχα απ'την Αννουντσιάτα και εκείνο το φιλί που μου πήρε την ψυχή και μετά τα πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα να τρέχουν σε ένα λογαριθμικό κοντέρ κι ο κόσμος να απλώνει και ν'απλώνει και ν'απλώνει, η δοκιμασία είναι εδώ, δεν υπάρχει άλλη κόλαση, δε θα'ρθει άλλη κρίση: η φάρσα της αγάπης που είναι σαν κοφτερή πέτρα του νεφρού, κατουροδιαμάντι, αθάνατη και ανένδοτη και εγκλωβισμένη μέσα σε θνητά κορμιά που τα γαζώνει η δειλία, ο κόσμος γυρίζει πλευρό και δεν έγινε και κάτι, κάποιος ξαπλώνει ήσυχος σα να κοιμάται, αόρατοι επισκέπτες, αόρατοι εφιάλτες, και φτάνει ανεξαιρέτως το πρωί και το κατρακύλι προχωράει, η κατουρόπετρα γρανάζι γυρνάει και σκίζει τα πάντα από μέσα, κανείς δε θα μπορούσε να μαντέψει, μια φωτιά ήσυχη, κομψή και αβαρής, όπως ο θάνατος που έρχεται με τα αραχνοδάχτυλά του και τσεπώνει τον γέρο στον τετράκλινο και δεν το παίρνει κανείς πρέφα ως την ώρα της επίσκεψης την επομένη, αλλά το κακό έχει γίνει.

Θυμήσου τις νεκρές γωνίες
εκεί συμβαίνουν ιστορίες στα κρυφά
κι ώσπου να τις δεις είναι πολύ πολύ αργά

ξυπνάς είσαι εκτελεσμένος κι αγαπάς
κι ο θάνατος είναι καταστροφή.

ANGLES MORTS 


(to be continued)

Νangiarneq

Καρδιά από νήμα 
βόμβος των μεδουσών
πλοκάμια παλλόμενο φως

στη μνήμη αυτών
αίμα σαν ρεύμα στα γυάλινα παρασόλ
περαστικοί, αδύναμοι και ήδη ξεχασμένοι

λάδι με λάδι, δόντια οχυρό
στην ουρά της αρρώστιας το όραμα
το ανελέητο χέρι του χρόνου

στη μνήμη αυτών
που διάλεξαν τη θάλασσα
καρδιά από νήμα

κρικόδεσμος στο κέντρο
όσο φερμάρει η ομίχλη
τόσο σφίγγει η θηλιά