© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Intermezzo

Δε βρίσκω ρούχα στο νούμερό μου στην ιματιοθήκη. Παίρνω τα λαρζ που με κάνουν να μοιάζω με πολύ πεινασμένο σκιάχτρο χωρίς πλάτη, αλλάζω στα γρήγορα και ανεβαίνω στα εξωτερικά. Κάποιος με αρπάζει απ'τον αγκώνα στις σκάλες μεταξύ δεύτερου και τρίτου.
-Πρέπει να σου μιλήσω.
-Τι έγινε;
-Πού ήσουν τρεις μέρες;
-Αναρρωτική.
-Γιατί; Κάτι σοβαρό; Είσαι άρρωστος;
-Όχι. Αυτό ήθελες να μάθεις;
-Σε χρειάζομαι.
-Στα ΤΕΠ;
-Παντού.
Έχω το ένα πόδι στο πλατύσκαλο, το άλλο δυο σκαλιά πιο πάνω και είμαι σε μια αστεία παύση κίνησης. Αυτός στέκεται στο πλατύσκαλο λίγο πιο κάτω. Πρόσωπο με πρόσωπο και κάπως σταυρωτά. Ακούω απ'το ισόγειο η πρωινή ενημέρωση έχει τελειώσει και οι άλλοι αρχίζουν να ανεβαίνουν προς τα πάνω.
-Ξέρω πως έχεις γυναίκα. Έχω κι εγώ τώρα μια φίλη, μετά από χρόνια.
Τον αγκαλιάζω σφιχτά, κι αυτός εμένα. Μου ζουλάει όλο τον αέρα απ'τα πνευμόνια. Γύρω μας γνωστοί συνάδερφοι μας προσπερνάνε ανεβαίνοντας για τις κλινικές που βρίσκονται στον τρίτο και τον τέταρτο ρίχνοντας ματιές δικαίως.
-Θα περάσει. Κάνε υπομονή.
Με φιλάει αργά στο μάγουλο.
Και ο καθένας στο πόστο του.

/

Το βράδυ ξυπνώ λούτσα στον ιδρώτα. Ανακάθομαι λαχανιασμένος. Έχω μπερδευτεί. Δε μπορώ να θυμηθώ αν αυτό ήταν γεγονός ή με ταλαιπώρησε μες στο κεφάλι μου. Μια φωνή από δίπλα μου λέει μαλακά
-Ησύχασε. Εδώ είμαι.
Ξαπλώνω προσεκτικά στο πλάι χωρίς να δω σε ποιον ανήκει. Ένα χέρι με τραβάει κοντά, και μένει γύρω μου. Αποκοιμιέμαι γρήγορα και δεν ξαναξυπνώ.

Περί θεραπειών




Περί θεραπειών

Χαμόγελο απ'άκρη σ'άκρη
το χώμα ξεδιψά

μια τρύπα στον ουρανίσκο
αρχαία τοιχογραφία στο υδρόχρωμα

η χορεία του απαγχονισμού
βαθιά στη νύχτα

ασθενές ολοσυστολικό φύσημα
δροσερή αύρα θαλασσινή

κάποια εστενωμένη μιτροειδής
κάποια ανεπαρκής

μια αργή ήσυχη φθίση.
Υπομονή. Υπομονή.

Ο Θεός δουλεύει το δρεπάνι




Κανείς δε δίνει μία

Οι μέρες διαδέχονται η μια την άλλη και όλες μαζί λιώνουν προς πουρέ και δεν ξέρω πότε ήταν χτες πότε είναι σήμερα. Κοιμάμαι σε ώσεις των σαράντα λεπτών, δουλεύω νύχτα μέρα, Σάββατα και Δευτέρες, γιορτές και αργίες, οχτάωρα, δεκάωρα, δεκαεπτάωρα και σαρανταοκτάωρα, σε ταχύ κυλιόμενο όπως το έχει βαφτίσει το τμήμα ανθρώπινου δυναμικού, όπερ σημαίνει σπαστικά εναλασσόμενο, από μακρύ νυχτέρι σε νούμερο γερμανικό και πάλι πίσω. Απ'το μισθό που είτε γράψεις νύχτα είτε γράψεις μέρα είναι σταντέ, παίρνω ένα καλό σαράντα τα κατό χωρίς γκρίνια, τα υπόλοιπα τα παίρνει η εφορία για το κοινωνικό κράτος, κατά κύριο λόγο για να πληρώνει αποκλειστικούς παιδαγωγούς για εξηνταπεντάχρονους καθυστερημένους που δεν έχουν δει ποτέ μέρα έξω από το κρεβάτι τους, για τους πολυάριθμους ντόπιους που είναι πολύ αγχώδεις για να δουλέψουν οπότε βγαίνουν σε πρόωρη σύνταξη στα εικοσιδυό τους, για να ληστεύει τους πρόσφυγες από τα χρυσαφικά τους και να χρηματοδοτεί φυλακές σκουρόχρωμων μεταναστών, διότι είναι ακριβή ενασχόληση η κοινωνική πρόνοια άμα την εφαρμόζεις φορώντας τσίγκινο βρακί. Οι άνθρωποι αρρωσταίνουν και μ'αρρωσταίνουν. Η συναδερφική αλληλεγύη είναι ένα αστείο που λέω στον εαυτό μου για να γελάμε όταν κατουράω στο ελικοδρόμιο περιμένοντας να παραλάβω τη διακομιδή απ'την πλατφόρμα στ'ανοιχτά. Το κρύο είναι διουρητικό.

Σήμερα ξέχασα το δίπλωμα οδήγησης στην τσέπη των μπλε. Είχα ποδηλατίσει ήδη ένα τέταρτο προς το σπίτι υπό βροχήν όταν το θυμήθηκα. Έπρεπε να γυρίσω να το πάρω. Τα μπούτια μου ήταν κουρασμένα. Η επιστροφή πήρε ένα μισάωρο, σε κάθε πεταλιά έπρεπε να με εμψυχώνω. Ουφ και ουφ σαν χοντρός ασθματικός. Πέτυχα έναν Βιετναμέζο εμπρός στην κλειδωμένη είσοδο των εξωτερικών. Έμοιαζε με πρεζάκι, αλλά δεν ήταν αυτό, ήταν η φυματίωση. Τι θες; Είναι κλειστά. -Θέλω τα φάρμακά μου. -Δεν έχει τώρα, να'ρθεις αύριο. -Δε μπορώ, δεν έχω λεφτά. Μπήκα και τον έμπασα κι αυτόν. Εδώ οι γιατροί δεν έχουμε πρόσβαση στις φαρμακαποθήκες και στα φαρμακοψυγεία, γιατί για χρόνια πρεζωνόμασταν. Φώναξα μια νοσοκόμα απ'την κλινική. Πήρα το δίπλωμα οδήγησης απ'το φωριαμό στην άκρη του διαδρόμου και την άκουσα που έλεγε στο Βιετναμέζο να έρθεις αύριο, τώρα είναι κλειστά και δε μπορώ να σε εξυπηρετήσω. -Δε σε φώναξα για να τον ξαποστείλεις, τον ξαπόστελνα κι εγώ. -Μα γιατρέ, ξέρετε πως δεν επιτρέπεται εκτός των ωρών λειτουργίας.

Κρέμασα ένα τσιγάρο στο στόμα και έφυγα. Είχα να μαζέψω μπουτοκουράγιο για το δρόμο. Αυτό είναι το ΣΥΣΤΗΜΑ. Έχει ώρες λειτουργίας μόνο για τους βολεμένους, που πάνε σπιτάκι τους μόλις το ρολόι δείξει 1500 εξόν Παρασκευής, που όλες οι ανατομικές καρέκλες έχουν αδειάσει απ'τις 1400 για οικογενειακούς λόγους, έχει ώρες λειτουργίας βαρύνουσας σημασίας αποκλειστικά και μόνο για να βολεύει τους ήδη τρυφερόβυζους και να ξεβολεύει εκείνους που τους έχει έτσι κι αλλιώς χεσμένους. Σε αρπάζει απ'τις τιράντες, σε σέρνει κωλαρηδόν σ'ένα ξεχασμένο αποθηκάκι, σου κολλάει τη μούρη στο σπασμένο μωσαϊκό και σε πατάει με το άρβυλο ώσπου να φτύσεις 32 δόντια. Και το κτίριο έχει αναρίθμητα ξεχασμένα αποθηκάκια, κάθε ένα κι από έναν τσαλαπατημένο, και στη μόστρα έχει ένα Μεηντάνο*, μια τράπεζα και ένα νυχάδικο, και εκεί αράζουν οι σωστοί του κόσμου, και κανείς δε δίνει μία.


Αυτοπαρατίθεμαι:


ΠΑΣΧΩΝ
(μανιφέστο)

Τα σκοτάδια των ανεξερεύνητων δασών
τα φίδια τους, η χολέρα, οι πυρετοί
κάθε κλήμα και μια κρυφή μας καταδίκη
κάθε πιθήκι που χαμογελά τέσσερεις λάμες δόντια

η σιωπή θανάτου της άπνοιας η σιωπή
το κύλισμα το στάλαγμα το αίμα
ο ίκτερος λιακάδα, η φθίση διαδοχή των εποχών
η απέραντη ομορφιά στα δυσδιάκριτα κορμιά

ιδρώτας στην εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών
ένα μελαχροινό βλέμμα όλο λάμψη ένα δέρμα όλο χρυσό
εστάδου πορτουγκές ντα ίντια νέα στέμματα για παλιά κεφάλια
σταφύλια χάντρες αλεξανδρίτη καταμεσιού Γενάρη

νόμος του Γιέντε, ευμάρεια και αρετή
η έπαρση των αποικιοκρατών συν Θεώ και φιλιόκβε
ο φόβος για τη μεσοποτάμια αναρχία, τις τιμωρίες της ερήμου
τα ανελέητα καλοκαίρια, η ξεδιαντροπιά, η σκληρή γη

ποιος είναι τελοσπάντων στο κουπί;
από τη γάστρα ανεβαίνει μια μπόχα ιστορική
εβραίοι Ινδοί και μουσουλμάνοι απολίτιστοι μελαμψοί
κάποιος ψάχνει πάλι να δει ποιος στάζει σάπιο αίμα

αλλά δεν είμαστε εμείς
contre vents et marées

είστε εσείς, οι καθαροί




*Μεηντάνο: Μακντόναλντς στα κερκυροαμερικάνικα

Pet the moss, the soft moss

Δυο μοναχικές παπαδίτσες σφυρίζουν στερεοφωνικά. Η άμπωτη είναι στο ζενίθ της, τα νερά είναι έξω, ακούγεται το απόκοσμο θρόισμα του βυθού που τραβάει το σεντόνι απ'την ακτή. Δεν έχω ξυπνήσει ακόμα. Πιθανώς να μην ξυπνήσω και ποτέ, έτσι που πάει το πράγμα. Πριν μια τετραετία περίπου έπαιξα και έχασα μισό μύριο στα χαρτιά, και ούτε τότε το άκουσα το ξυπνητήρι. Δεν άλλαξαν πολλά, μα ξαφνικά η δουλειά έγινε αναγκαίο κακό - και τότε μες στο μόνιμο λήθαργό μου, δουλεύοντας άρχισα να κουράζομαι. Μεγάλωσα κάτι παραπάνω από ευκατάστατος δίπλα σε μαρμάρινο τζάκι, άργησα να πάρω είδηση πόσο κοστίζει ένας μισθός και πόσο μια χασούρα. Ως τα είκοσι μ'έλεγαν παιδάκι, έπειτα κάποιος μ'άρπαξε απ'τις βάτες και με κρέμασε με μανταλάκια από ένα απροσδιόριστο προσωπείο αντρός για μια δεκαετία, αλλά μέσα, μέσα γινόταν ο κακός χαμός. Τώρα σα να έκοψε ο αέρας που ίσιωνε τις μπούκλες των προβάτων, δε βλέπω ακόμα τίποτα, είναι η αργή ώρα που κατακάθεται το ντουμάνι. Κοίτα εμπρός σου, τι κοιτάς όλο κάτω εβραιόπαιδο κέρματα ψάχνεις; αυτή ήταν η γιαγιά όταν πηγαίναμε στο φούρνο τα πρωινά. Δε διορθώθηκα, ακόμα περπατώ με το κεφάλι κάτω, κυρίως γλιτώνω τα σκατά, δυο τρεις φορές το μήνα τιμώ τον τίτλο μου και βρίσκω κι από κάνα δεκαράκι. Οι άνθρωποι περνώντας από κοντά σου σε παλιώνουν, ο χρόνος δε μετράει άλλο παρά αυτούς. Σήμερα στο Μάρμπαικ ποδαράτος απ'το δάσος φτάνω στην ακτή, βλέπω τον ήλιο επιτέλους κατάφατσα, με λούζει και με κάνει μαγικό με πορτοκαλί φωτοστέφανο, μια ώρα δρόμος με το κεφάλι κάτω, και ξαφνικά είμαι ψηλός, η γη απομακρύνεται, τα μαλακά βρύα μικραίνουν και μικραίνουν, και τότε μια έμπνευση, κοιτώ εμπρός, κοιτώ απάνω, κοιτώ γύρω μου, μμ, γιατί όχι τόσα χρόνια; Τι στην ευχή περίμενα; Η άμπωτη, η βόρεια θάλασσα, οι λασπουριές του Βάττεν, η πεσιά η πεσουλίτσα, τα πευκώδη, η ξαστεριά, τα βρύα, κι ανάμεσα σ'όλα αυτά εγώ και όλοι αυτοί κι όλα αυτά που πέρασαν και με παρέσυραν στο τώρα, στο εδώ. 

Ι.

ΙΙ.

ΙΙΙ.