© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Pet the moss, the soft moss

Δυο μοναχικές παπαδίτσες σφυρίζουν στερεοφωνικά. Η άμπωτη είναι στο ζενίθ της, τα νερά είναι έξω, ακούγεται το απόκοσμο θρόισμα του βυθού που τραβάει το σεντόνι απ'την ακτή. Δεν έχω ξυπνήσει ακόμα. Πιθανώς να μην ξυπνήσω και ποτέ, έτσι που πάει το πράγμα. Πριν μια τετραετία περίπου έπαιξα και έχασα μισό μύριο στα χαρτιά, και ούτε τότε το άκουσα το ξυπνητήρι. Δεν άλλαξαν πολλά, μα ξαφνικά η δουλειά έγινε αναγκαίο κακό - και τότε μες στο μόνιμο λήθαργό μου, δουλεύοντας άρχισα να κουράζομαι. Μεγάλωσα κάτι παραπάνω από ευκατάστατος δίπλα σε μαρμάρινο τζάκι, άργησα να πάρω είδηση πόσο κοστίζει ένας μισθός και πόσο μια χασούρα. Ως τα είκοσι μ'έλεγαν παιδάκι, έπειτα κάποιος μ'άρπαξε απ'τις βάτες και με κρέμασε με μανταλάκια από ένα απροσδιόριστο προσωπείο αντρός για μια δεκαετία, αλλά μέσα, μέσα γινόταν ο κακός χαμός. Τώρα σα να έκοψε ο αέρας που ίσιωνε τις μπούκλες των προβάτων, δε βλέπω ακόμα τίποτα, είναι η αργή ώρα που κατακάθεται το ντουμάνι. Κοίτα εμπρός σου, τι κοιτάς όλο κάτω εβραιόπαιδο κέρματα ψάχνεις; αυτή ήταν η γιαγιά όταν πηγαίναμε στο φούρνο τα πρωινά. Δε διορθώθηκα, ακόμα περπατώ με το κεφάλι κάτω, κυρίως γλιτώνω τα σκατά, δυο τρεις φορές το μήνα τιμώ τον τίτλο μου και βρίσκω κι από κάνα δεκαράκι. Οι άνθρωποι περνώντας από κοντά σου σε παλιώνουν, ο χρόνος δε μετράει άλλο παρά αυτούς. Σήμερα στο Μάρμπαικ ποδαράτος απ'το δάσος φτάνω στην ακτή, βλέπω τον ήλιο επιτέλους κατάφατσα, με λούζει και με κάνει μαγικό με πορτοκαλί φωτοστέφανο, μια ώρα δρόμος με το κεφάλι κάτω, και ξαφνικά είμαι ψηλός, η γη απομακρύνεται, τα μαλακά βρύα μικραίνουν και μικραίνουν, και τότε μια έμπνευση, κοιτώ εμπρός, κοιτώ απάνω, κοιτώ γύρω μου, μμ, γιατί όχι τόσα χρόνια; Τι στην ευχή περίμενα; Η άμπωτη, η βόρεια θάλασσα, οι λασπουριές του Βάττεν, η πεσιά η πεσουλίτσα, τα πευκώδη, η ξαστεριά, τα βρύα, κι ανάμεσα σ'όλα αυτά εγώ και όλοι αυτοί κι όλα αυτά που πέρασαν και με παρέσυραν στο τώρα, στο εδώ. 

Ι.

ΙΙ.

ΙΙΙ.



Άσπρο πάτο

Πορτοκάλια απ'τη Γιάφα όχι πια
ώμοι αδημονώντες ώμοι δυναμωμένοι
κι ο τένων του δικεφάλου θαμμένος λες στα μούσκλια
δάσος της μαύρης πεύκης στο λαιμό

βουτιά στο στέρνο ανάσα μάγουλα και γωνιές
γωνιές γωνιές του σαγονιού
αφρός θαλασσαφρός ιδρώτας πλύμμα
αμήν κι ανάθεμά με πού

αμήν κι ανάθεμά με που κρύβεσαι μες στη δική μου τύφλα
ζουμί χρυσό μέλι φιλί και περιποτάμια απελπισία
απ'τα οροπέδια του Γκολάν στους βάλτους του νότιου Σλέσβιχ
από τα θεοσκότεινα βάθη στις βάσεις των πνευμόνων

στο ξημέρωμα της μυδρίασης του φόβου της νόστιμης αγωνίας
δέκα μαλακές μιλιές σαν φρέσκια ψωμόψιχα στα δάχτυλα παιδιού
τραβάμε το κουπί εναλλάξ εγώ κι εσύ
και η βάρκα πλέει στο αίμα





In bocca al lupo

Κρέμομαι με τ'ακρόνυχα απ'το γκρεμό του λαρυγγιού
ένα γκουλπ και θα'μαι κι εγώ στην αδιάφορη μέση ηλικία
το σμαράγδι του δαχτυλιδιού στο μικρό δάχτυλο παραμονεύει κάτω απ'το γάντι
παραβιάζω τους κανόνες του εργασιακού χώρου ένας αληθινός επαναστάτης
η σύριγγα γεμίζει αιμοβαφές λεπτόρρευστο πλύμμα μιας ποδοκνημικής

ο μύλος κάνει όλες τις μέρες σκόνη πέτρα με πέτρα οστό με οστό
και στο κέντρο γλιστερό εκχύλισμα αίμα και πεθαίνεις στην παραγωγή
κι έπειτα κάποιος άλλος βαρυποινίτης θα σε φορτώσει στο σακί
για να θρέψεις έναν λαό σκουλήκια - μια δίαιτα ακριβή
στον πυροσίδηρο της δύσης δυο ελάφια πυροβολημένα στο λαιμό σέρνουν τ'αλέτρι
και λιώνουν προς το τίποτα τα καταπίνει η ρευστή φωτιά

κάτω μένει μόνο χώμα

-

Στο σκιάδιο του αμαξιού κρύβεται ακόμα η καρτ-ποστάλ απ'το Μονπελιέ
the formative years η νεαρή καμηλοπάρδαλη τα χλωροκλάδια για πόδια 
ν'ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες των δοντιών ένα τρομερά χρωματιστό σκοτάδι
κοπάδια άντρες με τα μικρά σκούρα μάτια των ζεστών κλιμάτων
δουλεύουν τ'άγονα χωράφια στη σαβάννα

τα νερά υποχωρούν και υψώνεται το χώμα. Η λίμνη που άλλοτε ήταν έγινε λασποβροχή ένα καλοκαίρι.
Προσεύχομαι το καστανό του παλιού Ισραήλ που μου'χει μείνει
να με βοηθήσει να τα βγάλω πέρα, αλλά προσεύχομαι σαν ετοιμοθάνατος
βλέπω τον κρεμασμένο μπλαβή και ολόπρηστο να λικνιέται απ'την οξιά στο φύσημα του αέρα
βλέπω το κουφάρι που μ'έφερε στον κόσμο μασημένο απ'τα μυστήρια του βυθού
με κόβει ένας κοντός ιδρώτας και μετά κάνω να δω τι χεριά κρατάω τόσην ώρα

καλά χαρτιά δυο χούφτες χώμα

Gott ist Liebe


Δευτέρα βράδυ στην ουρά του κάψωνα εσωτερική εφημερία στην Εξοχή, γρύλλοι χορωδιακοί και τέτοια ησυχία που άκουγες τις πευκοβελόνες να πέφτουν μια εδώ και μια εκεί, πήγα απ'την παραπηγμένη πύλη με τη λουκεταριά για να μη μας δει ο θυρωρός. Μας παρέλαβε με ξένα πράσινα με όνομα αλλουνού στο γείσο της βυζοτσέπης με τα μαλλιά ξανά στις περασμένες δόξες. Πιάσαμε την ψιλή κουβέντα στο ελεεινό γραφείο. Το μαστίγιο του ΕΣΥ η θεότητα του τόπου, οι καμτσικιές παντού, στους χαρτονένιους φακέλους, στα σαμπώ των νοσοκόμων, στο παλιομοδίτικο τηλέφωνο με καντράν, στο πράσινο μωσαϊκό με τους σεληνιακούς κρατήρες, αυτή η ιδιωτική μας οικειότητα, η πριβέ μας παρακμή στο ναΐσκο της κλινικής. Έχει μετανιώσει. Το γήρας σα να επισημοποιείται μόλις περάσεις το διακριτικό σύνορο του ενός ανήκεστου σφάλματος. Μοιάζει ολοένα στον πατέρα της. Και ο πατέρας της τώρα βετεράνος της ορθοπεδικής κάθεται παρέα με την κοιλιά και το κρασί του  στο λιτό ντιβάνι της φωτογραφίας, μια φανταστική σύνοψη της βορειοελλαδίτικης επαρχίας που κλείνει με το μάλλινο σκούρο κεραμιδί ριχτάρι. Η γοητεία είναι κληρονομική και, αν είσαι τυχερός, διαχρονική. Από τις αρχές του '90 έχω στη Σαλονίκη μια φωτογραφία με μένα νήπιο βολεμένο στο στιβαρό μπράτσο του πατέρα της, που χαμογελάει λοξά κάτω από ένα λεπτοφροντισμένο μουστάκι, με την ίδια πονηριά στο βλέμμα. Της γνωρίζω τη γυναίκα, από εδώ η γυναίκα, τι δουλειά κάνεις, τράσμαν λέει, γυρνάει και με κοιτάει, σκουπιδιάρης δηλαδή, σωστά; Σωστά. Κάθεται πίσω στη σάπια καρέκλα που της φυτρώνουνε τα σφουγγαρογεμίδια στην κωλήθρα, το πρόσωπό της γίνεται αφηρημένο, κλασσική στιγμή αμπελοφιλοσοφίας, και με το τσιγάρο στο στόμα λέει, καθαρή, ειλικρινής δουλειά, όχι σαν τη δική μας λέρα. Το ΕΣΥ έχωσε στομίδα στο ατίθασο παιδί της Χαλκιδικής, και τώρα το αόρατο χέρι τραβάει τα λουριά, ανάθεμα πόση πίκρα φέρνει ο καιρός. 
-Σ'ακούω, πες μου.
-Δεν ανήκες ποτέ εδώ, χαίρομαι για σένα τώρα. Όχι, αλήθεια. Ντάζεντ χι λουκ ντένις; Χι λουκς βέρυ ντένις., γυρνάει στη γυναίκα.
-No, not really. He doesn't look Greek though either.
-Ω γιες, εγκζότικ μπιούτυ, ε;
Ρουφάει μαύρο καφέ από τη βρώμικη κούπα, γκλουπ γκλουπ η γουλιά κατεβαίνει ζεστή μέσα στη ζέστη, έτσι έκανε πάντα.

Οι αρχαίοι σατανάδες όλοι δίνουν αναφορά σε έναν στρατηγό, και κόβουμε δρόμο μήπως και δε μας πάρει είδηση εκείνο το αχ-και-δάγκωμα-του-δείκτη αλλά θες δε θες η σκέψη θα σε βρει γυμνό και θα σου τσιμπήσει τα καπουλάκια. Κανένας τόπος δε σε χωράει παρά αυτός, ούτε στην κωλο-Βέροια δεν άντεξες έξη μήνες, και εκεί στην Εξοχή σα σκυλί με κοντό σκοινί δε βλέπεις την ώρα να γυρίσεις στο Σταυρό, κι εγώ δε βλέπω την ώρα να σε φαντάζομαι εκεί να καλαμπουρίζεις στην προβλήτα με τους Ρώσους απ'το εμπορικό που ξεφορτώνει τζάμια, να ξέρω πως βρήκες τη θεραπεία της μοναξιάς
Ναυσικά, αλάτι της πληγής μου,
Ναυσικά, αλάτι της ζωής μου.

Συναδερφικότητα

Έναστρη γλυκιά νύχτα αρχές καλοκαιριού. Έξω από το πλουσιόμερος αμαξοσυρροή. Έδωσα τα κλειδιά σε έναν κυστικά ακμαίο παρκαδόρο με κάθε επιφύλαξη. Στο φουαγιέ ίσα που χωρούσε να σταθείς. Όλοι οι ρευματολόγοι της χώρας καλεσμένοι, σπουδαίο γεγονός. Από τα όψιμα είκοσι ως τα χρόνια της βετερανίας, καλοπλυμένοι, καλοντυμένοι και ευδιάθετοι. Φορούσα κάλτσες πάκμαν και ξεκούμπωτη ζακέτα και ήμουν πιθανώς ο πρωταθλητής του κάζουαλ εκεί μέσα. Είχα όμως περάσει κεδρόλαδο τις τρίχες και είχα πλύνει τα γυαλιά, είχε γίνει μια προσπάθεια. Σερβιτόροι τριγυρνούσαν με ψηλόκωλα σαμπανοπότηρα. Η τιμώμενη τροφαντή θεία έκανε εντυπωσιακή εμφάνιση από τις κύριες σκάλες με ολόκληρο επιτελείο σφουγγοκωλάριων, της δίνανε ανθοδέσμες, τις πέρναγε υπηρεσιακά στα χέρια του επιτελείου, έκλεινε τόσα χρόνια πρόεδρος της ένωσης, είχε συνεισφέρει πολλά, τώρα θα αποσυρόταν αλλά όλοι ήταν ευγνώμονες και θα τους έλειπε και τα λοιπά. Ήξερα πολλές φάτσες, αλλά κατά το σύνηθες δε θυμόμουν ονόματα και ιστορίες, και αγαρμπωνόμουν κάθε φορά που έπρεπε να απαντήσω στη φιλοσοφικά φορτισμένη ερώτηση τι κάνεις. Αιωρούμουν με μια συνεχή μικρή γουλιά σαμπάνιας στο στόμα. Είχανε προσλάβει λευκοντυμένη τζαζ μπάντα στη μια άκρη, κάποτε παίξανε και ένα παρένθετο βαλσάκι για να χορέψει η θεία με τους υποστηρικτές. Μας σέρβιραν ωμό γουρούνι και περίεργα λαχανικά, κάποιος χτύπησε το κρασοπότηρο με το κουτάλι και έβγαλε λόγο. Κάπου εκεί, μετά το ελαφρύ γκουρμεδοδείπνο, αρχίζει το μπέρδεμα. Είχα πιει τρεις σαμπάνιες και μισό ποτήρι κρασί όταν μαζέψανε τα πιατικά και εμφανίστηκαν οι μπάρμεν. Πήρα μια μπύρα την οποία κατέβασα πολύ διψασμένος και μέσα σε ένα τέταρτο κάτι με χτύπησε κατακούτελα. Αποφάσισα να μου δώσω μια ευκαιρία στην τουαλέτα, δε μπορούσα να ξεκουμπώσω το παντελόνι, μετά χρειάστηκα μια αιωνιότητα για να ξεκλειδώσω την πόρτα από το μοντέρνο σύρτη. Έψαξα μέσα στον κόσμο το διευθυντή. Ενοχλήθηκε, τι στην ευχή; Αύριο το πρωί έχετε την ανακοίνωση. Πάνε σπίτι να το κοιμηθείς. -Πού να οδηγήσει έτσι; Ο συνάδερφος Α. προσφέρθηκε ιπποτικά να με πάει σπίτι με το Νισσάν. Πάντον και ξαναέλα. 

Ο συνάδερφος Α. είναι για μένα μια ιδιαίτερη ιστορία. Πριν τον γνωρίσω έμαθα πως χώρισε τη γυναίκα του, με την οποία οι γονείς του τον πάντρεψαν συστημένο στα δεκατέσσερα για να έρθει απ'την Καμπούλ στο Ώρχους. Έχουν κι ένα παιδί στην αρχή της εφηβείας. Περνούσε ζόρι και επιδώθηκε σε ανεύθυνες επενδύσεις, ακριβό σπίτι με αυλή, τρία αυτοκίνητα, έξη βδομάδες το χρόνο στον Καναδά και την Ελβετία για σκι. Όταν δεν ήταν εκτός, δούλευε βάρδιες σε τρία διαφορετικά νοσοκομεία. Τον γνώρισα τελικά ένα Πάσχα, πριν επιστρέψει στην κλινική, σε ένα μπάρμπεκιου του διευθυντή. Εγώ ήμουν χτεσινός από εφημερία, αυτός φρεσκαδούρα διακοπίσια, του έκανα κάποια εντύπωση αλλά δεν είπε πολλά, κι εγώ ζήτημα να είπα δέκα λέξεις όλο το απόγευμα. Η επόμενη φορά που τον είδα ήταν στην κλινική, να λέει μαλακίες για το Ντόναλντ Τραμπ με το διευθυντή, και επιδεικτικά εγκατέλειψα το γραφείο γιατί μου καίγανε το χρόνο. Ο διευθυντής ένιωσε τότε την ανάγκη να με πιάσει πριβέ να με ρωτήσει αν είχα προσβληθεί, και εξήγησε πως ο Α. είναι καλαμπουρτζής. Δεν είχα προσβληθεί, αλλά την επόμενη ο Α. με πέτυχε στο διάδρομο και απολογήθηκε που καταχράστηκε την ενημέρωση για τις μαλακίες του. Έκτοτε συνεργαζόμαστε πολύ ομαλά, είναι καλός γιατρός και χρήσιμος συνάδερφος, και οι μαλακίες την ώρα της ενημέρωσης έχουν περιοριστεί όταν ο πάρτυ πούπερ είναι παρών.  Ο Α. είναι άθεος, τρώει γουρούνι αντιδραστικά και έχει μεσόκοπου τύπου καραφλίαση την οποία ξυρίζει ευλαβικά, αλλά όταν είναι ζορισμένος, μπορείς να δεις τα γκριζομελαχροινά μαλλιά της περιφέρειας να κάνουν πιεστικά την εμφάνισή τους. Έχει σχήμα Σπάηκ, εικάζω λόγω μονοπαντίασης στο γυμναστήριο, μιλάει αργά με απροσδιόριστο αξάν, φοράει διαννοουμενίστικα γυαλιά και έχει ένα χαρακτηριστικό βήμα, σα να ακροπατάει φοβισμένα αλλά να μη θέλει να το παραδεχτεί. 

Με πήρε προστατευτικά και με φόρτωσε στο Νισσάν, έβαλε ήπιο ράδιο και με ρώτησε αν μ'ενοχλούσε στο κεφάλι, οδήγησε τα ογδόντα χιλιόμετρα για το διαμέρισμά μου σταθερά είκοσι πάνω από το όριο. Θυμάμαι πολύ καθαρά την έναστρη νύχτα της διαδρομής, τη θαύμαζα μισοξαπλωμένος από τη θέση του συνοδηγού, τόσα πολλά αστέρια, αφέγγαρη νύχτα, γλυκιά νύχτα με μυρωδιά φρέσκιας χλόης. Όταν φτάσαμε, με ανέβασε τους δυο ορόφους, περάσαμε τα γείτονα διαμερίσματα, πού μένεις; Εδώ δε μένεις; Είναι κανείς στο σπίτι; Η γυναίκα σου είναι στο σπίτι; Δε μπορούσα να απαντήσω. Πήγαμε πόρτα πόρτα, μ'εμένα κρεμασμένο απ'τις μασχάλες και τον Α. να κοιτάει τα ονόματα στις πόρτες πάνω από το κεφάλι μου. Τελικά το βρήκε, 2ΤΒ. Έψαξε αργά αργά στις τσέπες μου, έβγαλε τα κλειδιά, η αντίληψή μου είχε στενέψει τρομερά, χέρι, τσέπη, δάχτυλα, κλειδιά, κλειδιά, κλειδαριά, χέρι, στέρνο, χέρι, τι γλυκιά ζέστη, μπήκαμε στο διαμέρισμα που φωτιζόταν από τις πορτοκαλιές οδολάμπες. Με το που έκλεισε η εξώπορτα ήταν σα να άλλαξαν οι νόμοι της φυσικής του κόσμου εκείνου, και βούλιαξα σε μια πολύ περίεργη ησυχία, στην οποία άκουγα μονωμένα και διαδοχικά την ανάσα του Α., τον ήχο του φάρυγγά του καθώς κατάπινε το σάλιο του, το δέρμα των χεριών του που μ'έπιανε πιο καλά από τις μασχάλες, τα γένια του που τρίβονταν στην κορυφή του κεφαλιού μου, και μετά δεν άκουγα τίποτα. Ένιωθα τη θέρμη του κορμιού του να πλησιάζει παράδοξα, ήμουν ντυμένος ακόμα γιατί έβλεπα τις άκρες της μπλε ζακέτας μου, τα γόνατά μου μέσα στο παντελόνι, τις κάλτσες πάκμαν, αλλά ο Α. ήταν εντελώς γυμνός. Γύρισα και τον φίλησα εδώ κι εκεί, δε θυμάμαι τη μυρωδιά του στόματός του, θυμάμαι μόνο τη στιβαρή κατασκευή του που με έκανε να φαίνομαι ακριβά εύθραυστος, με μεταχειριζόταν σα να ήμουν ακριβά εύθραυστος, και ήμουν, ήμουν ένα πολύ ραγισμένο διακοσμητικό πιάτο με πορτοκαλί ανθάκια. Με έπιανε πολύ τρυφερά, σα να με αγαπούσε, ήμουν αφημένος με όλη μου την εμπιστοσύνη, σα να τον αγαπούσα, έριξα κατά λάθος το βασιλικό από το περβάζι με το πόδι μου, είπε με τα χείλη θα το μαζέψω εγώ, χωρίς ήχο, πάνω στα δικά μου.

Το επόμενο πρωί το ξυπνητήρι που δεν είχα βάλει εγώ χτύπησε στις εφτά, ο Α. περίμενε ξυρισμένος και παρφουμαρισμένος με τη δικιά μου κολώνια στο σαλόνι πίνοντας καφέ που δεν ήξερα καν πως είχαμε στο διαμέρισμα. Πήγαμε με το Νισσάν πίσω στο πλουσιόμερος, δώσαμε την ανακοίνωση για τη ρευματική πολυμυαλγία και τη γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα και ο διευθυντής ήταν ικανοποιημένος. Ο Α. κι εγώ δε μιλάμε πολύ, αλλά κάθε φορά που συναντιόμαστε σε κάποιο διάλειμμα, με χαιρετάει πολύ ντροπαλά και πολύ τρυφερά με ένα χαμηλόφωνο, μαλακό hej που με καυλώνει τρομερά, μετά βγάζει το κινητό του, το χαζεύει για δυο τρία λεπτά, και μετά με τη συνηθισμένη αντρώδη φωνή του, σε αλλαγμένο τόνο, σίγουρο και αυτοπεποιθησάτο, μου παραπονιέται για ό,τι τον ενοχλεί, και τον ακούω, και το διάλειμμα σα να κρατάει μια στιγμή.