© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

גן עדן

Καθόμαστε για πόκερ. Έχω πιει.
Για πότε κλείνω τα μάτια δυο στιγμές δυο νύχτες και με ξεβρακώνουν ούτε που το καταλαβαίνω. Κεκλεισμένων των θυρών για ένα πεντοχίλιαρο ο καθένας και είμαι δέκα μέσα, στωπ. Πίσω στη γυναίκα και τη νύχτα στο Ορεστιάς Καστοριάς: παρθενικά σεντόνια στο τετράκλινο, παράθυρο στο φωταγωγό, στάλες βροχής και ταπ ταπ ταπ, η κόλαση με τραβούσε απ'τα μαλλιά, ο κόσμος τέλειωνε στην πλάτη μου, τα χέρια μου βούλιαζαν στα σεντόνια, τ'αρχίδια μου πονούσαν, δε μου'φτανε ο αέρας στο ψηλοτάβανο, μ'έσπρωξε απ'το λαιμό σα να'μουν σκύλος, κάνε κράτει, μια φορά, δέκα μέσα, όλα μέσα, στωπ. Πίσω στην παρτίδα, το πάτωμα της κουζίνας είναι άφαντο απ'τα μπυρομπούκαλα. Είμαστε γκωλ, κανείς δε θα θυμάται τα χαμένα. Σαμπάτ Σαλόμ έρχεται το πρωί είμαι μόνος στο διαμέρισμα και με ξυπνάει το τρίξιμο του σωλήνα του καλοριφέρ, τα τζάμια είναι παχνισμένα. Η μαγεία είναι πως με τα μάτια μου κλειστά τα φλαμίνγκο τρέχουν πάνω στα σκουρωπά νερά με τα κόκκινά τους απλωμένα και γύρω τους αφρός κι αφήνουν χώρες πίσω κι αφήνονται και φεύγουν και δε φεύγουν κι η θάλασσα από κάτω πλέει αντίθετα απ'αυτά: βγάλ'τα ρούχα σου. Βγάλε μου τα ρούχα. Το καλώδιο του στηθοσκοπίου που ήταν κάποτε του πατέρα είναι αφύσικα κοντό και με φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με όλες τις μάσκες του θανάτου και πάντα βλαστημώ κρυφά - αλλά  δεν είναι όλα νόμος. Κοντανάσαινα κι η αναθυμίαση του φθίνοντος κορμιού της ήταν ο κήπος της Εδέμ το πανέρι τουμπάρει με μια σπρωξιά στα καταλάθως και κυλάνε οι ώριμοι λωτοί και πληγιάζουν κι αφήνουν τα ζουμιά τους στα σεντόνια ληστεία και λησμονιά κι η μυρωδιά, η μυρωδιά της σωτηρίας η μυρωδιά των λουλουδιών της ακακίας που κολλήσαν στον ιδρώτα της κοιλιάς της αίμα με αίμα. Ο Θεός κόβει και μοιράζει, ο Θεός ποτίζει πάθη, αλλά για όλα φταις εσύ. Η πολλή αψιθιά φέρνει νύστα και παράξενα γυάλινα όνειρα στον ύπνο κι οι ώρες συγκολλούνται. Στο κορφοβούνι στο τέλειωμα της χώρας με το ελάχιστο γαλακτόχρωμο νερό που αφρίζει απ'τον ασβέστη στέκεσαι με την πλάτη στο βορρά κι έχεις στο αριστερό σου χέρι μια νύχτα θεοσκότεινη και στο δεξί ένα ηλιοβασίλεμα λάβα στην Αδριατική κι όλη την Ιταλία δικιά σου ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΩΣ.

Όταν πάτησα στην αμμούδα του Σταυρού ύστερα από ένα χρόνο
ξεφόρτωναν τζαμαρίες απ'τα δυο τζένεραλ κάργκο και γινόταν σαματάς
ο απογευματινός ουρανός σκοτείνιασε
φύσηξε ένα ξαφνικός λεβάντες
το κύμα γύρισε κόντρα στα τσιμέντα
τα γόνατά μου έγιναν ζελές
μεγάλη λίμα η νοσταλγία
εξαφανίζομαι σα σύννεφο από κωλοφωτιές σ'εκείνο το βράδυ μέσα στο Μεγκάν που περιμέναμε σταμπάη στην αυλή να παίξει το Σοδάδ

οι λέξεις στο στόμα μου ανεπαρκούν
οι λέξεις με προδίδουν
Έχεις χάσει τη λάμψη των ματιών σου.
Έχεις χάσει το χιούμωρ σου.
Έχω χάσει δέκα χιλιάδες σε μια νύχτα
κι εσύ ασχολείσαι με ψιλά;

Γιομ Κιπούρ

Γεννήθηκα παραμονή. Όπως λέμε γεννήθηκα ηλίθιος.
Μεγάλωνα μόνο τα καλοκαίρια. Περπάτησα, κολύμπησα στο Τζάβρο. Είδα πρώτα βυθό στην Παλιοκαστρίτσα. Αν δε μάθεις να βουλιάζεις τζάμπα κολυμπάς. Ψάρεψα δίπλα στο Διάπολο με θέα την εκκλησιά, νερά σκούρα και γλυκά, καλόπλωτα νερά έλεγε η μάνα, η βάρκα η Μαγδούλα, τσίμπησε μια βόπα κι ο κατσαμπρόκος φώναζε εύγε κάτω απ'τα μουστάκια του τα πίσσα σελίδα από παλιό αναγνωστικό. Έπιασα την πρώτη μου φίλη στην Τορώνη (παιδικό κόρτε σήμαινε την έπαιρνα απ'το χέρι και τρέχαμε μαζί όργωμα το στρέμα και την άλλη μέρα η μικρή είχε πυρετό απ'τη γερμανική τρεχάλα). Χάθηκα νύχτα στο δρόμο για το Προκόπι και ο πατέρας με ξυλοφόρτωσε και μου'σκισε μια τούφα από μαλλιά επειδή τον είχα ανησυχήσει κι έκλαψα από ντροπή γιατί μας είδαν όλοι. Η θλίψη με βρήκε τον Αύγουστο των δεκαεφτά στον Τορωναίο. Τα βράδια ήταν τόσο ζωντανά... και ανάσκελα στη βάρκα μ'έτρωγε η ησυχία. Θα σπουδάσω Θεσσαλονίκη, κι εννοούσα το σπούδαγμα της πόλης. -Bist du noch bei Sinnen? -Es ist beschlossen und verkündet. Στο διαμέρισμα στην Όλγας ξυρίστηκα αρχινώντας απ'το μουστάκι. Βγήκα απ'το μπάνιο ξαναμμένος γουλής και κομμένος στο δόξα πατρί. Η μικρή (το μικρή είναι ευφημισμός) ρουφήχτηκε στα σκοτάδια μια φορά που ήμασταν βόλτα κι έγραψα Κασσάνδρου Ακροπόλεως δυο στιγμές κι έναν κουβά ιδρώτα με την ψυχή στο στόμα νομίζοντας είχε φάει πέσιμο στα στενά και δεν είχα χαμπαριάσει. Ξυπόλυτος έψαχνα τις εβραίικες ταφόπλακες σ'όλη την Άνω Πόλη τρικυμιώδης στο κεφάλι και το επόμενο πρωί κοιτούσα τις πατούσες μου και δε θυμόμουν πώς και πότε είχα χάσει παπούτσια και κάλτσες. Νύχτες μαρτυρίου και η αγία κάψα λόγια Μοναστηρίου πηδήματα και ράγες το αλύχτισμα το γκρινιαραίο και τ'αστέρια σκόνη γυαλί στον ουρανό τρις ως το χάραμα με ίδρωνε ο εφιάλτης. Πίσω στην Κέρκυρα πίσω στο πρώτο καλοκαίρι στα πρώτα βήματά μου στην πρώτη βούλιαξή μου στα μπάσταρδα νερά τα λύσσα και τα μαλακά που ανακατεύονται σαν λάδι και σαν ξύδι σαν σάλια και σαν χύσια το λασποχώμα κι η τυρκουάζ θολούρα του μακρυά η άγρια σοροκάδα η μοναξιά του απαγορευτικού και η σιγή της διακοπής ηλεκτροδότησης οι γκιώνηδες οι νυχτερίδες το κόασμα των εκατό σαμιαμιδιών και η άγρυπνη αποδοκιμασία της σαμιαμιδομάνας και χρσσσ-χρσσσ ανάμεσα στην ανεμοβοή τα γυμνάγκαθα στο ντράφο.  Στο Πήλι καθόμουν εμπρός στο τζάκι στην ταβέρνα του θειού και οι προσκυνητές μ'έβγαζαν φωτογραφία και οι γριές μας συζητούσαν ως τα χριστούγεννα που στήσαμε τον καυγά πριν τρία καλοκαίρια και στο τέλος δεν πρόσεχα πού πήγαινε ο θυμός παρά χαιρόμουνα τις λέξεις υπομονή και οπορτούνης και βάλε στον-γκώλο σου χυλός Θερμαϊκού αλλά ολοκάθαρες χωρίς καμιά βιασύνη χωρίς μισό ψεγάδι εκφοράς λέξεις βγαλμένες απ'το στόμα που όταν με φίλησε μου'κλεψε την πίστη. Σεπτέμβρη έπεσε ο θειός στο χαντάκι στα πρώτα στροφιλίκια απ'τον Αγιάννη το Ρώσσο μετά που ζήτησε ένα σημάδι απ'το θεό και φίλησε το μοσχομυριστό κουτί και στ'αμάξι φούντωσε φωτιά ενώ έριχνε παχειά ψυχρή βροχή και η μάνα έλεγε καστίγιο του'καμε ο άγιος αλλά τόνε πέτυχε ξυπνόν. Σεπτέμβρη άρπαξε και η αλογοκαρότσα του σάντεκ όταν οδηγούσε Χάμπουργκ - Ντάγκεμπυλλ και τα πόδια της φοράδας καρβουνιάστηκαν και για να μην πληρώσει το φέρρυ βρήκε έναν κτηνίατρο απέναντι να την καλοσκοτώσει. Κάθε σούρουπο φέρνει νέα ναδίρ κάθε χαρτί καινούρια νοσταλγία η τράπουλα στα κομψά της δάχτυλα με τα νύχια τα ολοκόκκινα σαν αρτηριακό αίμα μοιράζει και με παίζει με τα μάτια κρεμάω ένα Σιλκάτ στο στόμα της κατεβάζω το χέρι μαζί με τη χεριά την ξαπλώνει κρυφά στο κεντητό τραπεζομάντηλο ακολουθώ τους εκτείνοντες με την αφή ώσπου φτάνω στα γυαλιστερά λιμαρισμένα ακρόνυχα το πουκάμισό της κουμπωμένο ως πάνω με το γιακά σφιχτό τα βυζιά της καλοκρυμμένα μια στο καρφί και μια στο πέταλο. -Αν δεν ήσουν αυτός που είσαι θα'σουν όμποε. -Αν δεν ήταν τα λεφτά θα σε γαμούσα κάθε μέρα. Χαμογέλασε καχύποπτα. Αν ήμουν ειλικρινής θα έκλαιγα μπροστά της αλλά όλα κι όλα! είμαι άντρας έχω τιμή κι ας τη σκέφτομαι συνέχεια και μου τρυπάει το μυαλό διατριβή κι ετυμολογία του πεθυμώ μικρή Ιερουσαλήμ μεγάλη μνήμη. Γύρισα η ώρα μιάμιση ποδαράδα λιμάνι Κορδελιό η πόρτα ξεκλείδωτη το διαμέρισμα άφωτο από μέσα τσούλησαν ήσυχα βογγητά σε συστάδες με ρυθμό -Είσαι καλά; ήμουν βραχνός επειδή φώναζα τρεις ώρες πάνω από τη μουσική στο Παλπ αγωνιούσε γονατιστή μες στη μπανιέρα γυμνή απ'τη μέση και κάτω ψευτοπιασμένη απ'το πλακάκι με το άνθος τα μπούτια συσπασμένα κι ανάμεσα στα βογγητά κι αυτά τλοπ και τλοπ και τλοπ τα φρύδια ξέσμιχτα κουρασμένα σήκωσα τα μανίκια έπλυνα τα χέρια παστρικά σα να ετοιμαζόμουν για σαφηνεκτομή έβαλα μια παλάμη στην πλάτη της και μια για να πιαστεί κι έτσι περίπου κάθε μήνα γινόμαστε γονείς της μοναξιάς μας.

30 στα 16

Είμαστε ανάσκελοι στο πάτωμα βλέπω τις σόλες των παπουτσιών μας στο ραφάκι τις σανίδες στο ταβάνι δίπλα μου έχω το ξύλινο μπωλ με τις φράουλες και ένα πιατάκι με τα πράσινα περούκια τους έχω φάει πολλές τα χείλια μου τσούζουν το αφράτο χαλί η ζωντανή του ζέστη ένα απ'τα άνθη της ορχιδέας ξεκόλλησε και ξάπλωσε μαλακά δίπλα από τα χέρια που έχει για μαξιλάρι θέλω να του πω κεκλεισμένων των θυρών το τι μπορεί να γίνει το τι μπορεί να γίνεται το ποτάμι φουσκώνει σαν ξεχασμένο γάλα στο κατσαρολί κι η δροσιά και η ιλύς ποτίζει την καταχνιά και όλα κρύβονται και απ'τα μεγάλα ακούρτινα παράθυρα δε φαίνεται κανείς παρά τα ελαφοκέρατα στον τοίχο -Schlag mich. -Ne. -Schlag mich! και μου αλφαδιάζει μια στα πλευρά που καίει και γρήγορα μπλαβιάζει. Αύριο στ'αποδυτήρια στη δουλειά ο Χένρικ με κόβει επικριτικά ή έτσι μοιάζει και αφουγκράζεται με τα πεταχτά αυτιά του κι έπειτα κουμπώνει το παντελόνι και μου γυρνάει την πλάτη, τον σπρώχνω, Hvad kigger du på? όποιος έχει τη μύγα, ε ναι έχω τη μύγα, με σπρώχνει, τον πιάνω απ'τα μπράτσα, με πιάνει σαν καθρέφτης, ο καινούριος πνευμονολόγος μπαίνει να μας χωρίσει και σπρώχνεται κι αυτός, τα πισωχτένιστα καστανά στιλπνά μαλλιά του Χένρικ τώρα πέφτουν εμπρός, χνωτίζουμε νομίζουμε σαν ταύροι, στ'αλήθεια κοντανασαίνουμε παιδικά, παραπατάω, η κνήμη βρίσκει στην καθίστρα, ένα κινητό πέφτει στα μπάμπαλα στη γωνία, κανείς δε θέλει να συνεχίσει, ο πνευμονολόγος λέει ξανά και ξανά Hold op, hold op nu, hold op., τρίτος στο επεισόδιο, ψηλός και μισοκάραφλος, και μόλις βάζει δύναμη μας λυγίζει στους αγκώνες και τους δυο, ντυνόμαστε βιαστικά, έχουμε αργήσει για την ενημέρωση, είναι οχτώ και εφτά.

/

Μόκο του σκασμού μέρες μέρη οδηγώ καπνίζω και θυμάμαι να μην κοιμηθώ στην πέμπτη περιμένω το τρίτο χέρι στο λεβιέ και το γόνατο στην άκρη αλλά είναι τραβηγμένος πέρα και χαζεύει τα λειβάδια θυμωμένος. Το ράδιο σβηστό (όλοι κι όλοι δυο σταθμοί για τα παιδιά των χοιροτρόφων κι ένας του κηρύγματος), ο κινητήρας στο ισιάδι ίσα που μουρμουρίζει, στο βάθος ένας λεκές από πουλιά περνάει από τη μια στην άλλη, το πρώτο σκούραιμα του δάσους όπως μπαίνουμε στη Midtjylland. -Steh dazu! -Niemals. -Kom schon. -Lass es sein. -Wenn du groß bist, sag mal offen, was du meinst, red nicht drumherum. Darin liegt der Unterschied zwischen Männern und Jungs. -Hör auf damit du Tunte. και μου αλφαδιάζει μια στα πλευρά πάνω στην προηγούμενη μια μπάτσα στο αυτί και η κουβέντα μένει εκεί πηγαίνουμε 30 στα 16 χορός στα πείσματα ζήλεια κόντρα φίλα με και μην το συζητάς.