© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Γιομ Κιπούρ

Γεννήθηκα παραμονή. Όπως λέμε γεννήθηκα ηλίθιος.
Μεγάλωνα μόνο τα καλοκαίρια. Περπάτησα, κολύμπησα στο Τζάβρο. Είδα πρώτα βυθό στην Παλιοκαστρίτσα. Αν δε μάθεις να βουλιάζεις τζάμπα κολυμπάς. Ψάρεψα δίπλα στο Διάπολο με θέα την εκκλησιά, νερά σκούρα και γλυκά, καλόπλωτα νερά έλεγε η μάνα, η βάρκα η Μαγδούλα, τσίμπησε μια βόπα κι ο κατσαμπρόκος φώναζε εύγε κάτω απ'τα μουστάκια του τα πίσσα σελίδα από παλιό αναγνωστικό. Έπιασα την πρώτη μου φίλη στην Τορώνη (παιδικό κόρτε σήμαινε την έπαιρνα απ'το χέρι και τρέχαμε μαζί όργωμα το στρέμα και την άλλη μέρα η μικρή είχε πυρετό απ'τη γερμανική τρεχάλα). Χάθηκα νύχτα στο δρόμο για το Προκόπι και ο πατέρας με ξυλοφόρτωσε και μου'σκισε μια τούφα από μαλλιά επειδή τον είχα ανησυχήσει κι έκλαψα από ντροπή γιατί μας είδαν όλοι. Η θλίψη με βρήκε τον Αύγουστο των δεκαεφτά στον Τορωναίο. Τα βράδια ήταν τόσο ζωντανά... και ανάσκελα στη βάρκα μ'έτρωγε η ησυχία. Θα σπουδάσω Θεσσαλονίκη, κι εννοούσα το σπούδαγμα της πόλης. -Bist du noch bei Sinnen? -Es ist beschlossen und verkündet. Στο διαμέρισμα στην Όλγας ξυρίστηκα αρχινώντας απ'το μουστάκι. Βγήκα απ'το μπάνιο ξαναμμένος γουλής και κομμένος στο δόξα πατρί. Η μικρή (το μικρή είναι ευφημισμός) ρουφήχτηκε στα σκοτάδια μια φορά που ήμασταν βόλτα κι έγραψα Κασσάνδρου Ακροπόλεως δυο στιγμές κι έναν κουβά ιδρώτα με την ψυχή στο στόμα νομίζοντας είχε φάει πέσιμο στα στενά και δεν είχα χαμπαριάσει. Ξυπόλυτος έψαχνα τις εβραίικες ταφόπλακες σ'όλη την Άνω Πόλη τρικυμιώδης στο κεφάλι και το επόμενο πρωί κοιτούσα τις πατούσες μου και δε θυμόμουν πώς και πότε είχα χάσει παπούτσια και κάλτσες. Νύχτες μαρτυρίου και η αγία κάψα λόγια Μοναστηρίου πηδήματα και ράγες το αλύχτισμα το γκρινιαραίο και τ'αστέρια σκόνη γυαλί στον ουρανό τρις ως το χάραμα με ίδρωνε ο εφιάλτης. Πίσω στην Κέρκυρα πίσω στο πρώτο καλοκαίρι στα πρώτα βήματά μου στην πρώτη βούλιαξή μου στα μπάσταρδα νερά τα λύσσα και τα μαλακά που ανακατεύονται σαν λάδι και σαν ξύδι σαν σάλια και σαν χύσια το λασποχώμα κι η τυρκουάζ θολούρα του μακρυά η άγρια σοροκάδα η μοναξιά του απαγορευτικού και η σιγή της διακοπής ηλεκτροδότησης οι γκιώνηδες οι νυχτερίδες το κόασμα των εκατό σαμιαμιδιών και η άγρυπνη αποδοκιμασία της σαμιαμιδομάνας και χρσσσ-χρσσσ ανάμεσα στην ανεμοβοή τα γυμνάγκαθα στο ντράφο.  Στο Πήλι καθόμουν εμπρός στο τζάκι στην ταβέρνα του θειού και οι προσκυνητές μ'έβγαζαν φωτογραφία και οι γριές μας συζητούσαν ως τα χριστούγεννα που στήσαμε τον καυγά πριν τρία καλοκαίρια και στο τέλος δεν πρόσεχα πού πήγαινε ο θυμός παρά χαιρόμουνα τις λέξεις υπομονή και οπορτούνης και βάλε στον-γκώλο σου χυλός Θερμαϊκού αλλά ολοκάθαρες χωρίς καμιά βιασύνη χωρίς μισό ψεγάδι εκφοράς λέξεις βγαλμένες απ'το στόμα που όταν με φίλησε μου'κλεψε την πίστη. Σεπτέμβρη έπεσε ο θειός στο χαντάκι στα πρώτα στροφιλίκια απ'τον Αγιάννη το Ρώσσο μετά που ζήτησε ένα σημάδι απ'το θεό και φίλησε το μοσχομυριστό κουτί και στ'αμάξι φούντωσε φωτιά ενώ έριχνε παχειά ψυχρή βροχή και η μάνα έλεγε καστίγιο του'καμε ο άγιος αλλά τόνε πέτυχε ξυπνόν. Σεπτέμβρη άρπαξε και η αλογοκαρότσα του σάντεκ όταν οδηγούσε Χάμπουργκ - Ντάγκεμπυλλ και τα πόδια της φοράδας καρβουνιάστηκαν και για να μην πληρώσει το φέρρυ βρήκε έναν κτηνίατρο απέναντι να την καλοσκοτώσει. Κάθε σούρουπο φέρνει νέα ναδίρ κάθε χαρτί καινούρια νοσταλγία η τράπουλα στα κομψά της δάχτυλα με τα νύχια τα ολοκόκκινα σαν αρτηριακό αίμα μοιράζει και με παίζει με τα μάτια κρεμάω ένα Σιλκάτ στο στόμα της κατεβάζω το χέρι μαζί με τη χεριά την ξαπλώνει κρυφά στο κεντητό τραπεζομάντηλο ακολουθώ τους εκτείνοντες με την αφή ώσπου φτάνω στα γυαλιστερά λιμαρισμένα ακρόνυχα το πουκάμισό της κουμπωμένο ως πάνω με το γιακά σφιχτό τα βυζιά της καλοκρυμμένα μια στο καρφί και μια στο πέταλο. -Αν δεν ήσουν αυτός που είσαι θα'σουν όμποε. -Αν δεν ήταν τα λεφτά θα σε γαμούσα κάθε μέρα. Χαμογέλασε καχύποπτα. Αν ήμουν ειλικρινής θα έκλαιγα μπροστά της αλλά όλα κι όλα! είμαι άντρας έχω τιμή κι ας τη σκέφτομαι συνέχεια και μου τρυπάει το μυαλό διατριβή κι ετυμολογία του πεθυμώ μικρή Ιερουσαλήμ μεγάλη μνήμη. Γύρισα η ώρα μιάμιση ποδαράδα λιμάνι Κορδελιό η πόρτα ξεκλείδωτη το διαμέρισμα άφωτο από μέσα τσούλησαν ήσυχα βογγητά σε συστάδες με ρυθμό -Είσαι καλά; ήμουν βραχνός επειδή φώναζα τρεις ώρες πάνω από τη μουσική στο Παλπ αγωνιούσε γονατιστή μες στη μπανιέρα γυμνή απ'τη μέση και κάτω ψευτοπιασμένη απ'το πλακάκι με το άνθος τα μπούτια συσπασμένα κι ανάμεσα στα βογγητά κι αυτά τλοπ και τλοπ και τλοπ τα φρύδια ξέσμιχτα κουρασμένα σήκωσα τα μανίκια έπλυνα τα χέρια παστρικά σα να ετοιμαζόμουν για σαφηνεκτομή έβαλα μια παλάμη στην πλάτη της και μια για να πιαστεί κι έτσι περίπου κάθε μήνα γινόμαστε γονείς της μοναξιάς μας.

30 στα 16

Είμαστε ανάσκελοι στο πάτωμα βλέπω τις σόλες των παπουτσιών μας στο ραφάκι τις σανίδες στο ταβάνι δίπλα μου έχω το ξύλινο μπωλ με τις φράουλες και ένα πιατάκι με τα πράσινα περούκια τους έχω φάει πολλές τα χείλια μου τσούζουν το αφράτο χαλί η ζωντανή του ζέστη ένα απ'τα άνθη της ορχιδέας ξεκόλλησε και ξάπλωσε μαλακά δίπλα από τα χέρια που έχει για μαξιλάρι θέλω να του πω κεκλεισμένων των θυρών το τι μπορεί να γίνει το τι μπορεί να γίνεται το ποτάμι φουσκώνει σαν ξεχασμένο γάλα στο κατσαρολί κι η δροσιά και η ιλύς ποτίζει την καταχνιά και όλα κρύβονται και απ'τα μεγάλα ακούρτινα παράθυρα δε φαίνεται κανείς παρά τα ελαφοκέρατα στον τοίχο -Schlag mich. -Ne. -Schlag mich! και μου αλφαδιάζει μια στα πλευρά που καίει και γρήγορα μπλαβιάζει. Αύριο στ'αποδυτήρια στη δουλειά ο Χένρικ με κόβει επικριτικά ή έτσι μοιάζει και αφουγκράζεται με τα πεταχτά αυτιά του κι έπειτα κουμπώνει το παντελόνι και μου γυρνάει την πλάτη, τον σπρώχνω, Hvad kigger du på? όποιος έχει τη μύγα, ε ναι έχω τη μύγα, με σπρώχνει, τον πιάνω απ'τα μπράτσα, με πιάνει σαν καθρέφτης, ο καινούριος πνευμονολόγος μπαίνει να μας χωρίσει και σπρώχνεται κι αυτός, τα πισωχτένιστα καστανά στιλπνά μαλλιά του Χένρικ τώρα πέφτουν εμπρός, χνωτίζουμε νομίζουμε σαν ταύροι, στ'αλήθεια κοντανασαίνουμε παιδικά, παραπατάω, η κνήμη βρίσκει στην καθίστρα, ένα κινητό πέφτει στα μπάμπαλα στη γωνία, κανείς δε θέλει να συνεχίσει, ο πνευμονολόγος λέει ξανά και ξανά Hold op, hold op nu, hold op., τρίτος στο επεισόδιο, ψηλός και μισοκάραφλος, και μόλις βάζει δύναμη μας λυγίζει στους αγκώνες και τους δυο, ντυνόμαστε βιαστικά, έχουμε αργήσει για την ενημέρωση, είναι οχτώ και εφτά.

/

Μόκο του σκασμού μέρες μέρη οδηγώ καπνίζω και θυμάμαι να μην κοιμηθώ στην πέμπτη περιμένω το τρίτο χέρι στο λεβιέ και το γόνατο στην άκρη αλλά είναι τραβηγμένος πέρα και χαζεύει τα λειβάδια θυμωμένος. Το ράδιο σβηστό (όλοι κι όλοι δυο σταθμοί για τα παιδιά των χοιροτρόφων κι ένας του κηρύγματος), ο κινητήρας στο ισιάδι ίσα που μουρμουρίζει, στο βάθος ένας λεκές από πουλιά περνάει από τη μια στην άλλη, το πρώτο σκούραιμα του δάσους όπως μπαίνουμε στη Midtjylland. -Steh dazu! -Niemals. -Kom schon. -Lass es sein. -Wenn du groß bist, sag mal offen, was du meinst, red nicht drumherum. Darin liegt der Unterschied zwischen Männern und Jungs. -Hör auf damit du Tunte. και μου αλφαδιάζει μια στα πλευρά πάνω στην προηγούμενη μια μπάτσα στο αυτί και η κουβέντα μένει εκεί πηγαίνουμε 30 στα 16 χορός στα πείσματα ζήλεια κόντρα φίλα με και μην το συζητάς.

και κεκιρσωμένας έχων τας πέριξ φλέβας

Γενική χειρουργική για το σωσμό του κόσμου οι ώμοι περσινοί οκλαδόν μετέωρη στη χέστρα πίσω απ'τα ΤΕΠ κοιτάς μην κατουρήσεις τον ποδόγυρο της ρόμπας το δάχτυλο σε πονάει απ'το κωλοδαχτύλωμα οι γύφτοι σε αναταραχή ένας κοιλαράς έφυγε μαινόμενος εμείς τι περιμένουμε τόσες ώρες η νοσοκόμα δε βρίσκει φλέβα ο καθετήρας δεν περνάει τη συμπληγάδα φέρε Τήμαν φέρε τζελ φέρε τον πούτσο βόλτα φλωπ θα πέσουν τα πήγματα στη σάκα από προχτές το γιατρείο δεν έχει ξεμποχίσει και η ωραία γκόμενα και ο ωραίος κόκκυγάς της σ'εκδικούνται έξω περιμένουν τριακόσιοι πικραμένοι ο επιμελητής κοιμάται στο δεύτερο και να σου πέσει το κωλί μα δε θα τον ξυπνήσεις τα πεύκα τα πευκάκια κρατάν την ορμή της νύχτας απ'τ'αυτιά κι όταν το άλλο μεσημέρι αναδυθείς θα είσαι τυμβωρύχος, τα λέω σωστά; Το μυστικό είναι κάτω το κεφάλι το στόμα σφαλιστό κέρμα το μάτι και θα βγεις στην άλλη όχθη κολυμπώντας μ'εκείνα και μ'αυτά η φιλανθρωπία πληρώνεται φτηνά σαν πίπα πρεζούς στο πόδι κι εκείνη η μέρα η Κυριακή σε σταυρώνει στην πλατεία του Δεντροποτάμου και οι γύφτοι σου σε βλέπουν χωρίς να σε θυμούνται αλλά εσύ τους έχεις ανοίξει στα δυο τα κωλομέρια μια νύχτα με φεγγάρι κι έκανες ρομαντζάδα από ραγάδα σε ραγάδα ό,τι φαινότανε σαφές τώρα είναι και δεν είναι στην ώρα την εννιά στην ώρα του σκισίματος τα μερομήνια των σκατών το λίγο και το πολύ σάπιο μουνί τα άχρηστα αρχίδια η χιλιοπρόσωπη αγέλαστη νυχτιάτικη μιζέρια που ξέρεις καλά πως θα σε βρει και θα σε εξαφανίσει κι εκεί που υπέφερες όλα σου τα χρόνια τα χρυσά εκεί θα σβήσεις ένα λεπτό πρωί στάγδην και προσοχή γάμμα νι πι και δέλτα χει μια μικρή κρεμαστή κοιλιά μια γραμμή ανάμεσα στα φρύδια κρύος ιδρώτας το παντελόνι πέφτει πράσινο φαρδύ βρακί του Οβελίξ στο μωσαϊκό μια λίμνη τέλος μέση και αρχή μια λίμνη ψωλή και παρθενιά κι εκείνη η μέρα η Κυριακή ρίχνει για το κεφάλι, κάτσε σκυφτή, ο κόσμος την έκανε κι έμεινες κατακάθι σαν επιληπτικό παιδί ένα τίποτα και κάτι παραπάνω ανάγαπη χωρίς γονείς χωρίς αδέρφια χωρίς άλλη ιστορία παρά αυτή που γράφεις σε κάθε βάρδιά σου οχτώ κι οχτώ ένα γαμήσι στα κλεφτά δεκάξι όρκοι αγάπης γελάς το ξέρω που γελάς και γλείφεις τα δάκρυά σου η θεία ανθρώπινη ηθική απαγορεύει να μετανιώσεις απ'την απελπισία και μετά είναι ισιάδι στο βάθος κακό συννεφομάζεμα και λόφοι βλοσυροί εμπρός εσύ δεν έχεις πίσω εμπρός κοίτα πόσες γαμωτρύπες σε περιμένουν με χαρά!

/

Τα πέρασα κι αυτά και είναι ξεχασμένα πεταμένα λεφτά εξήντα πέντε κιλά πεταμένα λεφτά το βαμβακερό κουβερτάκι το μαξιλάρι με το ελάφι γυρισμένο ανάποδα ξαπλώνω στο δεξί πλευρό για να μην πέφτει το συκώτι και μου ζορίζει την καρδιά το επίμονο σκηνικό της ήττας είμαι επικίνδυνος όταν είμαι μόνος η μελαγχολία δεν κάνει χωρίς μνήμη αναλώθηκα σ'αυτά που ήμουν και εξαφανίστηκα. Ήταν Μάιος έβρεχε χειμωνιάτικη βροχή η μικρή με όλη τη σχιζοφρένειά της έχυνε μου'πιανε τους αγκώνες την χαζόβριζα γελώντας κι έλεγε θέλω να μπω μες στο κεφάλι σου θέλω να θέλω να δε θυμάμαι τι άλλο έλεγε όμως χαιρόμουν που ήμουν τόσο κάποιος και τώρα τώρα δα έρχεται από τότε από εκεί η τρέλα αναλλοίωτη ανεβαίνει σα ρεύμα ξέρω ποιος είσαι ξέρω τι σκέφτεσαι ξέρω πού έχεις χαθεί έχεις χαθεί στο επίμονο σκηνικό της ήττας στα αχτένιστα μαλλιά στο ακίνητο κορμί στη μπλούζα με το βε στο σωρτς που το βρήκε η χλωρίνη και το ξέβαψε στην τσέπη η νύχτα στο μυαλό μια άπνοη αρκτική νύχτα πλημμύρα στην ομίχλη χωρίς ουρανό χωρίς χάραμα μια σκέτη νύχτα ένα κακέτυπο των κακών του Περσικού ένας κάποιος που χλωμιάζει στην όψη του θερμός ναι εγώ είμαι αυτός μήνες τώρα κάθε μέρα φέρνει τέλος και παίρνει αναβολή. Ποιος όρκος του Ιπποκράτη ποια ηθική ποιος ο σωσμός του κόσμου πληρώνομαι για να ξεπροβοδίζω το ίδιο κι εσύ και όλοι οι επίδοξοι χρηστοί.

Απ'το κελί (φωναχτά)

BY JOHN MASEFIELD

I must go down to the seas again, to the lonely sea and the sky,
And all I ask is a tall ship and a star to steer her by;
And the wheel’s kick and the wind’s song and the white sail’s shaking,
And a grey mist on the sea’s face, and a grey dawn breaking.

I must go down to the seas again, for the call of the running tide
Is a wild call and a clear call that may not be denied;
And all I ask is a windy day with the white clouds flying,
And the flung spray and the blown spume, and the sea-gulls crying.

I must go down to the seas again, to the vagrant gypsy life,
To the gull’s way and the whale’s way where the wind’s like a whetted knife;
And all I ask is a merry yarn from a laughing fellow-rover,
And quiet sleep and a sweet dream when the long trick’s over.


ΑΦΗΝΟΥΜΕ ΓΕΝΕΙΑΔΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΕΜΙΟΜΑΣΤΕ ΚΡΥΦΑ
Η ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΟΣΟΣ
ΝΟΣΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΩΣΤΟ