© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Παλίνδρομος και αναγεννηθείς

για σένα που με διαβάζεις ακόμα κι όταν δε γράφω λέξη

Λάμπον όμμα, ρηχή αναπνοή, ιδρώλουσμα, νυχτερινό κυνηγητό. Λίγο πριν το χάραμα η άσπρη ρόμπα θα θροΐσει δίπλα στο ένοχο κρεβάτι. Lysstive pupiller. Ingen puls. Ingen respiratio. Patienten mors. Λίγο πριν το χάραμα, κάθε χάραμα. Και όλες οι μέρες ξεκινάνε απ'το τέλος. Λάμπον όμμα, ρηχή αναπνοή, ιδρώλουσμα, ο φόβος του θανάτου. Και όλες οι μέρες ξεκινάνε απ'την αρχή.

Πίσω από τις επικλινείς στέγες, πίσω από τα λιγνά φουγάρα και τους ανεμόμυλους, πίσω από τις πλατφόρμες του πετρελαίου είναι μια ίνα κρύας θάλασσας που μου πλημμυρίζει το κεφάλι. Ο γιακάς είναι η λαιμητόμος. Γελάω μόνος μου στο κουζινέτο, ένας σακάτης στα γκουλάγκ σπάει πέτρες με το νευρολογικό σφυρί. Το ξινό τσάι κουνιέται στη ρηχή κούπα που έκλεψα από το ρεστωράν και με πιτσιλάει στη στολή, ανάθεμά το. Στο στόμα έχω ακόμα τη γεύση της σάπιας μπανάνας. Η ανάσα μου μυρίζει σκουπίδια. Οι συνεννοήσεις γίνονται με λέξεις των δυο συλλαβών και συναιρέσεις. Οι κουβέντες είναι προσωρινές, μετέωρες, ασήμαντες σαν άμμος. Προχτές στο σουπερμάρκετ βρήκα το φίλο μου τον ουρακοτάγκο και καθόταν με τα χέρια κρεμασμένα πάνω από το μισοάδειο σταντ. Τον χάιδεψα για λίγο. Ήταν κετσεδιασμένος. Το τρίχωμα είχε γίνει αψύ από τη σκόνη. Ένιωσα οίκτο. Ένιωσα, τι αρχέγονο σφάλμα, τι αυταπάτη.

Τα βλέφαρά μου καίνε. Οπισθοχωρώ και προσδοκώ να βρω κόντρα στη ζέστη ενός κορμιού. Αυτό είναι θετικό Ρόμπεργκ. Η γυναίκα το Μέγα Σάββατο βούτηξε δυο δάχτυλα στο αίμα της και μου'δωσε να φιλήσω. Η γυναίκα το Μέγα Σάββατο! Όλες οι αρρώστιες της, όλοι οι καημένοι περασμένοι απελπισμένοι εραστές της στα πληγιασμένα χείλια μου. Ό,τι πλύθηκε και ξεπλύθηκε μ'εκείνο το ιερό ζουμί κατέληξε δικό μου.

Στο ημερολόγιο του έτους, ημερολόγιο ευτυχίας, τραβάω μια γραμμή πάνω σε κάθε μέρα της καταδίκης για ζωή, και περιμένω πότε θα σε λιώσω στην αγκαλιά μου στο Μαντούκι στη ζέστη τη σεπτεμβριανή. Τα πριν και τα μετά είναι αδιαπέραστα, ύπουλα και απειλητικά όπως τα γαλάζια σκοτάδια του Ιονίου. Απέναντι ο Αρίλλας, η θάλασσα ως το λαιμό, τα πόδια θαμμένα στη λάσπη του νησιού, το βάρος της ιστορίας μου πλάκωσε το στέρνο, η θάλασσα ως το κούτελο, η δροσιά μέσα στ'αυτιά, εκείνο το σκαλί λευκής άμμου πάνω στο κεραμιδένιο κατακάθι, ο κόσμος πέρα, ο φόβος του θανάτου. Έχυσα άφθονα, άφθονα πηχτά δάκρυα πάνω στα πλακάκια από τερακότα του Άγιου Σπυρίδωνα, χωρίς λυγμούς, χωρίς άλλες αδυναμίες, δάκρυα που δε θα παραγραφούν ποτέ.

Η Κέρκυρα δεν είναι αλληγορία.
Ο παπάς Ροδίτης και τρελός όπως όλοι οι νησιώτες όταν έψελνε ήταν άλλος, μια σκιά Χριστού που μια φορά με κοίταξε ίσια μέσα στα μάτια και με φαντάστηκε γυμνό. Είπε θα σου φέρω εκείνη την εικόνα που της μοιάζεις και θα προσευχηθώ για σένα. Έπειτα πέρασε όλη τη νύχτα στα γόνατα στο ξωκλήσι απέναντι απ'το γιατρείο και το άλλο πρωί συνήρθε. Κάποιος άλλος ίσως υπέφερε βδομάδες για λογαριασμό του, ποιος είμαι όμως για να πω; Η όστρια φέρνει κόλλα. Η βάρκα και το καράβι γράφουν παράξενους πλισέδες στα νερά. Στις δυο το μεσημεριανό, το δείπνο στις εννιά. Ο Ερωτόκριτος καπετανεύει ισόβια την κολοκύθα της γραμμής κι εγώ κρατώ σφιχτά το μυστικό του. Οι τοίχοι όλοι στικτοί απ'τα σαμιαμίδια. Οχτώ η ώρα του βραδιού και θα νυχτώσει. Ακούω τη φωνή της μάνας μου στο τηλέφωνο, πίσω απ'το βουητό των καλωδίων, και λέει τραγουδιστά, καλησπέεερα σου, πώς είιισαι; και με ζώνει η ερημιά, με σκίζει ο φόβος του θανάτου.

Νησί τρίμμα ιριδίζοντος οστράκου, μαϊστραλάδα, Ναυσικά γυναίκα του Σαββάτου
μονοπώλιο όλων μου των απιστιών, σύνοψη των λαθών μου,
σ'αγαπώ



Η ανακάλυψη της Αμερικής

--

Ο Μ. κάθισε απέναντί μου στην αρχή. Ήταν πιο αμήχανος ακόμα και από μένα. Σκούντηξε το τραπέζι κι έχυσε τον καφέ του μέσα στο πιατάκι. Λίγο πιο μετά με μια σαχλή δικαιολογία ήρθε δίπλα μου. Κρατήσαμε μισό κοινωνικό μέτρο ανάμεσά μας. Πριν δέκα χρόνια το έβαλα σκοπό να πάψω να είμαι αφοριστικός. Αφού απέτυχα, με άφησα να παραδοθώ: ό,τι γράφω είναι αφορισμός. Αν δεν είναι, δεν το γράφω.

Αυτή είναι λοιπόν η αλήθεια για τον Μ., τον ακριβό ηθοποιό. Ο Μ. είναι όμορφα λεπτός, σαν χειμωνιάτικη ηλιαχτίδα. Είναι ψηλός, πολύ ψηλότερός μου, και όταν τον κοιτώ, βλέπω σε στιγμιότυπα το γήρας που τον περιμένει συν Θεώ. Έχει ένα ευάλωτο, κομψό σβέρκο, μια κάτω γνάθο φλεγματική σαν του Έγκμπερτ του βασιλιά. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ για τους άντρες με τη γυναίκεια γοητεία του κρυφού, ξέρω όμως πως μ'έχουν ταλαιπωρήσει κάπως. Είναι πολλά πράγματα κοσμικά που δεν καταλαβαίνω. Είναι πολλά που δε θα παραδεχτώ ποτέ και άρα δε θα καταφέρω να καταλάβω. Οι δυστυχίες του Μ. χάνονταν και ανθίζανε εμπρός μου τόσον καιρό. Ήμουν όμως τόσο κοντόφθαλμος που πίστεψα πως η μόνιμη ομίχλη δεν έντυνε τίποτε που δε θα μπορούσα να μαντέψω.

Λόγια που λέγονται και ξεχνιούνται, λόγια που λέγονται και αιωρούνται σαν φτερά, αυτές είναι οι σπάνιες σύντομες συναντήσεις. Σήμερα όμως, σαφώς πληγωμένος, μου είπε (sic) it was a long way to get here. Πήγα να απαντήσω αλλά μπερδεύτηκαν τα αγγλικά με τα δανέζικα και τα γερμανικά στο κωλόστομά μου και το μόνο που ακούστηκε εν τέλει ήταν ένα μμ. Now, είπε, I'm seeing a girl from Århus.
Συρροή, ο Έλβας, ο Αλιάκμωνας, ο Ω.
Τα λιπαρά ποταμίσια τους νερά δεν αφήνουν χώρο για ενοχή. Πόσο που αν σέρνεσαι μέσα τους ολόγυμνος και κόντρα. Και αν πηγαίνω κόντρα! Όσο για το άλλο, δε θα πω.

--

Βγήκα από το κτίριο Λ. Μισόχασα το φως μου από το φως. Δώδεκα ώρες στο προσεγμένο καταγώγι κάτω από τις λάμπες οικονομίας, μετά δεν ξέρω πού πέφτει η δύση και πού η ανατολή. Κούμπωσα το παλτώ και έστρωσα το γιακά. Έπιασα την τσέπη για να σιγουρευτώ για τα κλειδιά του αυτοκινήτου (τα κλειδιά της ελευθερίας). Η Ν. με περίμενε με τον κώλο ακουμπισμένο στα ποδηλατοπάλουκα. Περπατήσαμε ως το πάρκην, φορτωθήκαμε στο αμάξι και οδήγησα μέχρι το μέρος της ανακύκλωσης. Σουτάραμε τα χαρτόνια στον περιέχτη με την υδραυλική πρέσσα. Ρίξαμε τα προσμειγμένα φελιζόλια στο κουτί που έγραφε μόνο λευκό φελιζόλ, επαναστάτες, όχι αστεία. Στο ισιάδι απ'το Βάρντε για το Μπλώβεν έφαγε μισή ντουζίνα καραμέλες για το βήχα μονολογώντας Σκατά καραμέλες. Μόλις πάρκαρα πίσω απ'τους αμμόλοφους της μεγάλης παραλίας φάνηκε ένας ήλιος υπέρλαμπρος απογεματινός σκόνη διάσπαρτη ανάμεσα στις φτέρες της αρμύρας. Τι λες τώρα; τη ρώτησα. Σκατά παραλία. Πήρε τα καλτσοπάπουτσα στο χέρι, ανηφόρισε το λόφο και λίγο αφότου έφτασε στην κορφή, έπαψα να τη βλέπω.


--

Σφίγγω το ζεσταμένο τιμόνι. Καθώς βγαίνω στη Στόρεγκαιε το ηθικό μου με αφήνει εντελώς μόνο. Η πίπα μου φεύγει απ'το στόμα στο φανάρι και οι στάχτες χύνονται στα μπούτια. Στο ράδιο παίζει το 1492. Πίντα, Νίνια, Σάντα Μαρία.

Σε μια κοντή νύχτα πρόλαβαν και βάφτηκαν κίτρινοι οι αγροί απ'τα άνθη της ελαιοκράμβης.

ΠΑΣΧΩΝ

(μανιφέστο)

Τα σκοτάδια των ανεξερεύνητων δασών
τα φίδια τους, η χολέρα, οι πυρετοί
κάθε κλήμα και μια κρυφή μας καταδίκη
κάθε πιθήκι που χαμογελά τέσσερεις λάμες δόντια

η σιωπή θανάτου της άπνοιας η σιωπή
το κύλισμα το στάλαγμα το αίμα
ο ίκτερος λιακάδα, η φθίση διαδοχή των εποχών
η απέραντη ομορφιά στα δυσδιάκριτα κορμιά

ιδρώτας στην εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών
ένα μελαχροινό βλέμμα όλο λάμψη ένα δέρμα όλο χρυσό
εστάδου πορτουγκές ντα ίντια νέα στέμματα για παλιά κεφάλια
σταφύλια χάντρες αλεξανδρίτη καταμεσιού Γενάρη

νόμος του Γιέντε, ευμάρεια και αρετή
η έπαρση των αποικιοκρατών συν Θεώ και φιλιόκβε
ο φόβος για τη μεσοποτάμια αναρχία, τις τιμωρίες της ερήμου
τα ανελέητα καλοκαίρια, η ξεδιαντροπιά, η σκληρή γη

ποιος είναι τελοσπάντων στο κουπί;
από τη γάστρα ανεβαίνει μια μπόχα ιστορική
εβραίοι Ινδοί και μουσουλμάνοι απολίτιστοι μελαμψοί
κάποιος ψάχνει πάλι να δει ποιος στάζει σάπιο αίμα

αλλά δεν είμαστε εμείς
contre vents et marées

είστε εσείς, οι καθαροί

F32.2

Ανάσκελα στο κρεβάτι στη μέση του πουθενά, γιατί δε χύνομαι ζουμί σε ολόκληρο το σπίτι; Γιατί με κρατάει η πόρτα που είναι κλειστή και οι κούφιοι τοίχοι. Το σκοτάδι μου'χει χώσει δυο δάχτυλα σε κάθε μάτι και πιέζει. Βλέπω το φως το αγγειακό, το μόνο ίχνος μέρας σ'αυτόν τον ανίατο χειμώνα. Η μούρη μου φλασάρει. Τα αυτιά μου καίνε, τα μάγουλα παντζαριάζουν, ένας καυτός ιδρώτας με βρέχει σαν κύμα στην κυματοσκασιά και ύστερα μ'αφήνει. Στη μακρά σειρά με τα αγκίστρια ένα σφάγιο έχει ξεμείνει ζωντανό. Το αίμα στραγγίζει στις γαλάζιες κάλτσες μέσα στα μπλε τσόκαρα και ποτίζει το άσπρο παντελόνι της στολής της καταδίκης, το αίμα μου με σκαρφαλώνει σα να ήμουν βαρδατζέντα, το κεφάλι μου αδειάζει, η καρδιά χοροπηδά δυο προς μια στην ισοηλεκτρική, μόλις και μετά βίας σαράντα στο λεπτό.

Δεν έχω φράγκο ούτε για μια γουλιά καπνό, τα φύσηξα εχτές μέχρι το τελευταίο κέρμα, μέχρι το τελευταίο κέρμα, πόσο μάλλον για χαρτιά, δεν έχω μαζί την τράπουλα με τα μουνιά, άρα δεν είμαι εγώ, αλλά στη θέση μου είναι ένας τελειωμένος που δεν έπαιξε ποτέ μια βάρδια λανσκενέδες από τριακόσια τον καθέναν και όλους απ'το τραπέζι μέσα.

Η Σοφίε με παίρνει δεκατέσσερα τηλέφωνα στην ώρα, το υπηρεσιακό χτυπάει σαν εφιάλτης ενώ γονατιστός εξετάζω μια δεκάδα ποδοδάχτυλα με τα γυμνά μου χέρια, το καθήκον, το σωστό, αγάμητη κουφάλα με το κομποσκοίνι τατουάζ και με το σιτεμένο στόμα. Ο Π. Κ. στάθηκε έξω απ'το γραφείο φεύγοντας για το σπίτι, δεν ήθελε τίποτε να μου πει, μόνο να με εμψυχώσει με τα μάτια. Η αποικιοκρατία μας σκίζει απ'τα λαγόνια. Οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν. Στη σκάλα για τα αποδυτήρια ο Μ. Μ. που μοιάζει με ακριβός ηθοποιός με σταμάτησε για να με συμπονέσει, και τον κοίταξα τόσο προσβεβλημένος που μάσησε τα λόγια του κρατώντας την πόρτα ανοιχτή ανάμεσά μας. Η επιβίωσή μου παίζεται από λευκή αγκαλιά σε αγκαλιά δίπλα σε κλειδωμένα αυτοκίνητα στα υπαίθρια πάρκην, κλοπή και αμηχανία. Φεύγοντας σκάω ένα χαμόγελο σκέτο ψέμα και το ξέρουν. Δυο ώρες πιο μετά χωρίς καμία ενοχή η ζώνη με κρεμάει απ'το σωλήνα του καλοριφέρ και χαλαρώνω το χέρι γύρω απ'την ψωλή. Για να σβήσω δε θέλει να προσπαθήσω τόσο όσο για να χύσω, αλλά ο σωλήνας είναι απ'τις αρχές του '60 και δεν τον νιώθω σταθερό ή απλά φοβάμαι. 

Στην κούπα τα κλωνάρια του τσαγιού έχουν μουχλιάσει. Στο νεροχύτη κάθεται η μοναδική μου κατσαρόλα άπλυτη δυο βδομάδων. Ψίχουλα στον πάγκο ακίνητα το πρωί ακίνητα το βράδυ, μισό ψωμί έχει απολιθωθεί μέσα στο σακουλάκι, το τσαγερό η αλυκή, στο πάτωμα χαλί το γκρι τετράδιο σελίδα προς σελίδα, οι μυστήριές μου λέξεις είναι παντού. Αν δεν έπρεπε μετά να μαζέψω τη ζημία με τη μαλαστούπα, θα τις κατουρούσα, μα στο μαπομπούγελο δε χωράνε επαναστάσεις, μόνο συμβιβασμοί. Οι ώρες μου είναι μετρημένες στα λεφτά.

Οι νοσοκόμες λένε στο διάδρομο, αυτός είναι άνω κάτω, τάχα μου δεν ακούω, κάποιος ασθενής πεθαίνει όπως συμβαίνει και δέκα άτομα περιμένουν επειδή πληρώνομαι να τον αναστήσω. Το μόνο εφικτό είναι μια ενός λεπτού σιγή, κάνουν πως δε με καταλαβαίνουν που τους λέω ο Θεός αποφασίζει.

Το περασμένο Σάββατο ο φίλος μου έγραψε Φλένσμπουργκ - Βάρντε για να με κεράσει ένα ξινό κόκκινο τσάι κι ένα πρωινό. Αν σε δουν με τη χάμσα βράδυ έξω εδώ θα σε μαυρίσουν. Του έδωσα το δαχτυλίδι και μου έδωσε το σταυρό του, αυτόν που προηγουμένως έχω πολλές φορές μνημονεύσει καυλωμένος. Οι όμορφες από το διπλανό τραπέζι ήταν μάρτυρες του αρραβώνα.

Ο ιδρώτας του κορμιού μου έφυγε μαζί του για το Φλένσμπουργκ εκείνο το μεσημέρι
η ζέστη του λαιμού μου κάτω απ'το γένι είναι σε χέρια τρυφερά στη Σαλονίκη
είμαι χώμα προσμονής για την πρώτη ή τη δευτέρα παρουσία
τα χείλη μου εννοούν κάθε φιλί που δίνω, ως εκεί μας πάει εύκολα η λίγη ειλικρίνειά μου
για πιο μακρινές διαδρομές ψάχνω να βρω την πίστη...