© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Sommerende (sjø)

Der fremde Sonnenschein begegnet den milchweißen Knien, unbequem mit gekreuzten Beinen in der Hitze Sitzen weil du mußt
aber seit dem Morgen kenne ich sie, umklammerten meine Taille fest und so schön wie sie sind
Lachen der Unruh, Mund des Befehls, das Geheimnis des gesunkenen Blickes
mein geblümtes Fräulein, Perlboote aus der Meerestiefen, hör, Gruß und Kuß und Wurfhakn...

Neue Tiefen

Dein Hemd liegt auf dem Klavier, die einzige Musik die ich hör klingt wie Rasselgeräusche und Trost, Kefir bereitet mir Kummer, ich bin allergisch gegen Erdbeeren, neues Klima ganz von Anfang an,  Bücher mal so schlampig, echt schlampig, das trübe Fenster ist vergebens geöffnet, die Wand kuckt an mich, hier und jetzt, Mäuse in den Entwässerungsrohren, in anderer Weise schaffen's sie auch, hier und jetzt nicht so sehr, Laban auf den Wunden, hilft nicht, hilft mehr als der Trinkjogurt, was warst du, was war die Insel, was ist sie nun, vergeßliche Pflanze, schwülwarm und klebrig, das heißt südlicher Sommer, das heißt mitten in der Nacht Niesen, Weinen, Schweigen, Irren, die Sägerei des Nachbars ist kein Schimpf, die visuelle ästhetische Beleidigung der Geschichte ist dein Mann, zeig was Anstand, hau ab!, ich werde augenscheinlich leicht zornig, das siehstu gleich, ich habe beim Vergessen gelogen, da darf man nicht, nichts verlernen, da darf man, ich, hier nicht sterben und der Ort entleibt mich, Sackgasse. Der Hartholzboden ist Lache Erbrochenes, die Schritten führen im Nichts. Die Schlächterei, Goteshaus.

Auch schon was hä...

Μελιταίος

Μουσκίδι από σάπιο σανό, ζώα στο προσκεφάλι
κουφός στον ύπνο, τυφλός τη χαραυγή
το λαρύγγι δαρτό κι οι οίακες αυτοερωτική θηλιά
γλυκάνισος δέσμη λευκή στο χέρι της παρθένου

ηλιοστάσιο κρυμμένος στο σκοτάδι της σπηλιάς
ψύχρα δεκεμβριανή κι η υγρασία στάγδην
χύνεται χωρίς περιστροφές δίπλα στο σουβλί του Swan Ganz
το μέταλλο κάνει την αμμουδιά γυαλόχωμα

οξύς καταρράχτης του μελιού, η όψη αποτραβιέται
το ρίγος πάει κι έρχεται, το ρίγος
πάει κι έρχεται
μαζί κι ο πυρετός, ως το βρασμό

δεν είναι απ'τα χτικιά που συγχωρούν
για αίμα έχω τώρα την ίδια μου τη γη
λέμφο το κλάμα της κυράς
σκέτο θαλασσινό νερό απ'τον αφρό του Wittdün
.


Siècle des lumières

Das letzte Wort gehört mir. Ich schaue durch die Welt, die Welt ist nahezu blind. An manchen Tagen kokle ich, es wird immer rund. Du sollst mir beibringen, wie man sich Hals über Kopf verliebt sein kann. Komm und hilf, dann üben wir autarke hohle Macht aus, rechte Gesindelkönige. Sei es wie es sei, wir pilgern weiter, Erleuchtung rückt heran.

Ονειρικό παραλήρημα

Έφτασα στο σπίτι απόγεμα. Κουβάλησα τα ρούχα και τα άφησα δίπλα στο άχρηστο σαλόνι που σκονίζεται. Η μάνα σου με υποδέχτηκε με εκείνη τη συγκρατημένη εγκαρδιότητα που ίσως είναι βιτρίνα της αντιπάθειάς της για το είδος μου. Μύριζε από ζυμωμένο κιμά και τα αφράτα μέλη της κινούνταν με τη γνώση της εξουσίας τους στο νοικοκυριό της. Αράδιασα τα βιβλία στο γραφείο σου, κάθησα φάτσα κάρτα στα ξακρισμένα παράθυρα βλέποντας το επικείμενο ηλιοβασίλεμα να καθρεφτίζεται απ'τα παράθυρα της άλλης μεριάς. Τα στοιχεία τυπωμένα πάνω στις ξύλινες μεμβράνες μίκραιναν και μίκραιναν και οι φακοί μου σκλήραιναν από την προσμονή του γήρατος τόσο που στο τέλος έπαψαν να ξεχωρίζουν το ένα γράμμα από το άλλο, και όλα ήταν ένας σκιώδης αχταρμάς σαν αίμα σε πανί που γράφτηκε σε ασπρόμαυρη ταινία που λύγισε και μαλάκωσε απ'τη ζέστη. Έτσι ο εγγύς μου κόσμος ήτανε το ίδιο θολός όπως ο μακρυνός μου. Καλύτερα έβλεπα ακούγοντας τους κώνους της σιωπής που ταμπώναραν τα αυτιά μου, καλύτερα έβλεπα νιώθοντας τις πορτοκαλιές ακτίνες που με έβρισκαν στην πλάτη σα μαχαιριές γαλλίου, η ημερήσια πρόοδος ήταν σαφής και ξεκάθαρη μες απ'τα καινούρια μου πολυεστιακά γυαλιά. Ξεχείλιζα άχρωμο και άοσμο εμετό, ένα ζουμί που δε σε βρέχει, τα μάτια μου είχαν πρηστεί στην ανάδυση των νεύρων, δε θυμόμουν τίποτα από όσα με καταδίωκαν τον περισσότερο καιρό. Ένιωθα σε κάθε πληγή του εαυτού μου τα γινάτια της ανοσοπαράλυσης, με κατέβαλλε η παραίτηση εκείνου που έχει πια μάθει για το θάνατό του. 

Απ'τον πύργο μου είδα ένα τερατώδες αγροτικό που σταμάτησε στο δρόμο εμπρός, δίπλα στη στάση. Στη θέση του οδηγού ένας μελαμψός με παντελόνι σαν ψαρά κρατούσε το τιμόνι με τα πόδια στο ταμπλώ, ο πατέρας του σκυμμένος κάτω με τα χέρια στα πεντάλ και το λεβιέ, θα'σκαγε από το σύνδρομο άνω κοίλης. Πίσω είδα εσένα, χωρίς να σε γνωρίζω, ο ήλιος σε είχε κάνει θερινό, το μουστάκι ήταν το ίδιο, έψαξα κάτι που είχα ξαναγγίξει με το στόμα, ήσουν εσύ, ο ίδιος. Το ψάθινο καπέλο της σειράς, μαυρισμένο απ'το πιάσε βάλε και τις χαιρετούρες, σκονισμένο ραφή ραφή και κόμπο κόμπο σου έδινε επιπόλαιο μυστήριο μα ήταν μια απάτη, κι εσύ ήσουν φανερός. Πήδηξες κάτω ζωντανός, και μαζί σου χύθηκαν μες στην αυλή ένας στρατός από άλλους νέους, άντρες κάθε λογής και γυναίκες πάνω κάτω μιας παρόμοιας κοψιάς, ντυμένοι για παράκτια αμαρτία, τρύγο και λάδι από πέρσι, τους έφερνες όπως η φλύδα από σαπούνι μέσα στο βούτυρο που έχει λιώσει κουβαλάει την καυστική της άλω. Σύντομα το κεφάλι μου καταιγιζόταν από ρυθμούς που δε θα προλάβαινα να χορέψω παρά μονάχα στην καρδιά, ψάρι την ώρα που σκάει το μπουρλότο. Βρέθηκα από παράσυρση να στέκομαι υπόλογος στη σκοτεινή τηλεόραση που δεν είχα δει ποτέ αναμμένη. Στο βάθος μου χαμογέλασες, επιστρέφοντας ταν, σωστός γιος της Γοργούς και μεθώντας τους άλλους με αίμα που κύλησε πηχτό, βρήκε τις στάλες της δροσιάς στις πρασινάδες και έγινε κρασί. Η μόνη απάντηση που είχα ήταν το νεύμα του σακάτη κι η συνοφρύωσή του. Αποφάσισα να κατουρήσω στο δωμάτιο με τα πλακάκια που όταν τα πάταγες ξυπόλυτος πάταγες κάθε γωνιά της γης, κι ήταν όπως όλα τα δωμάτια μα τα πλακάκια μιλούσαν στις πατούσες σφαιρικά, λες και σε κατάπινε ο ίδιος ο πλανήτης και τον μάθαινες απ'τα μέσα. Στάθηκα με την πλάτη στην πόρτα, για να με χνωτίσει στον ώμο η ανάσα τεσσάρων γυναικών, αντίκρυσα τριανταδυό τομείς λιπασμένους από πείνα και κάτι άλλο, συγγενές. Έσπρωξα τα όμορφα σώματα που μαζεύονταν σαν υδρόφοβα κεραμύδια στο δάσος της βροχής. Υποχωρώντας με ακρίβεια και εκείνον το φαινομενικά ψυχρό σχεδιασμό που έχει το τρέξιμο του λαγού, πρόλαβα ίσα ίσα να μαζέψω μουλιασμένα και φουσκωτά τα βιβλία που είχε κάποιος από τη συντροφιά μεταφέρει στο προσκέφαλο του άναρχου κρεβατιού κι είχαν ρουφήξει νυχτερινούς ιδρώτες από όλες τις εποχές. Κατρακύλησα τις σκάλες πάνω στα πόδια μου που έτρεμαν, σε αντάμωσα ξανά, ήξερες κι εσύ
-Σύντομα θα έχουν πάψει όλα, είπες κι η σιγουριά σου έφτανε ως τις τελευταίες παρυφές των ζωντανών, άκρη άκρη στους θαλάμους και πίσω απ'τα πένθιμα παραβάν, μα πού να βάψει τη στέππα των θηραμάτων;

Φορτώθηκα στ'αυτοκίνητο, έβαλα μπρος με την ψυχή στο στόμα, σαν κούπα που πέφτει γεμάτη μαρμελάδα την ώρα του δεκατιανού στην Πελοπόννησο έσπευσαν δέκα μέλισσες για να'ρθουνε κι αυτές, δεν είχε σημασία -βγαίνοντας απ'τον αυλόγυρο, το ράδιο έπαιζε ένα επικήδειο εμβατήριο, μόνο που οι πεθαμένοι δεν ακούν και πήρα λάθος ρότα. Ο ουρανός σημαδευόταν όπως όλες οι ράχες του κοπαδιού από τα σχέδια του Λίχτενμπεργκ, το ξημέρωμα θα σας περνούσε η καταιγίδα. Η άσφαλτος λιγόστευε, δεν είχα ιδέα προς τα πού τραβούσα, οι επιβάτες έφθιναν σιγά σιγά προς σκόνη, ο κινητήρας έπαψε τα ομόκεντρα του κύκλου του Όττο τα τερτίπια, κι εγώ... εγώ έγινα αιμοσφαίρια που φυγοκεντρίζονταν σε τροχιά.