© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Ματθαίος

Ο οσφρητικός βολβός έρπει σε κόκκους από χρυσή άμμο
ανάμεσα στα θαλασσοτριμμένα πετραδάκια
κομμάτια από καβουροκαύκαλα, 
σκόνη λεπτή μόσχου και κουρκουμά

άρτιο παβλοφικό παιχνίδι με φέρνει βόλτες
πάνω στην πυρωμένη λαμαρίνα
στην έφοδό της το κοντανάσαιμα με στέλνει
στην άκρη της ζωής μου

το πιστό μου πρόσωπο γδάρθηκε κατανυκτικά
στα πολύχρωμά σου γένια, η γλώσσα μου
ξέχασε όλες τις άλλες γεύσεις
οι μικροσκοπικοί μύες της ίριδας με το μέλι και το χώμα

λιώνουν καθώς τους βράζουν οι βενζοδιαζεπίνες και το ποτό
όπως όλοι οι άλλοι μύες στην πλημμύρα του καμάτου
το πρωί βρίσκει τη γη σαν κεφαλή καρφίτσας και τη θάλασσα
να τυλίγει τη γη και να κλέβει όλο το φως της μέρας μυδριασμένη

το ανθρωπάριο του Πέννφιλντ σα να'χει μπει στην έλξη
έχουνε μείνει τα χείλη στο μουστάκι, τα ακροδάχτυλα 
στις τρεις ξεχωριστές σου εποχές, Αιδεσιμότατε
πέφτω στα γόνατα κι απαρνούμαι το χρίσμα των άλλων εραστών

άδραξέ με απ'το λαιμό
και βόγγηξε μαζί μου την ώρα που το αίμα θα πάρει να πήζει στα αγγεία του βυθού.

The end isn't distance, it's just a place to stand

στους χιασμούς των μεγαλύτερων κλαδιών το αίμα γίνεται ρετσίνι
και πήζει και θάβεται στην τάση μαζί κι ο θησαυρός του
το μαστίγιο της τριχιάς πετιέται σα χέλι συμπαθητικό
η αναπνευστική αρρυθμία άγαλμα σε προσοχή

ανάσκελα ψέλνω τα λόγια του απεγκεφαλισμού κι η μνήμη μου δίνει σε ριπές
τις κινούμενες σκιές των δέντρων απ'το δρόμο στο ταβάνι με τα ξύλα
το ρίγος των χλωρών σπαρτών ενώ φυσάει μπουγάζι
τα δάχτυλα που χτενίζουν μέλι και συννεφιά στο γάλα

το χέρι που αρπάζεται απ'την κλείδα του αμυνόμενου ωπ
να'σαι τώρα δούλος του παλαιστή

κάθε σπασμός φέρνει ξανά την αγωνία του θανάτου και ξανά και
το αρνί γίνεται λύκος όπως κρέμεται καρφωμένο με δόντια στο σαγόνι

κι από όλα αυτά
δεν ξέρω τι πονάει πιο πολύ απ'το κράτημα του παίχτη το βιολί
ή το δοξάρι

cum die arise
cum die arise

Altonaer Bekenntnis

Ich wollte dir erzählen was des Nachts geschieht vor meinen Augen sehe ich deinen schönen Hals da kommen meine Hände vom Weg gierig ab und würgen mich die betäubten Lippen streicheln deine Augenlider am Rande deines Unterleibs werden die Beckenhörner angeboten oder sind sie dir gestohlen worden mit deiner Stimme klingt mir Verehrung zweisilbig und 
werde ich mit meinem Namen eins
ich vermiss dich nicht, begehre dich nicht, außer wenn du mein bist
noch nur so kann ich dir antworten
wenn du Liebst du? fragst




Δειλό αρπαχτικό, φίδι με λάμα στομωμένη
ήθελα να σου πω για όσα συμβαίνουνε τις ώρες που κοιμάμαι
εμπρός στα ολόκλειστά μου μάτια βλέπω τον όμορφο λαιμό σου
και τα χέρια μου αδηφάγα χάνουν το δρόμο τους και σφίγγουν το δικό μου

τα χείλη μου που έχουν μουδιάσει χαϊδεύουν τα βλέφαρά σου
κι οι λαγόνιες άκανθες στις άκρες της κοιλιάς σου προσφέρονται ή τις κλέβω
ακούω δισύλλαβη λατρεία στη φωνή σου κι ενώνομαι με το όνομά μου
δε μου λείπεις, δε σε επιθυμώ παρά μόνο την ώρα που σε έχω

κι είναι ο τρόπος που μου'μεινε για να σου απαντώ


Friiskfunk

Το ράδιο σκονίζεται δίπλα στους φοριαμούς
σας αρέσει καλύτερα η μουσική των δικών σας λαρυγγιών

καπνίζω στα κλεφτά με το κεφάλι χωμένο στην ανάκλιση
κι οι εκπνοές πηγαίνουν έξω στο κενό

σαν το ασκιτικό ζουμί που πετάγεται απ'το ανοιχτό τριοδικό του αμποκάθ
ώσπου να προλάβει ο αφηρημένος να ενώσει το σωλήνα

τα παράθυρα απέναντι ανήκουν στους θαλάμους της ορθοπεδικής
τ'αναρτημένα άκρα χαζεύουν την τηλεόραση

που δείχνει τη νύφη να κλαίει σε είκοσι συναπτά αντίγραφα
δυο δευτερόλεπτα δρόμο το ένα δάκρυ απ'το άλλο

προσμένω πώς και πώς να έρθω στο χειρουργείο
λίγο με νοιάζει ο αναισθησιολόγος που τσινάει

εκεί τα λόγια είναι υπηρεσιακά 
και μόνο ακούγεται ο 96.7 στα υπερβραχέα.

A death in the family

“And somewhat as in blind night, on a mild sea, a sailor may be made aware of an iceberg, fanged and mortal, bearing invisibly near, by the unwarned charm of its breath, nothingness now revealed itself: that permanent night upon which the stars in their expiring generations are less than the glinting of gnats, and nebulae, more trivial than winter breath; that darkness in which eternity lies bent and pale, a dead snake in a jar, and infinity is the sparkling of a wren blown out to sea; that inconceivable chasm of invulnerable silence in which cataclysms of galaxies rave mute as amber.”
 
James Agee