© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

A death in the family

“And somewhat as in blind night, on a mild sea, a sailor may be made aware of an iceberg, fanged and mortal, bearing invisibly near, by the unwarned charm of its breath, nothingness now revealed itself: that permanent night upon which the stars in their expiring generations are less than the glinting of gnats, and nebulae, more trivial than winter breath; that darkness in which eternity lies bent and pale, a dead snake in a jar, and infinity is the sparkling of a wren blown out to sea; that inconceivable chasm of invulnerable silence in which cataclysms of galaxies rave mute as amber.”
 
James Agee

I think of you, but I no longer speak of it

Η αψιά γλύκα της καθαρής μηχανικής...
ο άντρας που μύριζε ζεστός σα νεογέννητο
έβραζε στεγνά ανάμεσα στη νιότη και στο γήρας

η νύχτα ερχόταν κι έφευγε κακιά
ο ιδρώτας στάλες δροσιάς σε ινδικά βαμβάκια
τα χείλη μου δεν έχουνε ξεχάσει την υφή

ο θαυμασμός του κοριτσιού που μαθαίνει να χειρίζεται
το γέλιο που ευλογεί το πρώτο παραστράτημα.
Το άλφα της Λύρας καθρεφτίζεται στο κύμα του βορείου ημισφαιρίου

όπως ο έρωτας της Κλεοπάτρας στο χρυσάφι του νερού
σπαρμένο με πεινασμένους δολοφόνους.
Στην άλλη όχθη του ποταμού είναι αραγμένη η γοητεία της Ρώμης

νικιέται η δίψα και βουλιάζουνε τα πόδια ως το γόνυ
σε λάσπη που θα σβήσει τη θυσία με πίστη συζυγική.

Gesinnungswandel


der nie kommt

#42

Ο τοίχος φουσκώνει ανάμεσα απ'τις σανίδες σαν κοιλιά ασκιτικού, κι όταν βρέχει γεμίζει σταχυόχροο απόσταγμα από αίμα. Απ'το παράθυρο θα δεις πολλά από τα πρόσωπα της επιστήμης του καιρού, μα δε θα ακούσεις στάλα. Κι έτσι τις μέρες του χειμώνα που είναι υψωμένα άσπαστα τα ξύλινα οστά απ'το πτώμα που είναι θαμμένο στην αυλή, φαντάζομαι το θρόισμα της φυλλωσιάς των δέντρων. Προδίδομαι απ'τα χέρια μου που με λοιδορούν και τις παρειές που καίνε, θυρεοτοξικός για μια ιδιοτροπία που κράτησε τρεις μέρες και βάφτισε τη θεραπεία λάθος. Ο ιδρώτας γλείφει την πλάτη μου όπως ένα μπουκάλι σαρντοναί από ροδάκινα του νέου κόσμου χαραμίζεται με ταγγισμένο κρέας. Ο τρόμος με ξεφτιλίζει σύγκορμο, ρίγος πυρετού αρπαγμένου από τις ηδονές. Η συντροφιά του δυτικού ρυθμού σβήνει όταν περάσει τα διακόσια, κι έπειτα στην αφή και στο αυτί απομένει ένας βόμβος σκεπασμένος από τον υπερδυναμικό συριγμό του κόσμου που γυρίζει αναιμικός. Δεν ξέρω πώς μπορώ να σηκωθώ, ούτε πώς μου εμπιστεύτηκα το δεκάρι με τη γυναικεία καμπύλη στην κοπή πάνω από σαθρά αγγεία. Ο πεθαμένος δε θα με μαρτυρήσει, οι άλλοι δεν είδαν παρά μόνο το φως που διασπάστηκε σε κάθε μια ηπαρινισμένη γουλιά που ανάβλυσε κι έβαψε το έγκλημα λευκό. Οι δρόμοι που ανοίχτηκαν θα πρέπει έπειτα να ραφτούν με σύρμα και γύρω από τις βελονιές θα πρηστεί και θα φλογώσει το τελευταίο πείσμα. Να προσέξεις δυο φορές γιατί το προνόμιο λαδώνει ύπουλα τα γάντια, κι αν άβγαλτοι οι ώμοι σου σταθούν τετανικοί σαν απελπισμένη μήτρα, σκέψου πώς σπάει η ηλικιωμένη πορσελάνη κάτω από θυμωμένα πόδια και σπρώξτους. Το ασθενικό σου βήμα και η κύφωση που με διώκει ενσαρκωμένη πότε στον έναν και πότε στον άλλον που περνάει αλαφροπάτητος σα μυημένη νοσοκόμα γλιστρώντας βαμβακερή πάνω στο βερνικωμένο μάρμαρο, με κάνουν να φοβάμαι πως θα σε προσκυνήσω.