© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

90°

Τα πέλματα με τα πετσιά σφιγμένα τέτοιο κάψιμο δεν έκαναν παλιά μα τώρα έχει αλλάξει όψη ο καιρός δέκα λεφτά κάτω απ'τον ήλιο για δέκα δέκατα πυρετό με άγριο ρίγος. Οι βάλτοι βράζουν στη δροσιά πέρα η ξέρα κι η χώρα ολόκληρη από φίδια στις ράχες τους φορτωμένα ρόμβους ακολουθίες της αγωνίας τα φέρνει όπως τη μούχλα οι χαραμάδες ανάμεσα απ'τις ξύλινες κολώνες. Από εδώ για εκεί τρεις μέρες καβάλα στο ταμπλώ και δυο φορές φορτωτική στα επιβατηγά των τοπικών γραμμών δεν έχει άκρη η διαδρομή για να κρυφτείς δεν έχει ξέπλυμα το πόσο μου'χει λείψει οι γείτονες των οικισμών τα βλέπουν όλα καλύτερα απ'το θεό σε μέρα αμαρτωλή του καλύτερου πιστού. Κι έτσι το χωριό ξέρει καλά ποιος μαραίνεται αναζητώντας σ'απελπισία τα προσευχητάρια της Ιερουσαλήμ, και ποιος τα βράδια στενάζει αδειασμένος από τριών ειδών αλμύρες.

Η φασαρία της εξοχής τα είκοσι δέντρα της αυλής και ο αέρας κυλιέμαι στον ύπνο με ησυχάζει στα μεσοδιαστήματα στο δίπλα μαξιλάρι η υβριδική ξαγρύπνια, ταραγμένη από κάτι σα μικρή λατρεία. Οι νησιώτες κουβαλάμε την κλειστή επιμειξία και το γλιτωμό του βιασμού με μια γυαλάδα άρρωστη στο μέτωπο και ξεχασμένη τη ντροπή ισχνή κι αναιμική ένα λεπτό λεπτό κρανίο να γίνει όλο σκόνη με το φίλημα του τρυπανιού και το κορμί βροντηγμένο σ'όλες τις πεντακάθαρες γωνιές του εξοχικού η πετσέτα μου βαμμένη από βιαστικό ξύρισμα λιάζεται λερή οι μελανιές λαδιές στο σμαλτωμένο δέρμα της το μαχαίρι γδέρνει το ψάρι το σφίγγω απ'την ουρά γύρω πετάγονται ακριβά ασημικά τα λέπια ψάχνω πίσω απ'τα βράγχια για τη συκωταριά μα τρυπάω το στομάχι και τραβάω χωνεμένα φύκια και χαλίκια μαζί με αμμουδερό χυλό μικρή μου νευρασθενική δεν έχω να σε πιάσω δεν έχεις κι εσύ να κρατηθείς. 

Ξαπλώνουμε δίπλα στις δυο άκρες του στρώματος τα μαλλιά μου πλοκάμια έρπουνε προς τον κακόχρωμο λαιμό, κράτα το στόμα σου κλειστό τα πλαϊνά κάποιος στα πήρε με την ψιλή για την τριτοετή θητεία τι κάνεις δίπλα στον παλιό, τι κοιτάς τι βλέπεις. Το κεφάλι χωράει να βάλει για καπέλο την παλάμη μου τα χέρια της που λιώνουν θυσία της υστερίας κλειδώνονται μεταξύ τους ο ευγενής χρυσός δεν οξειδώνεται ποτέ, ο ευγενής χρυσός δε μ'αφήνει να περπατήσω άλλο πια, ένας πλούσιος κουτσός οι χαλινοί σακατεμένοι, οι χαλινοί τους τράβηξε η μαμή μια ψαλιδιά και έφτασα μισάνοιχτος θολός και μεθυσμένος ν'ασθμαίνω σαν χοντρός βαμβακερός με βαριά βυσσίνωση μια Δευτέρα το πρωί.

Οι τοίχοι παχιοί στα τρία τέσσερα μέτρα κι ενώσω ξεδιψάς σε ξώγαμη πηγή δεν πιάνει τα μαντάτα και το πιο επιδέξιο αυτί, μα έλα που η ερωτική τους προσμονή είναι ίδια ίδια με τη δικιά σου κι όταν μαζεύεστε στην εκκλησία διαβάζουν τα εγκλήματά τους στον καθρέφτη. Η σκοτεινιά που κατεβάζει η υγρασία δε συγχωρεί κι εμένα στη συναγωγή, μα ούτε αφήνει να φανεί η προδοσία. Απ'τη δεξιά μεριά βλέπω που βγαίνει προς το χαντάκι, κάνω να στρίψω μα κρατάει τη στραβοτιμονιά σφιχτά, μουλαρωμένα και τα μάγουλα τα υπογράφει ο ιδρώτας, βάζω κι άλλη δύναμη οι ρόδες ανεβαίνουν στην άσφαλτο το δεμάτιο του His πνιγμένο σε πηχτό βούρκο των κατεχολαμινών χάνω την καρδιά μου αν κάνω να βγάλω λέξη τα γόνατα λυμένα ούτε να καταπιώ γουλιά γουλιά το μυστικό κράτα το στόμα σου κλειστό μικρή μου νευρασθενική σε κόβει και σένα το μαχαίρι πάνω απ'το λαβομάνο ξυλιασμένη στην άκρη του στρώματος ακίνητη ενοχική κι αν πέρασε απ'το νου κάτι σαν ατοπία, τα πόδια έμειναν κρεμασμένα εκατέρωθεν του κρεβατιού, τα χέρια πειθαρχημένα, τα βλέμματα των δυο σε ορθή γωνία.

Με καθαρή συνείδηση στο Τελ Αβίβ

Σένιος με τα ρούχα απ'το χτεσινό πρωί δεν είναι η ώρα αυτή, μη, δεν είναι η ώρα αυτή μα κράτα στα μάτια σου βλέμμα από βότσαλα κάνε πως δε θολώνουν γύρω οι επιγραφές κι εύχομαι να ξέρει η αδερφή αν είναι το μηδέν εμπρός ή πίσω από το ράμμα αλλά θα το δούμε έτσι κι αλλιώς όταν θ'ανοίξει το χαρτί τα κλαδιά κουνιούνται πλακέ στη τζαμαρία απ'έξω ό,τι εισπνέεις είναι αλοθάνιο στο χαμσίνι αίμα κι άμμος 

στις γαστροκνημίες μου χαρτογραφούνται οι χώρες του καμάτου κι ο ιδρώτας σουρώνεται στις κάλτσες αγνάντι για ένα μικρό λεπτό αναρρωτική άδεια για μήνες, για μήνες στο στοπ αριστερά και δεξιά στη διασταύρωση πράσινα μεσημεριανά στις δώδεκα ενώ αλλού όσο κατεβαίνει η δική σου η ανάλατη μπουκιά κάποιος ανασταίνεται στη μυρωδιά του φρεσκοπεθαμένου πλημμυρισμένος από χρώματα που βρίσκουν το δρόμο τους απ'τους κερατοειδείς πλεγμένους με δυών τα οράματα

ανασκοπώντας τις βάρδιες της τσόχας
ένας ακόμα αγαλμάτινος χαμένος

τα στόματα των τιμωρών λιμασμένα για μαρτύριο
στέλνουν τα χέρια βαριά και σιδερένια ν'αφέσουν καποιουνού τις αμαρτίες

στα μάγουλα και στο λαιμό όμως στάζουν τα σάλια της ταλαίπωρης νηστείας
όπως τα κύματα της θάλασσας τις πέτρες έτσι τις σάρκες τους αυτοί
αίμα κι άμμος.

Gewidmet

Leben is genau das Gleiche hier und da doch Städte stinken nach demselben Todesruch denn nur auf dem Lande hält man für immer ich denke bei schlechter Gesundheit ich liebe und erinnere mich bei schlechter Gesundheit schau, kuck dein Mann zieht davon ich weiß soviel ich weiß du brennst von Hunger nach einem zärtlicheren Blick Leben is genau das Gleiche hier und da, die Sonne sättigt uns von arm bis reich gleichfalls so kann es nicht weitergehen, bald bekommt sie das Unterscheidungsvermögen, hier brennen und wärmen da meine Verlobte wartet bestimmt nicht vergebens ich setz mich wieder hin, streichle meinen Kater der Rabbi segnet uns auf der ganzen Insel  ein der Jude mit den kupferfarbigen Koteletten und die Mädchen mit dem Flachshaar ich kehr heim, vergiß mich vergiß mich nicht halt deinen Trauring fest was bleibt übrig? wir

4/5

Медицина - моя законная жена, а литература - любовница. Когда надоест одна, ночую у другой.
Чехов

#35

Η τελευταία εφημερία

Το βρόχινο νερό ποτίζει τη μανταρινιά του περβαζιού
που ανθίζει φορές δώδεκα το χρόνο ξαναμμένη
με τα ζουμιά του γραφείου των ογκολόγων

απ'το απέναντι παράθυρο προσοχή στη διανυκτέρευση
αφουγκράζομαι μία μία τις γουλιές, γυαλιστερές και
στρογγυλές σαν τις μικρές κραυγές των κοριτσιών

η ώρα πριν το χάραμα η μητριά της μέρας
ανάσκελος στο φρεσκοστρωμένο κρεβάτι
τα χτεσινά σεντόνια φύγαν σε μπόγο το προηγούμενο πρωί

μαζί με τα υπόλοιπα του τέταρτου ορόφου
το ξυπνητήρι καποιουνού μας παίρνει το κεφάλι
βήματα θυμού έξω στους διαδρόμους

μες στο μισοσκόταδο βλέπω ένα κρεβάτι σαν κι αυτό
απάνω του σκευρό το λυτρωμένο
και δίπλα ακριβώς το ξυπνητήρι που μάταια ομολογεί
γιατί αυτός δε θα κατέβει σε άλλη αλλαγή.