© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Όνειρο άλφα δύο

.
το συμπαθητικό μαστιγώνει την καρδιά, το αίμα χτυπιέται στις αρτηρίες
όμως οι κόρες μυδριατικές καταπίνουν το φως

3 ερωτήσεις
η αυτοματία,
η συζυγία,
η νόσος

τα μάτια ολάνοιχτα πίσω απ'τα κλειστά βλέφαρα
τα μάτια δεν κλείνουν ποτέ μόνο όταν τα κόψεις απ'τη ρίζα

3 ερωτήσεις
η αυτοματία,
η συζυγία,
η νόσος

κάποιο κρύο απομεσήμερο, περισσότερο κίτρινο παρά γκρι, φιλτραρισμένο
χάρτινο και πορώδες κι η άσφαλτος βαμμένη απ'το χώμα κι οι άλλοι ήταν εκεί
εν μέσω μιας προϊούσας ευημερίας, το πρόσωπο, η καρωτίδα που έσφυζε κι ανέδιδε
βρέθηκα εκτός του σκουπιδένιου κορμιού που ίδρωνε, μακρυά απ'το μουσκεμένο κρεβάτι.

3 ερωτήσεις
η αυτοματία,
η συζυγία,
η νόσος
.

Όνειρο άλφα

Θα περιμένουμε ακόμα ένα δεκάλεφτο, αν δεν έρθουν θα φύγουμε-
ναι
έξω έχει μαλακό καιρό του όψιμου χειμώνα, το φως γλείφει τα πάντα
μυρίζουν οι εκατομμύριες ακίδες των πεύκων κι η Εξοχή γιατρεύει τους φθισικούς
η γη είναι αφράτη απ'τα λιωμένα χιόνια και βαθυχρωματική
Πάμε στο μεταξύ μια βόλτα στον αυλόγυρο-
ναι
κι πέρα απ'το κτίριο της αιμοδοσίας στο δασάκι που'ναι αδειανό όταν δεν έχει εφημερία
τα παπούτσια μας βουλιάζουν σε κάθε βήμα ως το υποδόριο
στο τέλος της ανηφοριάς φτάνουμε στη χτιστή βρύση μ'εμβόλιμα σχέδια ολλανδικής πορσελάνης
οι εκφυλισμένες οσφρητικές ταινίες παίρνουν φωτιά
πέριξ της βρύσης το πλατώ στικτό απ'τις ακτίνες του ήλιου πότε λευκό πότε πράσινο
απ'τους θαλάμους δε μας βλέπει κανείς
κωλοκαθίζουμε δίπλα δίπλα ή και περισσότερο
λύνομαι
ξεχύνονται τα οστά κι ο ερειστικός ιστός απ'το στόμα μου σιωπηλά, το μόνο που συγκρατεί το αίμα είναι το δέρμα
ροδαλό λερό μετάξι
οι επιπολής φλέβες οι ράγες των δαχτύλων το θέναρ πηχτό ζεστό γάλα με μέλι
τι ευγένεια μέσα σ'όλο τον εξευτελισμό
η γλώσσα η γλώσσα
όπως χωράω ανάμεσα στα χείλη και τα δόντια ένζυμο κι υπόστρωμα
μουρμουρίζεις κάτι τρυφερό, πότε λευκό πότε πράσινο
ακούω
=
τα φανάρια κάτω στην είσοδο
ιδρώνω πάλι μετά τη λησμονιά σ'όλες τις δίπλες του κορμιού
λίγος ορός νωτίζει το κάθισμα,
διαχωρισμένος απ'τα έμμορφα.

Η ταχύτητα του ήχου

Οι νάυλον χορδές οι νάυλον χορδές λιωμένη ζάχαρη στον υδρωπικό κοχλία
ο ήχος ταξιδεύει γρήγορα κατά μήκος της ηπειρωτικής πεδιάδας.
Καθιστός μ'εγκαύματα λεκέδες όπου δεν έκρυβε το ύφασμα το δέρμα ίσα που φθείρεται
τα νύχια βαθιά κομμένα καθαρά πώς νύχτωσε δεν πήρα πρέφα μόνο τον ολοκάθαρο ουρανό του μεσημεριού έχω στο νου μου και γύρω ο χρόνος ακολουθεί τους ευτυχείς, κανέναν που υποφέρει. Το λικέρ από αγριοφράουλες
θυμάσαι το λικέρ από αγριοφράουλες, επιθεωρητή;
εκείνη η βραδιά γιατρεύει την παραφροσύνη των ρυζοκαλλιεργειών, μ'όλα εκείνα τα κουνούπια μες στην κούραση του δρεπανιού που αστράφτει όλη μέρα τη μια να ξεγεννά την άλλη να σκοτώνει. Σταμάτα ν'αναβοσβήνεις τη μέρα από εμπρός μου εσύ και τα μαλλιά σου, της είπα, σταμάτα να μουσκεύεις τα ντουβάρια δεν τους φτάνει η εντόπια υγρασία;

-

Έγειρα πίσω στα δυο μαξιλάρια, έκανα να ηρεμήσω τεντωμένος την ένιωσα που σηκώθηκε απότομα μόλις άνοιξα τα μάτια να δω πού πήγαινε άστραψε ο σπασμός της κι η μέρα κι η νύχτα από εμπρός μου
η λάμα του μαχαιριού της χλιαρή στη ζέστη την υπόλοιπη του σώματος μια - δυο - τρεις
φώναξε αααα έναν απηυδισμένο στεναγμό σκούπισε τη λαβή με το σεντόνι πήρε την πετσέτα της κουζίνας κι έφυγε πιάνοντας τα πόμολα εμμέσως και τότε άκουσα
γκλουγκ
γκλουγκ
γκλουγκ
όπως χυνόμουν έξω μου
ο ήχος ταξιδεύει γρήγορα κατά μήκος της ηπειρωτικής πεδιάδας τα κουνούπια γαντζωμένα στη σίτα κι άλλοι περίεργα ντυμένοι που μύριζαν το αίμα,
γουργούρισα τ'όνομά της λικέρ από αγριοφράουλες πλημμύρισε πηχτό χυλό το στόμα κι η μύτη μου
δεν είχα ανάγκη γι'αέρα κι άλλες αδυναμίες των ζωντανών
γκλουγκ
με θυμάσαι, επιθεωρητή, παγωμένο όταν έπιασες την παλάμη μου και κόλλησε στο γάντι; Είχα υπάρξει και φλογερός γεμάτος τρυφερότητα
παλιότερα αλλά ενέσκυψες αργά.

-

Η ταχύτητα του ήχου δεν εξαρτάται απ'τη συχνότητα.

Ρηάλιτυ

Τι κάθεσαι έτσι; Τι κάθομαι έτσι. Πώς κάθομαι. Δεν αλλάζει απ'τη μια μέρα στην άλλη, πάντα κάθομαι. Κι όταν στέκομαι πετιώνται οι αιμορροΐδες. Η δροσιά κι η θάλπη κολλάνε στο δέρμα μου σα φιλμ και γίνομαι βρωμιάρης. Τα μαλλιά, όχι δεν είμαι φαλακρός καθόλου ακόμα, ένα τραχύ λεπτοφκιαγμένο κεπέγκι που κρύβει το κροταφοβρεγματικά πιττωμένο μου κρανίο. Κάθομαι μες στα ίδια ρούχα που κάθομαι παντού, είμαι σε μια καρέκλα πακτωμένος κι αλλάζουνε οι πίστες από εμπρός των ματιών μου, πότε τ'αυτοκίνητο, πότε η αίθουσα, πότε το γραφείο με το'να ή τ'άλλο βιβλίο, πότε ο θάλαμος, πότε το τραπέζι, πότε ο νεροχύτης με αίματ'απ'τη μύτη, κι εγώ σα βασιλιάς τα βλέπω όλα να εναλλάσσονται σε συναυλία για τις μάζες. Καταπίνω αλλά έχει στενέψει ο οισοφάγος και το κάθε πράμα αργεί να πάει κάτω, κι όλα τα γεύομαι περισσότερη ώρα απ'όση πρέπει ώσπου να φανεί η άσχημή τους φάτσα. Χώνω το δάχτυλο στο ρουθούνι γι'ανασκαφές μέχρι να βγει ο κόκκινος χρυσός, κι έχω ίσα με 5 λίτρα μέσα μου και πάλι είμαι φτωχός και τιποτένιος. Τα χάπια αστράφτουνε κι αυτά σαν τα κοσμήματα μες στ'ασημόχαρτά τους όπως τα φωτίζει τώρα το μεγάλο πορτατίφ. Στην άλλη οθόνη κάποια πασαλειμμένη με γλιστερά μαντζούνια παίρνει γκριμάτσες κάθε λογής δαγκώνεται ξεδαγκώνεται ανοίγει κλείνει το στόμα ντεμέκ ηδονικά και κάποια ψωλή με πόδια εκλύει το συναίσθημα αλλά δεν τους ακούω είναι βωβοί γιατί περισσότερο απ'όλα η ταλαιπώρια μου είναι στ'αυτιά. Οκλαδόν ανεβαίνει λίγο η πίεση αλλά η ζάλη μου είναι η ίδια η χτεσινή απ'το πρωί που ξύπνησα τα μάτια κλειστά κι όμως το γνώριμο δωμάτιο να περιστρέφεται σ'έναν ήπιο γλυκό ίλιγγο της ψυχικής σκουριάς. Άλλο κρεβάτι απ'αυτό δε με φαντάζεται νεκρό κι ούτε άλλο πάτωμα ματωμένο κι είναι γεμάτα φροντίδα ο κόμπος στο λαιμό με πνίγει κι οι γουλιές γυρνάνε στα πνευμόνια ζωντανές. Τα ροδαλά μου χέρια, ο μενεξεδένιος ουρανός του απογέματος, το παντοτινό ημίφως στους κοινόχρηστους, τα πράσινα και μπλε των διαδρόμων, τα χείλη της κάθε νοσοκόμας, είναι όλα σκυλίσια όραση εικόνα από παλιά τηλεόραση. Μόνο το βαθύ φλεβικό άλικο της εσωτερικής μου αφθονίας ξεχωρίζει. Έχω υποσχέσεις να ξεχειλίζουν απ'το στόμα κι απ'τ'αυτιά, δε θα αυτό και θα εκείνο, μα κάθε βράδυ ο ύπνος με παίρνει καθιστόν και ψεύτη και κάθε πρωί με βρίσκει καθιστόν και ψεύτη. Κι ο ύπνος έξι, εφτά ώρες έχει γίνει ισότιμος της μέρας που απομένει. Στην άλλη οθόνη πολλά παραθυράκια γεμάτα όργανα όλων των κατηγοριών περιμένουν ν'αρχίσω ξανά τη μαλακία αλλά έχω πονέσει και δε βγάζει πουθενά.